Ηλίας Λογοθέτης (1939-2024): Η γοητεία του (ανεκτίμητου) χαρίσματος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:00
29/2

Ηλίας Λογοθέτης (1939-2024): Η γοητεία του (ανεκτίμητου) χαρίσματος

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί, ο Ηλίας Λογοθέτης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ας είναι και τούτη μια από τις σπάνιες φορές που το «σκληρό» βιογραφικό δεν χρειάζεται να είναι προτεραιότητα. Θα το βρείτε διάχυτο αλλού, άλλωστε αν έχεις δει τον Ηλία Λογοθέτη, τολμώ να πω σε οποιονδήποτε από τους πάμπολλους ρόλους του σε κινηματογράφο, θέατρο, τηλεόραση, μικρού μήκους παραγωγές – ακόμα και συνεντεύξεις – πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα περιορισμένης ευαισθησίας για να αποτύχει να εννοήσει την διαφορετικότητά του.

Ας πω μονάχα, για την πραγματολογία της υπόθεσης ότι ο Λογοθέτης τελείωσε την σχολή του Κουν στο Θέατρο Τέχνης, μέλος μιας εκλεκτής γενιάς συναδέλφων του – να νωρίτερα στο έτος αποχαιρετίσαμε τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Κι έλαβε μέρος σε παραστάσεις που η γενιά του απόλαυσε και μας τις άφησε σαν κάτι να ζηλεύουμε που δεν είδαμε – σε Αριστοφάνη κυρίως.

Από την άλλη, η προσωπική σύνδεση που θα χρειαστεί να μου επιτρέψετε, ο Λογοθέτης μπήκε στον κινηματογράφο με την θρυλική «Βαβυλωνία» (1970) του Γιώργου Διζικιρίκη, μια ταινία που έμελλε να έχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή μου και λόγω της αναγνωρισμένης (ίσως όχι επαρκώς) αξίας της και λόγω του ότι ο θείος μου, Τάκης Βενετσανάκος, ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας της. Το στόμα του «κολλούσε» όταν μίλαγε για τον Λογοθέτη.

Από μια πλευρά ο εκλιπών είναι αυτό που μεταφράζουμε από τα αγγλικά ως «επίκτητο γούστο». Επ’ ουδενί υλικό φωτογενούς σταρ πρωταγωνιστικών ρόλων – από μια πλευρά θα τον απογοήτευε τέτοια κοινοτοπία – ο Λογοθέτης είχε στα αξέχαστα μπλε μάτια του και στην διατρητική φωνή του (ναι, και στην επτανήσια μούρλα του) έναν συνδυασμό μοναδικό. Με το τραγουδιστό, νησιώτικο τέμπο του, την κελαρυστή, εκπληκτικής άρθρωσης, εκφορά του λόγου, την σπάνια ικανότητα να επισπεύδει και να επιβραδύνει κατά βούληση το τέμπο της ομιλίας του, ο Λογοθέτης έκανε κάθε ατάκα αξιομνημόνευτη. Αν είχε γεννηθεί νωρίτερα, λίγο πριν την «χρυσή εποχή» του ελληνικού σινεμά, με τους μεγαλειώδεις κειμενογράφους της, θα είχε έναν σταρ πρώτου μεγέθους, ανάλογο του Λογοθετίδη ίσως. Όπως σύμπτωση είναι βέβαια ότι ένας άνθρωπος με τέτοια ικανότητα στην εκφορά του λόγου είχε το ανάλογο επώνυμο.

Βρήκε τις ευκαιρίες; Και ναι και όχι. Ναι γιατί ο καθένας θα έχει κινηματογραφικές, θεατρικές, επιθεωρησιακές παρουσίες να θυμάται. Όχι γιατί πλην ελαχίστων περιπτώσεων δεν ήταν ανάλογες της ευφυίας του – κατά συνέπειας και της ικανότητάς του να στεριώνει τις φράσεις στην μνήμη σου. Μπορούσε βέβαια, κατά συρροήν, ακόμα και σε 1-2 επιθεωρήσεις που τον θυμάμαι, από εκείνες της αριστοφανικού τύπου σάτιρας, μείον το βεληνεκές όμως, να συνυπάρχει με μεγάλα ταλέντα του είδους, να τους πασάρει, να τους στηρίζει, αλλά και να καταφέρνει με το αγέλαστο (deadpan) του μεγάλου κωμικού που σε καταστρέφει στο γέλιο, να παίρνει τις εντυπώσεις.

Έπαιξε αναπόφευκτα και σε βιντεοταινίες της σαθρής εποχής, του Μπακοδήμου, του Ευστρατιάδη, του Μαρκίδη, του Καπώνη (ξανά με φωτογράφο τον Βενετσανάκο, ενίοτε…), ακόμα και του Σακελλάριου, η απίστευτη κι αληθινή μετουσίωση της «χρυσής εποχής» που κάποιος γνώστης κάποτε θα αναλύσει ταινία-ταινία και θα τον διαβάσουμε με ενδιαφέρον.

Προηγούμενα – και συχνά ταυτόχρονα με τις βιντεοταινίες – υπήρχαν και οι επαφές με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, οι «Μεταμορφώσεις» του Κοκκόλη, με την soft τσοντοπλευρά του (Γκιζέλα Ντάλι εορτασμός), με τον Θανάση Βέγγο (ο οποίος τον θαύμαζε απόλυτα τον Λογοθέτη), με το Θέατρο της Δευτέρας που λατρεύαμε κάποιοι μικροί, αργότερα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο τα τοπία στην ομίχλη και τα μετέωρα βήματα με τις ιστορικές ατάκες μεθορίων, με τον Χάρρυ Κλυνν στο αγαπημένο «Made in Greece» (αργότερα και στο «Και Πάσης Ελλάδος»), ενώ δεν έλειψαν και οι «άλλες» επιλογές, καθώς ο Λογοθέτης ήταν περιζήτητος πέραν πάσης αμφιβολίας, με τα «Παιδιά της Χελιδόνας» του Βρεττάκου ή με την έλευση του ’90 με τις ποιοτικές (εκτός εισαγωγικών) πρώτες παραγωγές της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Υπήρξε έξοχος Βιζυηνός στο «Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» του Λάκη Παπαστάθη. Συνεργάστηκε με τον Ινδαρέ στον «Τσαλαπετεινό του Γουαϊόμινγκ», με τον Νίκο Ζερβό δις, με τον Περάκη στο «Άρπα Colla», με τον Πανουσόπουλο στην «Ελεύθερη Κατάδυση», με τον Μεσθεναίο στο ιστορικό «Μινόρε της Αυγής», ο κατάλογος είναι μακρύς, μακρύτατος. Α, και κάτι ακόμα, τραγουδούσε υπέροχα. Και πάλι ερμηνεύοντας, πάντα με μια χιουμοριστική υπογράμμιση.

Τι μένει; Οπωσδήποτε μια στυφή επίγευση ενός ταλέντου και μιας πνευματικής ερμηνευτικής ικανότητας που δεν βρέθηκε στο περιβάλλον που θα την αναδείκνυε στο πραγματικό της μέγεθος. Από μια πλευρά αυτή η πίκρα, σε κάποιους από εμάς τουλάχιστον, δεν φεύγει. Από την άλλη…ευτυχώς επτανήσιος. Εκείνος θα ήξερε, οι δικοί του θα ήξεραν, πώς κατάφερε να χωρέσει, πόσο αδιαμαρτύρητα μπορεί να συνέβη αυτό (οι ευφυείς άνθρωποι το καταφέρνουν και δεν παίρνεις μυρωδιά), πώς άντεχε να υπολείπεται το υλικό κι αυτός να το ανελκύει.

Θα λείπει ο Ηλίας Λογοθέτης. Θα λείπει αυτή τη διάτρηση, αυτό το άφοβο που είχε, αυτή η τρέλα δίχως μορφές της οποίας δεν εννοείται άνθρωπος του πνεύματος. Έκανε το βήμα, είναι πια αλλού, εκείνο κερδίζει από την παρουσία του πλέον.