The Batman - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

The Batman

The Batman

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματ Ριβς
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ματ Ριβς, Πίτερ Κρεγκ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζόι Κράβιτζ, Πολ Ντέινο, Κόλιν Φάρελ, Τζον Τορτούρο
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κρεγκ Φρέιζερ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάικλ Τζιακίνο
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 175
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    The Batman

Για να παραφράσουμε τον Γκάρι Όλντμαν στο φινάλε του «Σκοτεινού Ιππότη», ο Μπάτμαν του Ματ Ριβς δεν είναι ακριβώς ο ήρωας που μας αξίζει, αλλά ίσως είναι εκείνος που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Στο ερώτημα αν χρειαζόμαστε ακόμα έναν Μπάτμαν στη μεγάλη οθόνη, έχει απαντήσει ήδη η αγορά. Παρά την πληθώρα ταινιών του είδους, υπάρχει ακόρεστη δίψα για κόμικ περιπέτειες και δη υπερηρωικές. Ως ένας από τους δημοφιλέστερους τέτοιους, ο Μπάτμαν θα συνεχίσει να προστατεύει τη Γκόθαμ Σίτι στο πανί από κακοποιά στοιχεία. Είναι αναπόφευκτος, σαν τον Θάνο της Marvel. Είναι, επίσης, ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας σε σχέση με τον μέσο υπερήρωα. Παρουσιάζει έντονα στοιχεία κοινωνιοπάθειας, γίνεται εμμονικός, σου δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται λίγες κακές μέρες μακριά από το να βρεθεί κι αυτός έγκλειστος στο άσυλο Άρκαμ, ένα ενδεχόμενο που έχουμε δει να εξερευνάται συχνά από τους κόμικ δημιουργούς. Η υπερδύναμη του, πέρα από τον πλούτο, είναι ο παραγκωνισμός της Καινής Διαθήκης όποτε κρίνεται (και κρίνει) απαραίτητο, όχι, όμως, και η πλήρης περιφρόνησή της – αυτή είναι η υπερδύναμη του Punisher της Marvel. Στις περισσότερες εκδοχές του δεν σκοτώνει τους αντιπάλους του, έναν κανόνα που τηρεί και σ’ αυτή εδώ.

To ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν δίνει κάτι νέο η κατά Ματ Ριβς εκδοχή του ήρωα. Οι παλαιότερες κινηματογραφικές διασκευές έχουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πολύ έντονο το στίγμα του δημιουργού τους. Ο Τιμ Μπάρτον είδε στις περιπέτειες του Μπάτμαν ένα εξπρεσιονιστικό, μπαρτονικό παραμύθι παρεξηγημένων τεράτων, ο Τζόελ Σουμάχερ τις διάβασε σαν ένα camp (και queer) καρτουνίστικο πανηγύρι, ο Νόλαν άντλησε έμπνευση από τους καιρούς του για να εξαπολύσει τις εξεζητημένες πλοκές του και να πειραματιστεί πάνω στην crosscutting αφήγηση σε μεγέθη υπερπαραγωγής, ενώ ο Σνάιντερ γαργάλησε μέσω αυτών τις nerd μυθολογικές ανησυχίες του. Ο Ματ Ριβς, έχοντας ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του ως διασκευαστής υφιστάμενης μυθοπλασίας με ένα ωραιότατο ριμέικ του «Άσε το Κακό να Μπει» και δύο εξαιρετικές καταθέσεις στο franchise του «Πλανήτη των Πιθήκων», είναι, ίσως, ο δημιουργός που τιμά περισσότερο την αίσθηση του κόμικ.

Οι παλαιότερες κινηματογραφικές διασκευές έχουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πολύ έντονο το στίγμα του δημιουργού τους.

Ξεκινώντας με ένα πλάνο παρακολούθησης  - κρατήστε το αυτό για τη συνέχεια - σε μια αρχική σκηνή που όσο περνά η ώρα γίνεται τρομακτική, ο Ριβς συστήνει δύο από τις δευτερεύουσες, πλην έντονες αναφορές της ταινίας του, τα συνωμοσιολογικά θρίλερ αλά ‘70s και το σινεμά ψυχολογικού τρόμου. Είναι η συνέχεια, ωστόσο, με την βραχνή voice-over αφήγηση, τα νοτισμένα καρέ και τα πλάνα εγκληματικής δράσης από το Γκόθαμ, που σε κάνει να νιώθεις ότι ξεφυλλίζεις ένα graphic novel όχι οποιουδήποτε ήρωα, αλλά του συγκεκριμένου. Καθώς η νύχτα πέφτει και το σήμα του Μπάτμαν φωτίζει τον ουρανό, οι εγκληματίες κοιτούν ψηλά και έπειτα σκανάρουν έντρομοι τον περιβάλλοντα χώρο, προσπαθώντας να εντοπίσουν εστίες σκότους, από τις οποίες θα μπορούσε να ξεπηδήσει η τιμωρία τους. Το σκοτάδι δεν είναι σύμμαχος του Μπάτμαν, όπως έλεγε ο Μπέιν του Τομ Χάρντι στο «Dark Knight Rises», το σκοτάδι είναι ο Μπάτμαν. Αν ο Τζεφ Λεμπ, ο Φράνκ Μίλερ και ο Γκραντ Μόρισον παρακολουθούσαν από κάποια γωνιά, είναι σίγουρο ότι θα χειροκροτούσαν.

Μπορεί η δράση της ταινίας και η προσέγγιση των χαρακτήρων να είναι πιο προσγειωμένη, στα χνάρια του νολανικού σύμπαντος, μην γελιέστε, όμως. Το σύμπαν της ταινίας του Ριβς είναι ολωσδιόλου τεχνητό. Κάθε του κάδρο είναι στιλιζαρισμένο, όπως στιλιζαρισμένη είναι και η πρόζα, με τους χαρακτήρες να μιλούν με τον στόμφο και την επιτήδευση του νουάρ – ακριβώς όπως στο κόμικ. Η εικόνα της Γκόθαμ είναι εκείνη της ανέχειας και της δυσπραγίας, παρεμφερής, θα έλεγες,  με τη δυστοπία των «Πιθήκων». Το κιτρινισμένο χρώμα της σήψης μαζί με το μαύρο της νύχτας κυριαρχούν στην παλέτα του έργου, ενώ η βροχή δεν σταματά να πέφτει ποτέ, ένα σημάδι ότι ο Θεός εγκατέλειψε αυτόν τον τόπο και παρέδωσε τα κλειδιά στον «ένοικο του Κάτω Ορόφου» - ένα τέχνασμα που ο Ριβς δανείζεται από το «Seven» του Φίντσερ. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Ριβς θα στήσει μια ίντριγκα αστυνομικού τύπου, με τον ήρωα να φτάνει πάντα καθυστερημένος, μαζεύοντας τα «συντρίμμια» που αφήνει πίσω του ο Γρίφος του Πολ Ντέινο, προσπαθώντας να λύσει τους γρίφους που συνοδεύουν τα πτώματα και ανακαλύπτοντας σιγά σιγά το μέγεθος της διαφθοράς στην αγαπημένη του πόλη. Αν ο Νόλαν έστησε τον κακό του πάνω στη φρέσκια, τότε, ασύμμετρη απειλή της τρομοκρατίας, ευρισκόμενος έτσι σε διάλογο με τους καιρούς του, ο Ριβς βρίσκει στη νέμεση του ήρωα κίνητρα ταξικών απολήξεων, ευρισκόμενος σε… διαχρονικό διάλογο με τους καιρούς του.

Στη διαδρομή του προς τη λύση του μυστηρίου, ο Μπάτμαν θα συναντήσει χαρακτήρες από την πλουσιότατη πινακοθήκη του – δεν υπάρχει άλλη σαν αυτή στα υπερηρωικά κόμικ-, όπως στο «Long Halloween», ενσαρκωμένους από εξαίρετους ηθοποιούς. Μία από αυτούς είναι και η Κατγούμαν της Ζόι Κράβιτζ. Αν εκλάβουμε το φιλμ ως νεο-νουάρ, που έχουμε κάθε λόγο να το κάνουμε, καθώς δανείζεται δομικά στοιχεία του είδους, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η Κατγούμαν είναι η femme fatale του. Είναι τόσο θανατερός ο τόνος, όμως, που, παρά τον σχετικό οπτιμισμό του φινάλε, νιώθεις ότι η πραγματική femme fatale σε αυτό εδώ το νεο-νουάρ είναι η Δικαιοσύνη, η οποία κάνει τον ήρωα να πιστεύει ότι θα θριαμβεύσει, παρασύροντας τον σε ένα οδυνηρό παιχνίδι διαρκών εξαπατήσεων που μόνη κατάληξη μπορεί να έχει τον θάνατό του.

H βροχή δεν σταματά να πέφτει ποτέ, ένα σημάδι ότι ο Θεός εγκατέλειψε αυτόν τον τόπο και παρέδωσε τα κλειδιά στον «ένοικο του Κάτω Ορόφου»

Καλά όλα αυτά, προσθέτουμε στα θετικά στοιχεία της ταινίας και τις εμπνεύσεις του Ριβς σε κάποιες σκηνές δράσης – μια σκηνή ξύλου απέναντι σε οπλισμένους μπράβους που φωτίζεται από τις λάμψεις των πυροβόλων, μια αυτοκινητιστική καταδίωξη ιδωμένη ως επί το πλείστον από το εσωτερικό των αυτοκινήτων και τη θέση των οδηγών-, την ερμηνευτική προσήλωση σύσσωμου του καστ,  αλλά και το καλοδεχούμενα παλιομοδίτικο μουσικό score του Μάικλ Τζιακίνο, που ευτυχώς είναι πιο κοντά στη μελωδικότητα εκείνου του Έλφμαν, παρά στο υποκατάστατο ρυθμού του Χανς Τσίμερ. Η πλοκή της ταινίας, όμως, δεν έχει το δέσιμο και τις ανατροπές των καλύτερων στιγμών του είδους  - δεν αναφερόμαστε στην υπερηρωική περιπέτεια-, ενώ η κάπως πιο συνηθισμένη τελική σεκάνς δράσης ωχριά σαν «θέαμα» τόσο ως προς τα νοσηρά mind games που προηγήθηκαν, όσο και ως προς την αλά «High and Low» διαλογική μονομαχία των δύο ανταγωνιστών μέσα από ένα διαχωριστικό τζάμι.

Ο λόγος που χάνει πόντους η ταινία σε σχέση με τον καλύτερο προκάτοχό της –προς Θεού, όχι εκείνον του Σνάιντερ- αφορά την κατάθεσή της πάνω στον χαρακτήρα. Όχι γιατί είναι προβληματική ή λαθεμένη, αλλά επειδή επί της ουσίας είναι ίδια. Οι αντιδραστικές μέθοδοι του Μπάτμαν γεννούν, όπως στον «Σκοτεινό Ιππότη»,  έναν άλλου τύπο εκδικητή, με μια πιο διαστρεβλωμένη και σαδιστική αίσθηση της δικαιοσύνης, που αποτελεί απλά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, κάτι που ο Ριβς κάνει σαφές με μια σκηνή παρακολούθησης όμοια με την αρχική, αλλά με τον Μπάτμαν αντί για τον Γρίφο στη θέση του παρατηρητή. Στη συνέχεια ο Μπάτμαν αντιλαμβάνεται ότι για να έχει αποτελέσματα η σταυροφορία του πρέπει να αλλάξει ρότα και από αυτόκλητος εκδικητής να γίνει σύμβολο, να λειτουργήσει ως πρότυπο αυτοθυσίας, βοήθειας και αλληλεγγύης. Μα ακριβώς αυτό είναι το ταξίδι που διανύει ο ήρωας και στην τριλογία του Νόλαν. Κι αυτό στα τελευταία λεπτά σε κάνει να νιώθεις ότι βλέπεις ξανά την ίδια ιστορία, αλλά σε μια λιγότερο συναρπαστική εκδοχή της. Η οικονομία δεν είναι από τις αρετές της ταινίας, χωρίς, βέβαια, να είναι και απούσα. Απλά ένα μετριοπαθές «τριμάρισμα» στο δωμάτιο του μοντάζ, θα βοηθούσε περισσότερο (και) τον ρυθμό της.

Ας είναι. Καθώς οι ταινίες και οι σειρές του είδους μοιάζουν τελευταία να ακολουθούν μια συνταγή, όπου η προσθήκη χαρακτήρων και plot points αγαπητών στους φαν λογαριάζεται για δημιουργικότητα, είναι ανακουφιστικό να βλέπεις μια ταινία με χαρακτήρα, συγκροτημένο όραμα και μέριμνα ως προς την κατασκευή της και τη δραματουργία της. Για να παραφράσουμε τον Γκάρι Όλντμαν στο φινάλε του «Σκοτεινού Ιππότη», ο Μπάτμαν του Ματ Ριβς δεν είναι ακριβώς ο ήρωας που μας αξίζει, αλλά ίσως είναι εκείνος που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή. 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • The Batman
  • The Batman