Παύση
Pause
Αναζητώντας διέξοδο από έναν αφόρητο γάμο, η Ελπίδα καταφεύγει στο μόνο μέρος όπου της επιτρέπεται να εναντιωθεί σε όσα την πνίγουν: τις φαντασιώσεις της. Ανεξήγητα ανασφαλές ως προς τη δυναμική της θεματικής του, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τώνιας Μισιαλή αυτοϋπονομεύεται μέσα από μία σειρά αχρείαστων σεναριακών υπερβολών.
Μια επίσκεψη στον γυναικολόγο «καθησυχάζει» την Ελπίδα (Στέλα Φυρογένη) πως από τη στιγμή που βρίσκεται στο κατώφλι της εμμηνόπαυσης, τρεις ντουζίνες συμπτώματα μεταξύ των οποίων εξάψεις, έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας, αιμορραγία, κρίσεις πανικού, αρρυθμίες, δυσπεψία και οστεοπόρωση «είναι φυσιολογικά για την ηλικία της». Την εμφανή ειρωνεία της εισαγωγικής σκηνής κλείνει η συνταγογράφηση που καταλήγει από πλευράς γιατρού με το απαθές «τίποτα το ανησυχητικό». Έπειτα, λίγες ακόμα σκηνές με την αμίλητη Ελπίδα να φροντίζει τον Κώστα (Ανδρέα Βασιλείου), έναν αφόρητο άνδρα που περισσότερο μοιάζει με πατέρα που γηροκόμησε παρά με σύζυγο, αρκούν για να σκιαγραφήσουν το γάμο-φυλακή από τον οποίο η πρωταγωνίστρια έχει απόλυτη ανάγκη να δραπετεύσει. Και το κάνει, τουλάχιστον νοερά, μέσα από φαντασιώσεις κατά τις οποίες εναντιώνεται σε όσα την πνίγουν.
Η εισαγωγική σεκάνς και μόνο αρκεί για να επιβεβαιώσει ότι η ελληνοκυπριακής συμπαραγωγής «Παύση» δεν είναι παρά ένας επίγονος της περίφημης τάσης που έχει περιγραφεί ως greek weird wave. Ενός ετεροπροσδιοριζόμενου ρεύματος που εν ολίγοις ξεκινά από τη υπερτονισμένη αποτύπωση της χρόνιας παθογένειας που κακοφόρμισε στη νεοελληνική πραγματικότητα της κρίσης. Κι αν αναφερόμαστε στην νεοελληνική πραγματικότητα για ένα φιλμ όπως αυτό εδώ που γυρίστηκε και εκτυλίσσεται στην Κύπρο, είναι γιατί η «Παύση» θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε πόλη της ελληνικής επικράτειας. Αρκεί να άλλαζε η προφορά και τα δεξιοτίμονα αυτοκίνητα.
Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τώνιας Μισιαλή βλέπουμε μια απολύτως πιστευτή συνθήκη (γυναίκα εγκλωβισμένη σε γάμο με δυνάστη σύζυγο) να ξεχειλώνει μέσα από χτυπητές υπερβολές
Εκείνο που ενίοτε προκαλεί δυσφορία με κάποιες από τις ταινίες αυτού του «κύματος» είναι η γενικότερη ροπή σε μία κουραστική υπερβολή (σεναριακή ή και αισθητική) που σκοπό έχει να υπογραμμίσει τη νοσηρότητα μιας κατάστασης. Μια υπερβολή ωστόσο που όταν δε δουλεύει γυρίζει μπούμερανγκ στην ταινία, προδίδοντας μια κάποια προτεραιότητα από πλευράς δημιουργών να υπογραμμίσουν «το μήνυμα» στον θεατή πέρα και έξω από όσα η ίδια η ιστορία που αφηγούνται αντέχει να σηκώσει.
Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τώνιας Μισιαλή εν προκειμένω, βλέπουμε μια απολύτως πιστευτή συνθήκη (γυναίκα εγκλωβισμένη σε γάμο με δυνάστη σύζυγο) να ξεχειλώνει μέσα από χτυπητές υπερβολές. Από τον οριακά σουρεαλιστικό μονόλογο του γιατρού στην αρχή μέχρι τις διαρκείς φωνές στο σπίτι ή το γεγονός ότι ο γάμος της Ελπίδας ήταν συνοικέσιο, ίσως όχι και το πλέον πιθανό σενάριο για μία σύγχρονη γυναίκα γύρω στα 50. Και όλα αυτά έρχονται αφενός να υπερτονιστούν μέσα από την εμφανή διαφορά ηλικίας του ζευγαριού, τη στιγμή που το καθημερινό δράμα της ηρωίδας αναλαμβάνει να ενσαρκώσει μια ηθοποιός που κατά σατανική σύμπτωση φέρνει φοβερά στο φιζίκ σε μια μίξη των Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και Σιγκούρνι Γουίβερ, δυο εκ των πλέον δυναμικών γυναικείων πρωταγωνιστριών του καιρού μας. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η φιλότιμη κατά τα άλλα Φυρογένη να παίζει μονίμως κόντρα με το όλο πλαίσιο του ρόλου.
Μέσα σε όλα, οι φαντασιακές απόπειρες διαφυγής της σχεδόν αμίλητης ηρωίδας από την υπαρξιακή παύση που την απειλεί αποτυπώνονται ως μια άτονη ανάπτυξη πολανσκικών («Αποστροφή») και μπουνιουελικών («Η Ωραία της Ημέρας») επιρροών. Κάτι που σε συνδυασμό με τις συχνές αναφορές της φίλης της Ελπίδας για τον δικό της άντρα που για καλή της τύχη πέθανε απελευθερώνοντας την από την καταπιεστική του παρουσία (λες και ζούμε στο ‘50 όπου το διαζύγιο ήταν άγνωστη έννοια), εντείνει την αίσθηση πως η «Παύση» έχει περισσότερη συνάφεια με την πραγματικότητα περασμένων δεκαετιών, παρά με την τωρινή.