Ο Κακός Ηθοποιός
Un Actor Malo

Στην διάρκεια μιας κινηματογραφικής ερωτικής σκηνής, η Σάντρα ισχυρίζεται ότι βιάστηκε από τον συμπρωταγωνιστή της, Ντάνιελ. Εκείνος το αρνείται, αυτή επιμένει. Οι ζωές τους έχουν ήδη αλλάξει για πάντα. Ταινία-Βεζούβιος πραγματικός, στην καρδιά επίκαιρων συζητήσεων, η οποία αργά ή γρήγορα θα δουλέψει από στόμα σε στόμα και θα ακούσουμε παντού και από τους πάντες για αυτήν.
Τι είναι βιασμός; Συνέβη βιασμός στην ταινία; Υπάρχουν «διαβαθμίσεις» βιασμών; Κι αν τελικά υπάρχει κακοποίηση, τότε ποιες (οφείλουν να) είναι οι αναλογικές συνέπειες για τον θύτη; Ποιος ο ρόλος της συγχώρεσης; Ή μήπως, μακριά από «οφείλουν να», «διαβαθμίσεις» και «αναλογικές», η κακοποίηση είναι κακοποίηση, η τιμωρία μία κι η συγχώρεση καμμία;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, ερωτήματα που θα δημιουργήσουν επιτέλους ξανά πηγαδάκια ανθρώπων που θα συζητούν με αφορμή το σινεμά, δεν αρμόζουν σε μια κριτική. Στο κάτω-κάτω κάθε έργο οφείλει να βλέπεται «παρθένα» από τον θεατή του. Ένα έργο σαν και τούτο, ακόμα περισσότερο. Οι ενδιαφερόμενοι θεατές συζητούν με τις κριτικές των ταινιών μετά τη θέαση.
...είναι τέτοια η ένταση του θέματος εδώ που ξεχνάς τη φόρμα και παρακολουθείς τον διάλογο, την ψυχολογία και τις συνέπειες των τεκταινομένων
Σύντομα και γλυκά λοιπόν, η ταινία του Πορτορικανού Χόρχε Κουτσί έχει προτερήματα. Είναι λεπτή και σαφής ως προς το τι έχει γίνει, σε μια σκηνή μάλιστα το λέει ανοιχτά, έχοντας όμως την ευφυΐα να γεννήσει άλλες συζητήσεις. Είναι λεπτομερώς διαδικασιακή (όχι διαδικαστική), έστω κι αν σε κάποιες στιγμές συγχέει το αργό τέμπο και την επανάληψη με την εμβάθυνση.
Είναι επίσης υποδειγματική στην αυστηρή σκηνοθετική εξυπηρέτηση ενός σεναρίου. Οι χώροι πρακτικά είναι δύο, ο φακός βρίσκεται κοντά στο πρόσωπο, η κάμερα ακολουθεί το «εγχειρίδιο» ούσα πολύ συχνά στον ώμο. Προσωπικά δεν είμαι υπέρμαχος της αισθητικής αυτής, παρεκτός ελαχίστων περιστάσεων οργανικής πλέξης με την καρδιά ιστορίας/χαρακτήρων. Ειδάλλως την προτιμώ δοσομετρημένη την χρήση της. Ωστόσο είναι τέτοια η ένταση του θέματος εδώ που ξεχνάς τη φόρμα και παρακολουθείς τον διάλογο, την ψυχολογία και τις συνέπειες των τεκταινομένων.
Κάποιες λεπτομέρειές της μοιάζουν απολύτως σταθμισμένες και περιπλέκουν επικίνδυνα τις παρτίδες των ευθυνών – χωρίς ωστόσο να υπάρχει αμφιβολία ως προς τον πρωταρχικό φταίχτη. Έτσι, μια κουβέντα θα μετατεθεί στο ερώτημα της δικαιοσύνης, της Δικαιοσύνης (δηλαδή των συνεπειών και της ποινής) αλλά και, ίσως ακόμα πιο ενδιαφέροντα, στις πτυχώσεις των χαρακτήρων, στην ερμηνεία αυτού που έχει το δίκιο με το μέρος του. Αυτό το τελευταίο είναι για αφ’ ότου δείτε την ταινία. Τονικά, τέλος, υπάρχει μια σαφής ανισορροπία στο κλείσιμο της 3ης πράξης, που αναπόφευκτα κάποιοι θα δουν σαν αδυναμία και κάποιοι θα αντιμετωπίσουμε σαν μια ενσυνείδητη συμβολική μεταγραφή μιας ούτως ή άλλως υστερικής πραγματικότητας.
Μετά το τέλος της ταινίας οι πιο πολλοί, δικαιολογημένα, θα συζητήσουν την πλοκή, θα καταμερίσουν αθωότητα κι ενοχή, θα θυμώσουν ίσως κιόλας – καθείς για τους λόγους του. Οι υπόλοιποι όμως θα απολαύσουν κουβέντα. Όχι για την πλοκή καθαυτή, αλλά για τα κίνητρα των δημιουργών πίσω από επιλογές τους, για εκείνες τις κλωστές που ξεφεύγουν στο ξήλωμα της ανάγνωσης των σημείων της ταινίας, κάποιων εσκεμμένων, ακόμα και περίτεχνων (αν όχι εντελώς σαρδόνιων) επιλογών, οι οποίες χωρίς να την κάνουν καμμιά μεγάλη ταινία, την κάνουν σίγουρα μια ταινία που η εποχή μας χρειαζόταν.