Spencer - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Spencer

Spencer

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Γερμανία, Χιλή
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Λαραΐν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Στίβεν Νάιτ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κρίστεν Στιούαρτ, Σάλι Χόκινς, Τίμοθι Σπολ, Σον Χάρις
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κλερ Μάθον
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζόνι Γκρίνγουντ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Films
    Spencer

Τα Χριστούγεννα του 1991 ο βρετανικός θρόνος γιορτάζει εθιμοτυπικά στο Κτήμα του Σάντρινγκχαμ και η Πριγκίπισσα Νταϊάνα έρχεται αντιμέτωπη με το Παλάτι, τον υπό κατάρρευση γάμο και την ψυχική της αστάθεια. Ανάμεσα στην μυθοπλασία και την πληροφορημένη βιο-ιστορική εικασία, ένα biopic «αλα Πάμπλο Λαραΐν», με μια μεταμορφωμένη Κρίστεν Στιούαρτ στον ρόλο της Νταϊάνα Σπένσερ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το πρώτο ερώτημα που οφείλει να αντιμετωπίσει κανείς στη ταινία του Χιλιανού δημιουργού («Νο», «Jackie»), είναι της φύσεως του κατά πόσον στον κόσμο μας τα «γαλαζοαίματα» προβλήματα σχετίζονται με δικά μας όσο και, συνεπακόλουθα, αν η εξιστόρησή τους συνάδει με όσα αναζητά κανείς στην τέχνη. Καθώς μάλιστα αντικείμενο της ταινίας αποτελεί η προσωπική ιστορία της Lady D., και όχι ένα συλλογικό ιστορικό γεγονός, το ερώτημα επιμένει: Μπορεί κανείς βλέποντας το έργο να γλιτώσει από μια εσωτερική διαρκή υπενθύμιση των ταξικά απόμακρων τεκταινομένων; Μπορεί να παραμερίσει τα -οργανικά ενσωματωμένα στο έργο- δεδομένα μιας απόλυτα προνομιούχου ζωής και να καταφθάσει στο ανθρώπινο δράμα; Μια πρώτη μερική απάντηση, η οποία ασφαλώς αποτελεί συνειδητό μέρος της επιλογής του Λαραΐν, είναι πώς παρότι το διαζύγιο της Νταϊάνα και του Καρόλου δεν είχε μετρήσιμα ουσιώδη επίδραση στη ζωή της ανθρωπότητας, δεν έκλεισε η τρύπα του όζοντος ας πούμε, την ίδια στιγμή η Νταϊάνα υπήρξε εστία ενδιαφέροντος για έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων. Πιο απλά, η ζωή της έγινε, μέσω των ταμπλόιντ και του τραγικού τέλους της, κομμάτι της ζωής μας.

H Κρίστεν Στιούαρτ συλλαμβάνει έξοχα ένα απόλυτα στιλιζαρισμένο, μονοτονικό κράμα νεύρων και αμηχανίας

Η ψυχολογία του κόσμου – και η στρατηγική στάση των ΜΜΕ – δεν είναι αντικείμενο εδώ. Ας πούμε όμως ότι ο Λαραΐν, μέσα από το ιμπρεσιονιστικό του ψυχογράφημα, ζητά να δούμε πέρα από την γαλαζοαίματη ιδιότητα του βιογραφούμενου και να σταθούμε στην γυναικεία, ανθρώπινη πλευρά. Γιατί λοιπόν δεν «άλλαξε τα ονόματα»; Γιατί δεν μέριασε την επωνυμία για χάρη μιας μυθοπλαστικής ακεραιότητας που στο κάτω-κάτω θα χάριζε και στην δημοσιογραφική σφαίρα ψαγμένες κραυγές και πονηρεμένους ψιθύρους; Πλην της εύλογης εμπορικότητας του ονόματος, έστω και αν κανείς στην παραγωγή δεν πρέπει να περίμενε μπλοκμπάστερ, δηλώνω άγνοια. Με δεδομένη λοιπόν την «επώνυμη» επιλογή του Χιλιανού, μια επιλογή για τον υπογράφοντα καταδικαστική αγνών προθέσεων (στο κάτω-κάτω νομιμοποιείσαι να μην εμπλέκεσαι συναισθηματικά με «το φαινόμενο Νταϊάνα»), το «Spencer» είναι, πέρα για πέρα, μια εντυπωσιακά συλληφθείσα και εκτελεσθείσα παραγωγή.

Αρκεί η πρώτη σκηνή. Καμιόνια και στρατεύματα καταφθάνουν στο κτήμα του Σάντρινγκχαμ (στην πραγματικότητα το επιβλητικό Κάστρο του Νορντκίρχεν στην Βεστφαλία), ο εμβατηριακός ρυθμός υπογράφει μια θριλερικότητα, η τάξη και ο συγχρονισμός σε προδιαθέτουν για κάτι «πολύ σοβαρό» εν εξελίξει. Η βρετανική βασιλική οικογένεια προσέρχεται για τον ετήσιο τριήμερο χριστουγεννιάτικο εορτασμό. Κόντρα τέμπο και λυρικό πιάνο του Τζόνι Γκρίνγουντ στην Νταϊάνα που προσπαθεί (με την Porsche της) να βρει κατά που πέφτει το μέρος – κι ας είναι δίπλα εκεί που μεγάλωσε. Με δυο μόλις ομάδες πλάνων ο Λαραΐν έχει δηλώσει ότι θα κάνει ένα ψυχολογικό θρίλερ, δικής του κοπής, κι έχει χαρτογραφήσει μια πνευματική κατάσταση και δυο κόσμους. Που δεν θα συγκρουστούν, απλά ο ένας θα προσκρούσει στον άλλον και ή θα ζήσει ή θα πεθάνει.

Σε αντίθεση με κάποιους από εμάς που αντιμετωπίσαμε έως και στομαχικά προβλήματα με την κατ’ όνομα ανάλογη προσέγγιση της Τζάκι Κένεντι στο «Jackie», τούτη η προσωπογραφία του Χιλιανού κρατά τα πινέλα της σαν grandmaster των τεχνών, σαν auteur που «διορθώνει» ρητά κάθε κακώς κείμενο της περασμένης του δουλειάς. Η σκηνογραφία, τα κοστούμια και η μουσική, συνδυαστικά ενδεχομένως τα άριστα της περασμένης σεζόν, είναι αρωγοί μιας σειράς σκηνοθετικών επιλογών. Επιλογών που στο σύνολό τους ακολουθούν μεν την προσωποκεντρική, ιμπρεσιονιστικη λογική (σε βαθμό να βλέπεις ένα ιδεώδες ψυχιατρικό case study), αλλά δεν λησμονούν ποτέ την διαλεκτική του φόντου. Η Ελισάβετ, ο Κάρολος, ο Ταγματάρχης του Τίμοθι Σπολ, η ενδυματολόγος της Σάλι Χόκινς, ο επικεφαλής Σεφ του Σον Χάρις, συνδιαλέγονται με την Νταϊάνα της Κρίστεν Στιούαρτ και φωτίζουν διαρκώς την σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του, εξηγώντας τόσο την ένταση, όσο και τον μονόδρομο της εκτόνωσής της. Το ατομικό είναι το επίκεντρο μεν, αλλά το ενεργό φόντο είναι που κορνιζάρει το δράμα. Κι έτσι, ευφυώς, το συλλογικό δεν είναι ο villain, αλλά ο ανταγωνιστής.

Εξυπηρετικά καλλιγραφημένο στην όψη και ακατάπαυστα διαλεκτικό στο ατελέσφορο πάντρεμα ιδιοσυγκρασιών που περιγράφει, αυτό είναι ένα biopic που αξίζει τον κινηματογραφικό κόπο

Αν κάποιος βέβαια θέλει να δει κριτική της Μοναρχίας θα την δει έτσι κι αλλιώς. Όμως το έργο κατανοεί την φύση της δίχως πολιτειακά συμπεράσματα. Βλέπει ωστόσο σε αυτήν έναν παγωμένο χρόνο παρόντος, δέσμιου της παράδοσης (δηλαδή του παρελθόντος) και επιφορτίζει την ηρωίδα του με το δυναμικό, που πάντοτε χρειάζεται το δράμα (ο σεναριογράφος, Στίβεν Νάιτ, διόλου τυχαίος), το οποίο και θα επιφέρει την τελική, απελευθερωτική σύνθεση της έκβασης του έργου. Βλέπει επίσης τον βρετανικό ιδεαλισμό, όπως εκφράζεται μέσα από το Στέμμα, στην καταπληκτική σκηνή στον κήπο με τον Ταγματάρχη. Βλέπει αν θέλετε ακόμα και γιατί ο λαός αγάπησε την Νταϊάνα, αντιτιθέμενος ίσως έτσι έμμεσα στον Θρόνο. (Η ταύτιση βέβαια του κόσμου με ένα πρόσωπο σαν την Νταϊάνα αποτελεί από μόνο του ένα άλλο συλλογικό ψυχιατρικό case study, και ο πόθος της αυτοδιάθεσης της απεγνωσμένης πριγκίπισσας δεν μοιράζεται τίποτα κοινό με την δική μας ζωή).

Η κύρια εστία της ιστορίας είναι ασφαλώς η Νταϊάνα. Η οποία επίσης χρειάζεται το Παρελθόν (τόσο το προσωπικό της, όσο και το ιστορικό δια μέσω της Άνν Μπόλεϊν) για να σταθεί στο παρόν της, μια σχέση που θα κορυφωθεί στην επίσης εντυπωσιακή σκηνή στο πατρικό της σπίτι, μια σκηνή που τελειοποιεί στο έργο την φαντασματική συνύπαρξη παρόντος/παρελθόντος και αλήθειας/φαντασίωσης.

Οι ερμηνείες είναι συλλήβδην εντυπωσιακές. Ειδική μνεία πρέπει στην Σάλι Χόκινς, η οποία στην αρχική της σκηνή με την Νταϊάνα πραγματοποιεί έναν άθλο υποδήλωσης έρωτα και μια βέβαια στην Στιούαρτ η οποία συλλαμβάνει έξοχα ένα απόλυτα στιλιζαρισμένο, μονοτονικό κράμα νεύρων και αμηχανίας. Ειδικά όμως στην ομιλία της, με την άφοβη υποστήριξη του Λαραΐν, που προς τιμήν του δεν ζητά μια τυπικά συμπαθή ηρωίδα που θα χαριεντίζεται με τον θεατή, κατακτά έναν ρυθμό στην εκφορά και, πρωτίστως, στον τονισμό της, που συνοψίζει τον χαρακτήρα που υποδύεται. Έναν χαρακτήρα που πνίγει τα φωνήεντα όπως ο ίδιος πνίγεται σε ένα άμουσο περιβάλλον (ο Γκρίνγουντ αντιπαραθέτει τέλεια ένα μουμιοποιημένο μπαρόκ με ένα περιηγητικό jazzy τζαμάρισμα), που βιάζει τις γρήγορα ειπωμένες λέξεις σταματώντας πάντα ένα βήμα πριν, λες, έναν γκρεμό που την απειλεί ολόγυρα.

Εξυπηρετικά καλλιγραφημένο στην όψη και ακατάπαυστα διαλεκτικό στο ατελέσφορο πάντρεμα ιδιοσυγκρασιών (όχι κόσμων, αυτοί είναι παρόμοιοι) που περιγράφει, αυτό είναι ένα biopic που αξίζει τον κινηματογραφικό κόπο. Έστω και αν κάποιοι, ίσως κοντόφθαλμα, δεν θα μπορέσουμε ούτε για μια στιγμή να ξεπεράσουμε την αστοχία της επωνυμίας της ηρωίδας. Που όσο χρήσιμη μοιάζει στο έργο, άλλο τόσο δεν μας αφήνει ήσυχους από την πεποίθηση ότι κάποια δραματουργικά διλήμματα πρέπει να διπλοτσεκάρονται αντικριστά σε αυτά των ανθρώπων που ζητάς το εισιτήριό τους.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Spencer
  • Spencer