Ο δικός μας άνθρωπος: Οι 9 καλύτερες ερμηνείες του Έντουαρντ Νόρτον - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:32
18/8

Ο δικός μας άνθρωπος: Οι 9 καλύτερες ερμηνείες του Έντουαρντ Νόρτον

Λέμε χρόνια πολλά (σήμερα κλείνει τα 54) και θυμόμαστε 9 λόγους που ο Έντουαρντ Νόρτον είναι πρωτοσέλιδος στα χαρτιά μας τα τελευταία 25 χρόνια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μόνο μια μικρή εισαγωγή. Μιλώντας για την γενιά των σημερινών 50άρηδων, οι ηθοποιοί που σου έρχονται μεμιάς είναι ο Χοάκιν Φίνιξ, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ο Κρίστιαν Μπέιλ, ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο. Εγώ θα πρόσθετα τον Ματ Ντέιμον, ένας άλλος τον Μάθιου ΜακΚόναχι.

Ο Έντουαρντ Νόρτον, ίσως κι ο πρίγκιπας αυτής της ωραίας ομάδας (αν πούμε ότι συμφωνούμε όλοι στην βασιλεία του Σέιμουρ Χόφμαν...), δεν ακούγεται πια γιατί ανήκει σε εκείνη την σπάνια στόφα των ηθοποιών με απαιτήσεις, των ηθοποιών που δεν μαθαίνεις την περιβαλλοντική τους δράση, των καλλιτεχνών που προτιμούν να παραινούν σε πολιτική συμμετοχή παρά σε παρότρυνση του ποιον να ψηφίσεις. Ο Έντουαρντ Νόρτον είναι άλλος άνθρωπος, είναι η αγωγή του αυτή, είναι και η κράση του. Ο Έντουαρντ Νόρτον είναι ο «άλλος» χολιγουντιανός καλλιτέχνης. Είναι γκρινιάρης, ιδιότροπος κι ακέραιος.

Φόβος Ενστίκτου (Primal Fear, 1996) του Γκρέγκορι Χόμπλιτ

Η ταινία δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, ένα από εκείνα τα αστυνομικά του '90 με τον αυτάρεσκο σταρ (βέβαια ο Γκιρ το ανεβάζει), την μπόλικη πλοκή και το γύρισμα του φινάλε. Απλώς εδώ το γύρισμα αυτό είναι ο Νόρτον, πρωτοεμφανιζόμενος και φτασμένος με τη μία, εμφανώς άνετος απέναντι στον σταρ, προφανώς προσηλωμένος πέρα από κάθε κατανόηση για το συνταγογραφημένο είδος. Άπειροι έχουν μιμηθεί έκτοτε αυτό που έκανε τότε ο Νόρτον και μας έπιασε στον ύπνο, ούτε ένας δεν κατάφερε να μας ανατριχιάσει όπως αυτός. Υποψήφιος για Όσκαρ Β' Ρόλου.

Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας (American History X, 1998) του Τόνι Κέι

Η καριέρα μπήκε αμέσως στο αυλάκι, έπαιξε και σ' έναν Γούντι Άλεν ενδιάμεσα (εκείνο το υπέροχο «Όλοι Λένε Σ' Αγαπώ»), έπαιξε και Φόρμαν, έπαιξε και πόκα με τον Ντέιμον στο «Rounders» και μετά ήρθε αυτό στο οποίο και η μεταμόρφωση είναι διπλά εντυπωτική. Μυώδης νεοναζί και απελπισμένος αμαρτωλός την ώρα της «είσπραξης του λογαριασμού» στην ίδια ταινία δεν είναι μικρό πράγμα. Η ταινία έχει μια δικανική πρόζα, έχει και απεριόριστο ενδιαφέρον, έχει και το αξέχαστο βλέμμα του Νόρτον που την ώρα της ναρκισσιστικής τρέλας μπορεί να βρει και το άγχος του κανονικού ανθρώπου που τρέχει να μπαλώσει, να γλιτώσει, να περισώσει. Υποψήφιος για Όσκαρ Πρώτου Ρόλου.

Fight Club (1999) του Ντέιβιντ Φίντσερ

Υπερεκτεθειμένη ταινία και με όλη την υπερεκτίμηση του cult χαρακτήρα που απέκτησε σχεδόν αυτόματα, δεν παύει να έχει μέσα της επιδεικτικές αρετές μία εκ των οποίων είναι η ερμηνεία-ζύγι του Νόρτον που μπορεί την ίδια στιγμή να παίζει σ' ένα horror α λα Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ, να αντέχει με φαρδιές πλάτες το βάρος ενός εξουθενωτικού (κι αξέχαστου) voice over ενώ εξισορροπεί το εκτυφλωτικό (αντί;)machismo του Πιτ με την φόρα κλασικού σταρ. Κι όλ' αυτά ενώ μπορεί πάντα βλέπει την κάμερα με αυτό το βλέμμα.

The Score (2001) του Φρανκ Οζ

Όταν αποφασίζεις να κάνεις την πλάκα σου ανάμεσα στον Ντε Νίρο και τον Μάρλον Μπράντο. Δύο ώρες νεράκι, αξιοπρεπές heist, πλακαδόρικη συνεύρεση ανυπολόγιστου ταλέντου και ο Νόρτον να κλείνει το μάτι στους σπαστικούς του μανιερισμούς ενόσω «συνέρχεται» τόσο μεγαλειωδώς αντικαθιστώντας την φαινομενική αδυναμία σε διαβολική εξυπνάδα. Γι' αυτόν τον υπογράφοντα ο νέος της τρόικας του έργου ήταν και ο καλύτερος.

25η Ώρα (25th Hour, 2002) του Σπάικ Λι

Έχει ορκισμένους φίλους το έργο, έχει μια χωροχρονική εγκυρότητα που το κάνει αναντικατάστατο, έχει και (τουλάχιστον) τρεις μεγάλες ερμηνείες. Εδώ ο Νόρτον, σαν σε σίκουελ του «Fight Club», μπορούσε να πάρει το χρίσμα του γενεαλογικού ηθοποιού, αυτού που ορίζει τον χρόνο και τις συνθήκες μιας γενιάς, αυτού που εκφράζει ήδη και μονομιάς όσα οι γραφιάδες περισυλλέγουν υπομονετικά για να περιγράψουν το πνεύμα μιας εποχής. Για εκείνα τα χρόνια (1999-2002) ο Νόρτον δεν ήταν τίποτα λιγότερο από αυτό και στο όνομα εκείνης της περιόδου ακόμα κάμποσοι πίνουν νερό στ' όνομά του.

Η Κοιλάδα του Πόθου (Down in the Valley, 2005) του Ντέιβιντ Τζάκομπσον

Τω καιρώ εκείνω ο Νόρτον δουλεύει πολύ, δεν «προσέχει» αναλόγως πολύ, επικυρώνει όμως έργα εμπορικού βεληνεκούς που παρότι τακτικά λάθος για μια καριέρα ήταν εντούτοις στρατηγικά σωστά για να γίνεις παίκτης της βιομηχανίας. Δεν του αρκούν, ίσως γιατί δεν πετυχαίνουν κιόλας, ίσως γιατί ακούγονται και οι πρώτες φήμες εντάσεων από τις αλλαγές που εισηγείται (ή στη ζούλα πραγματοποιεί, τρελαίνοντας σεναρίστες και παραγωγούς). Έτσι έρχεται αυτό που απέτυχε παταγωδώς αλλά είναι τόσο μα τόσο γλυκό έργο κι είναι τόσο μα τόσο στέρεος Αίαντας στη βάση του αυτός που αξίζει να το ανακαλύψετε- ιδίως όσοι δεν έχετε δερματοπάθειες στην όψη ενός (νεο)γουέστερν.

O Μάγος Αϊζενχάιμ (The Illusionist, 2006) του Νιλ Μπέργκερ

Τη χρονιά που Τζάκμαν και Μπέιλ τρώνε τα μουστάκια τους ως Μάγοι στο «Prestige» του Νόλαν, ο Νόρτον παρουσιάζει την δική του εκδοχή στο καλλιγραφημένο αυτό έργο που χάθηκε αύτανδρο σε μια δημοσιότητα που έτρεχε αλλού. Ο Νόρτον είναι στο στοιχείο του, τέλειος στο αινιγματικό υπο-παίξιμο του πάγια διφορούμενου, όμως αυτές δεν είναι επιλογές πρωτοκλασάτου σταρ είναι έργα ιδιότροπου ηθοποιού που έχει χάσει τον βηματισμό του και, ενδεχομένως, δεν τον πολυθέλουν πια και οι άνθρωποι που κινούν τα νήματα.

Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας, 2014) του Αλεχάντρο Ινιάριτου

Από το 2006 στο 2014;! Κι όμως. Μέσα σε μια 8ετία μπορείς να συνοψίσεις το χρονικό μιας αντικατάστασης. Ο Νόρτον, είπε μια βιομηχανία, δεν είναι αυτός που θέλαμε, δεν είναι ο ηθοποιός/σταρ του 21ου αιώνα που προσαρμόζεται, που (υπ)ακούει. Δεν είναι επίσης αυτός που έχει το εμπορικό γκελ που νομίζαμε. Και είναι στριμμένος. Τσακώνεται με τον σεναριογράφο, μοντάρει κρυφά δικές του εκδοχές των έργων του, χωρίζεται καλλιτεχνικά από τον σκηνοθέτη του, αρνείται τον ποπ απόηχο των χαρακτήρων του. Δεν θέλει έτσι κι αλλιώς να συμμετάσχει στο ανερχόμενο Marvel Universe. Είναι πράγματα αυτά;

Κι έτσι στο 2014 πια, ο Νόρτον έχει έναν Χάλκ, έχει έναν «Stone» (που ξαναπροσπερνά τον, όχι βαριεστημένο πάντως, Ντε Νίρο), εκείνο το ξεχασμένο «Leaves of Grass» με τον βιρτουόζικης άνεσης διπλό ρόλο δίδυμων αδελφών, παίζει αναπληρωματικά στο 4ο Μπουρν σε ανταγωνιστικό ρόλο, κρατά και δυο απολαυστικούς δεύτερους ρόλους στον hyped Γουές Άντερσον. Αλλά βασικά Νόρτον αποζητάς και Νόρτον δεν βλέπεις. Εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο του Χόλιγουντ που με υπόσχεση έβαλε στον 21ο αιώνα, ο Νόρτον μοιάζει να ασχολείται με παραγωγές, οικολογία, διακριτική πολιτική και όποιο σινεμά τον ζητά και τον χρειάζεται. Λίγα πράγματα και, για κάποιους από μας, μεγάλη αποθυμιά.

Στην ταινία του Ινιάριτου ο Νόρτον παίζει τον...εαυτό του, αυτόν ενός ιδιότροπου ηθοποιού της Μεθόδου. Είναι καταπληκτικός, επισημαίνει την σκληρότητα του να μην τον βλέπουμε και την αδικία να περνάνε τα χρόνια χωρίς ρόλους, κερδίζει την τρίτη του οσκαρική υποψηφιότητα.

«Σκιές του Μπρούκλιν» (Motherless Brooklyn, 2019) του Έντουαρντ Νόρτον

Κι έτσι πέρασαν κι άλλα πέντε χρόνια - ίσως και γιατί η βιομηχανία αυτή δεν συγχωρεί, δεν ξεχνά. Την τελευταία διετία όμως είχαμε κάτι να πιαστούμε, οι σκληροπυρηνικοί τουλάχιστον, καθώς το νέο πως ο Νόρτον θα επέστρεφε με τον δικό του τρόπο, σκηνοθέτης του εαυτού του (δεύτερη φορά, μετά το γλυκύτατο «Keeping the Faith» με τον Στίλερ από το 2000), ήταν γεγονός.

Η ταινία έγινε, μεγάλο μέρος της κριτικής δεν ενθουσιάστηκε (άρα βραβεία δεν αναμένονται) και ο κόσμος δεν ακολούθησε. Που να τον βρεις τον κόσμο πια;...

Κι όμως, στην γραμμή ταινιών ηθοποιών-σκηνοθετών (που περνούν άδικα απαρατήρητες, άλλη κουβεντα) ο Νόρτον δημιούργησε στις «Σκιές» το δικό του εκλεκτικό εκτόπισμα, ένα έργο - τι άλλο; - φτιαγμένο για να αγαπηθεί, ένα έργο της λησμονημένης γενιάς ταινιών που παραπάνω από την ακαδημαϊκή τελειότητα είχαν ένα σφύζον πάθος. Που μπορεί να σου θολώνει κάποτε το μυαλό αλλά σου χαρίζει και στιγμές που θα πάρεις μαζί σου.