Δεύτερος Γύρος
Second Tour
Γαλλική κωμωδία που επιχειρεί να σατιρίσει το πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο της Γαλλίας – και όχι μόνο – με μια ιστορία υπερβολικά εξωφρενική για να (μην) είναι αληθινή.
Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Αλμπέρ Ντιποντέλ υπογράφει και σκηνοθετεί μια πολιτική σάτιρα για την σύγχρονη, κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Γαλλίας (αλλά κατά βάση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με ένα σενάριο γεμάτο παραδοξότητες που μάλλον πιστεύει πως είναι καλύτερο από αυτό που πραγματικά είναι: μια ιστορία αδέξια που δεν βρίσκει ποτέ σκηνοθετικό ρυθμό.
Ο Μερσιέ (Ντιποντέλ) αποτελεί τον επικρατέστερο υποψήφιο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Με ένα backstory που προκαλεί ερωτηματικά και μια επαγγελματική πορεία που δεν συνάδει με την πρόσφατη υποψηφιότητά του, ο Μερσιέ παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο τόσο για τα μίντια, όσο και για τον γαλλικό λαό, με τα προεκλογικά γκάλοπ να κάνουν, ήδη, λόγω για μεγάλο ποσοστό αποχής από τις εκλογές. Όταν μια πρώην πολιτική συντάκτρια και νυν αθλητικογράφος αναλάβει να καλύψει την προεκλογική καμπάνια του εν λόγω υποψηφίου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με μερικές ζουμερές αποκαλύψεις για το, όχι και τόσο «καθαρό», παρελθόν του.
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η εγχώρια διανομή, αρχές Αυγούστου, ήταν μια ταινία για το – φανταστικό - εκλογικό παρασκήνιο της Γαλλίας. Τουλάχιστον αν υπήρχε μια σαφής κατεύθυνση σε επίπεδο σκηνοθεσίας, ο «Δεύτερος Γύρος» ίσως και να αφορούσε σε μια μερίδα κοινού που θα επιθυμούσε να δει κάτι τέτοιο καλοκαιριάτικα. Το πρόβλημα είναι πως πρόκειται για μια τόσο σκόρπια γραμμένη ταινία, που καθιστά την προβολή της οριακά επίπονη, παρά το γεγονός πως η διάρκειά της δεν ξεπερνά τα 95 λεπτά.
Ένα χαρακτηριστικό κακό σε παραγωγές όπου κάποιος αναλαμβάνει πολλαπλά πόστα, είναι πως κάποιο ή κάποια από αυτά είναι καταδικασμένα σε μια σχετική μετριότητα, αφού πολύ σπάνια το αποτέλεσμα δικαιώνει συνολικά τον εκάστοτε πολυθεσίτη. Εννοείται πως ο Ντιποντέλ δεν ξεφεύγει από τη νόρμα, παραδίδοντας ένα σενάριο που αναρωτιόμαστε πως έλαβε χρηματοδότηση και μια σκηνοθεσία που ταιριάζει περισσότερο σε πρώτη απόπειρα απόφοιτου κινηματογραφικής σχολής, παρά σε επαγγελματία σκηνοθέτη.
Υποθεσιακά πρόκειται για έναν κωμικοτραγικό αχταρμά, με plot twists που δεν είναι καθόλου plot και σίγουρα καθόλου twists. Η συγγραφή ενός χιουμοριστικού σεναρίου με διάθεση για κριτική στάση απέναντι στα κακώς κείμενα της γαλλικής, πολιτικής σκηνής, μπορεί να υπήρχε στο μυαλό του ως ιδέα, δεν μετουσιώθηκε όμως ποτέ σε μια απτά, λειτουργική ιστορία που να έχει κάτι να πει, πέρα δηλαδή από το προφανές ενός διεφθαρμένου, κυβερνητικού συστήματος. Οι δε κωμικές απόπειρες μοιάζουν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, με τους ηθοποιούς να προσπαθούν να ακολουθήσουν μια σλάπστικ καθοδήγηση που δε βγάζει πουθενά, παραπέμποντας υποκριτικά σε… επιθεώρηση.
Τίποτα, βέβαια, δε συγκρίνεται με τη σκηνοθεσία που μοιάζει με φτωχή, τηλεοπτική παραγωγή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των flashbacks, για παράδειγμα, με τη χρήση αμφιβόλου ποιότητας CGΙ και μια ξεκάθαρη απόπειρα του Ντιποντέλ να θυμίσει κάτι από το πρώιμο σινεμά του Ζενέ. Αναμενόμενα αποτυγχάνει παταγωδώς, αφού οι όποιες απόπειρες να δώσει μια άλλη σκηνοθετική γραμμή στην ταινία του, πέφτουν στο κενό. Μέχρι και η προσπάθεια να «ντύσει» το φιλμ του μια neo-noir ατμόσφαιρα με χαμηλούς φωτισμούς και σκιάσεις, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, πολύ απλά γιατί τούτο το φιλμ πάσχει από σοβαρότατη έλλειψη χαρακτήρα και ταυτότητας.
Ο «Δεύτερος Γύρος» αποτελεί κλασική περίπτωση ταινίας που δεν αφορά, όχι τόσο λόγω περιεχομένου, όσο κακής εκτέλεσης.