Λυκάνθρωπος
Wolf Man

Μια οικογένεια θα ταξιδέψει από την πόλη σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση ενός δασικού πουθενά, εκεί όπου θα δεχτεί επίθεση από ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα.
Εξαιρετικά generic ξεκίνημα για ταινία τρόμου θα πει κανείς και θα έχει δίκιο, μιας που το «Wolf Man» του Λι Γουανέλ, σκηνοθέτη των «Ο Αόρατος Άνθρωπος» και «Upgrade» - αμφότερα καλά – επιχειρεί εδώ μια νεωτεριστική προσέγγιση στον λυκανθρωπικό μύθο, που όμως αδυνατεί να συλλάβει πλήρως τόσο τις γενεσιουργές αιτίες, όσο και τους λόγους ύπαρξης του, ίσως, πιο παρεξηγημένου κινηματογραφικού τέρατος.
Ο Μπλέικ (Άμποτ) αντιμετωπίζει προβλήματα με τη σύζυγό του Σάρλοτ (Γκάρνερ) με την οποία έχουν πλέον αποξενωθεί. Σε μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της σχέσης τους, της προτείνει να επισκεφτούν το πατρικό του, μαζί με την κόρη τους Τζίντζερ (Φέρθ), προκειμένου να περάσουν λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί σαν οικογένεια. Η έλευσή τους θα μετατραπεί σε αγώνα για επιβίωση, όταν το αυτοκίνητό τους βγει εκτός πορείας και έρθουν αντιμέτωποι με τον απόλυτο τρόμο που ελλοχεύει στα σκοτάδια του δάσους. Η κατάσταση θα χειροτερέψει απότομα όταν ο Μπλέικ συνειδητοποιήσει πως έχει τραυματιστεί σοβαρά από ένα αγνώστου ταυτότητας ζώο.
Ο λυκάνθρωπος στο σινεμά έχει βρεθεί, ουκ ολίγες φορές, ανά τα χρόνια είτε εξαιρετικά εκτεθειμένος στις ορέξεις της κινηματογραφικής μόδας, όπως συνέβη με την ατυχή ταινία του Τζο Τζόνστον το 2010 και τον Μπενίσιο ντελ Τόρο στον ομώνυμο ρόλο, είτε σε παρουσία δευτεραγωνιστή villain, αντιμέτωπος συνήθως με τον αιώνιο εχθρό του, τον πολύ πιο κοσμοπολίτη και ευπαρουσίαστο βρικόλακα.
Ακόμα και στο franchise της Universal Classic Monsters ο λυκάνθρωπος του Λον Τσάνεϊ Τζ. («The Wolf Man», του 1941) υπήρξε στην καλύτερη δισδιάστατος, ένας χαρακτήρας δίχως βάθος, που τυγχάνει να δαγκωθεί από άλλον λυκάνθρωπο και να γίνει τελικά και ο ίδιος. Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα αποτελεί το «Wolf» με τον Τζακ Νίκολσον, εκεί ο Μάικ Νίκολς προσπάθησε να κάνει κάτι διαφορετικό (μεταξύ άλλων, ένα ρομάντζο με δόσεις μαύρου χιούμορ), δανειζόμενος ψήγματα από το μυθώδες σύμπαν του λυκανθρώπου προκειμένου να στήσει (και) μια σάτιρα για τον αδηφάγο κόσμο των εκδοτικών οίκων.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Ο Λι Γουανέλ που μετρά περγαμηνές ως σεναριογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης, κατασκευάζει μια ταινία για το γενεαλογικό τραύμα που καμουφλάρεται πίσω από επιμηκυμένους κυνόδοντες και έξτρα στρώμα τρίχας, προκειμένου να καταστήσει σαφές πως το γονεϊκό βάρος μετατίθεται από γενιά σε γενιά σαν κληρονομική ασθένεια, ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας γραμμένης μοίρας.
Το σκεπτικό είναι λειτουργικό και η επιλογή του λυκανθρώπου ως σύμβολο πάλης με τον εαυτό μας και τα τραύματα του μεγαλώματός μας, βγάζει νόημα. Το θέμα είναι πως το σενάριο παραμένει ατελές τόσο ως προς το σχεσιακό παρασκήνιο του ζευγαριού, όσο και ως προς τη σχέση πατέρα-γιου στην αρχή, με αποτέλεσμα ο χαρακτήρας του Μπλέικ να απαιτείται να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και του παρόντος, βασισμένος σε μια σχηματική και πρόχειρη ιδέα περί γονικής και συντροφικής σχέσης.
Ο Άμποτ είναι καλός ηθοποιός, όμως έχει δύσκολη δουλειά εδώ ελλείψει καλοδουλεμένου υποβάθρου, παρόλα αυτά φέρνει εις πέρας αποτελεσματικά τον ρόλο του, αυτόν του προστάτη-πατέρα και προστάτη-συζύγου που έρχεται αντιμέτωπος με το τέρας μέσα του, προκειμένου να κρατήσει την οικογένειά του ασφαλή.
Σκηνοθετικά η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα επιτυγχάνεται, αν και η, ανά στιγμές, πολύ σκοτεινή εικόνα δημιουργεί προβλήματα στην κατανόηση των χώρων, το δε τρικ της εναλλαγής οπτικής από άνθρωπο σε λυκάνθρωπο είναι ενδιαφέρον, παρά το γεγονός πως η κατάχρησή του το καθιστά προοδευτικά προβλέψιμο. Στα θετικά μπαίνει και η μεταμόρφωση του λυκανθρώπου με τη χρήση πρακτικών εφέ (διόλου δεδομένο), που μπορεί να μη φτάνει το εξαίσιο επίπεδο της δουλειάς του Ρικ Μπέικερ στο «Ένας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο» του Τζον Λάντις, διατηρεί όμως σεβαστικά την ταυτότητα του χαρακτήρα ακόμη και μετά την αλλαγή του.
Το «Wolf Man» είναι ένα βήμα πίσω για τον Γουανέλ, κι ας βρήκε χώρο εδώ για ένα inside joke κλείσιμο ματιού στην πρώτη ταινία του «Saw» στην οποία υπήρξε συν-σεναριογράφος του Τζέιμς Γουάν. Πρόκειται ουσιαστικά για μια οικογενειακή ιστορία με φόντο έναν μύθο, που με ένα πιο πλούσιο σενάριο, θα απέδιδε πολύ καλύτερα σε επίπεδο horror δράματος.