Σεντ Ομέρ
Saint Omer

Μια νεαρή μυθιστοριογράφος που επιθυμεί να γράψει μια σύγχρονη εκδοχή της Μήδειας, θα παραστεί στην δίκη μιας γυναίκας που κατηγορείται ότι σκότωσε την μικρή της κόρη, σύντομα όμως θα συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως ακριβώς φαίνονται.
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη το είδος του ντοκιμαντέρ πάνω στο οποίο εργάζεται, σχεδόν, κατά αποκλειστικότητα από το 2011, η Γαλλίδα Άλις Ντιόπ δοκιμάζει και δοκιμάζεται για πρώτη φορά στο αφηγηματικό είδος, πετυχαίνοντας διάνα από την αρχή με το «Σεντ Ομέρ», ένα δικαστικό δράμα για γερά νεύρα που θέτει επί τάπητος διαχρονικά, κοινωνικοπολιτικά και κυρίως φυλετικά ζητήματα, με μια πανίσχυρη ερμηνεία από την πρωταγωνίστριά της Γκουσλαζί Μαλαντά.
Η Ραμά (Καϊτζέ Καγκάμε) είναι μια πετυχημένη καθηγήτρια λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος, η οποία ταξιδεύει μέχρι το Σεντ Ομέρ προκειμένου να παραβρεθεί στην δίκη της Λωράνς Κολί (Μαλαντά), η οποία κατηγορείται πως σκότωσε την δεκαπέντε μηνών κορούλα της. Η Ραμά θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στην τραγική ιστορία της Μήδειας και αναζητά έμπνευση, όμως η παρουσία της στην δίκη κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση θα είναι, καθώς προοδευτικά θα αντιληφθεί σοκαρισμένη, πως αυτά που ενώνουν την ίδια με την κατηγορούμενη, είναι περισσότερα από εκείνα που τις χωρίζουν.
Με δυο μεγάλα βραβεία από το Φεστιβάλ της Βενετίας, αυτό του Αργυρού Λέοντα, αλλά και αυτό του Χρυσού Λέοντα του Μέλλοντος (Βραβείο Καλύτερης 1 ης Ταινίας), η Ντιόπ κατασκευάζει εδώ μια ταινία για τα πικρά αποτελέσματα των υπέρμετρων, γενεαλογικών προσδοκιών και της φυλετικής απαξίωσης, βασίζοντας την ιδέα για την ιστορία της, στην πραγματική υπόθεση της Σενεγαλό-Γαλλίδας Φαμπιέν Καμπού η οποία κατηγορήθηκε ότι το 2013 εγκατέλειψε ηθελημένα την λίγων μηνών κόρη της στην παραλία του Μπεργκ, με αποτέλεσμα το παιδί να βρει τραγικό θάνατο κατά την διάρκεια της παλίρροιας. Η Ντιόπ, η οποία υπογράφει και το σενάριο, είχε παραβρεθεί η ίδια το 2016 στην δίκη της Καμπού, συνεπώς γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές πως κρατάει για τον εαυτό της τον ρόλο της Ραμά, σε μια προσπάθεια, ίσως, να ξορκίσει με την σειρά της μέσω ενός εντελώς προσωπικού φιλμ όπως τούτο εδώ, τους δικούς της «μητριαρχικούς» δαίμονες.
Η ταινία παρουσιάζεται ως ένα δικαστικό δράμα με ηρωίδα μια γυναίκα για την οποία κανείς δεν έχει αμφιβολία για το έγκλημα που έχει διαπράξει: η Λωράνς Κολί σκότωσε το παιδί της. Αυτό που ως θεατές αντιλαμβανόμαστε στην αρχή σαν μια διεκπεραιωτική διαδικασία τυπικής καταδίκης ενός δολοφόνου, προοδευτικά μεταμορφώνεται σε ένα δριμύ κατηγορώ για την θέση της γυναίκας στην σύγχρονη εποχή, τις «αόρατες» γυναίκες μετανάστριες (αυτές που παραμένουν πέρα από την εμβέλεια του βλέμματος, για πάντα ταυτόχρονα παρούσες και απούσες), αλλά και το αβάσταχτο, οικογενειακό βάρος των γονεϊκών προσδοκιών (εν προκειμένω της μητέρας) προς τα παιδιά.
Αν και στο σύνολό της, σχεδόν, η ταινία διαδραματίζεται εντός της δικαστικής αίθουσας, η Ντιόπ διατηρεί το ενδιαφέρον αμείωτο, χάρη στο σφιχτοδεμένο της σενάριο που αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ, με την Μαλανζά να δίνει μια ψυχρή και αποστασιοποιημένη ερμηνεία, σαν μια γυναίκα που εξωθείται από τα τραύματα του δικού της παρελθόντος, στην άλλη πλευρά του κοινωνικού συνόλου, εκεί όπου θα παραμείνει μόνη εναντίον όλων.
Στο φιλμ η ρήση «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» εξερευνάται στο πλαίσιο και των δυο ερμηνειών της – η νεότερη γενιά κουβαλά στις πλάτες τα αμαρτήματα των παλαιότερων γενιών ή/και τα παιδιά μαθαίνουν, (εκ)παιδεύονται και αποφεύγουν στην δική τους ζωή τα λάθη των γονιών τους. Στην περίπτωση της Λωράνς Κολί οι αμαρτίες του πατέρα και ιδιαίτερα της μητέρας της, «καταδικάζουν» την ίδια σε ένα μέλλον όπου η μετέπειτα από εκείνη γενιά (η κόρη της δηλαδή) μπορεί να σωθεί μονάχα με τον θάνατο, το γενεαλογικό δέντρο πρέπει να ξηλωθεί από την ρίζα του. Στον αντίποδα, η Ραμά έχει ακόμα χρόνο να συμφιλιωθεί με την ιδέα της δικής της μητέρας, να συγχωρέσει και να προχωρήσει και αυτή ακριβώς αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις δυο γυναίκες.
Το «Σεντ Ομέρ» είναι ένα φιλμ που κοιτάζει πέρα από το προφανές αποτέλεσμα, εξετάζοντας υπό το πρίσμα ενός δικαστικού δράματος, τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν μια μητέρα στην χειρότερη δυνατή πράξη. Αυτά που αποκαλύπτονται είναι τερατώδη, φρικτά. Θέματα όπως το φύλο, το χρώμα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα όλα αποτελούν λιθαράκια που συνθέτουν μια μεγαλύτερη εικόνα ενός εδραιωμένου κοινωνικού, συμπεριφορικού μοτίβου απέναντι σε γυναίκες όπως η Κολί και όχι μόνο. Γιατί μπορεί, πράγματι, οι μητέρες να είναι εκ φύσεως «χίμαιρες» όπως περιγράφεται στην ταινία, πολλοί όμως θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν, έτσι κι αλλιώς, τις γυναίκες εν γένει ως άλλου είδους «τέρατα».