Γενέθλια για την οσκαρούχο «ανέκαθεν» ηθοποιό, που στα 58 της σήμερα κοντεύει πέντε δεκαετίες μπροστά στον φακό
Παιδί κινηματογραφικού ζεύγους, του Μπρους Ντερν και της Νταϊάν Λαντ, η Ντερν τους παράκουσε και τους δύο παίρνοντας μαθήματα Μεθόδου στο Actors Studio και παλεύοντας από νωρίς για να εργάζεται, παρότι ανήλικη ακόμα, σαν ενήλικος στα πλατώ. Ήταν το κοριτσάκι δίπλα στη μαμά της στο «Η Αλίκη δεν Μένει Πια Εδώ» του Σκορσέζε και από την δεκαετία του ’80, αρχής γενομένης από τις «Αλεπουδίτσες», το ντεμπούτο του Άντριαν Λάιν, είναι συστηματικά κοντά μας. Εκεί, στις «Αλεπουδίτσες» είχε αρχηγό της την Τζόντι Φόστερ μάλιστα, πέντε χρόνια μεγαλύτερή της, που στο casting της «Σιωπής των Αμνών» θα της έπαιρνε τον ρόλο.
Το ‘80 της Λόρα Ντερν είναι θρυλικό για όσους μεγάλωναν τότε, λόγω βέβαια του «Μπλε Βελούδου», της πρώτης της συνεργασία με τον Ντέιβιντ Λιντς, του ανθρώπου στον οποίον οφείλει, κατά τον υπογράφοντα, το ζενίθ της κινηματογραφικής της παρουσίας. Βέβαια οι τιμές και τα βραβεία της, που δεν είναι καθόλου ολιγάριθμα, δεν ήρθαν ποτέ στη συνεργασία της μαζί του, οπότε οι απόψεις διίστανται…
Ξημερώνοντας το ’90 είναι η Λούλα στην «Ατίθαση Καρδιά» του Λιντς, δίπλα στον Νίκολας Κέιτζ, ταινία, ζευγάρι και κινηματογραφικός έρωτας για βάθρο, η κριτική δεν πολυσυμφώνησε πάντως, κακό δικό της. Την αμέσως επόμενη χρονιά συμβαίνει το «Σκάνδαλο στην Μικρή Πόλη», μια μικρή έκπληξη, ξεχασμένη σήμερα, που φέρνει μαμά και κόρη στα Όσκαρ, την πρώτη στον υποστηρικτικό ρόλο και την Λόρα στην πρώτη της, από τρεις, υποψηφιότητες για Όσκαρ, την μόνη της για Πρώτο Ρόλο.
Άμεσα, Σπίλμπεργκ και Ίστγουντ την θέλουν, κι έτσι το ’93 συμβαίνει μια αμφίσημη εξέλιξη: Παίζει στο «Τζουράσικ Παρκ» και τον «Τέλειο Κόσμο» των δύο δημιουργών αντίστοιχα, αποκόμιζες όμως τότε μια αίσθηση ότι το προφανώς περιζήτητο μεταμορφωνόταν αμέσως και σε «υποστηρικτικό», όχι ιδιαίτερα περιεκτικό ερμηνευτικά προφίλ. Πιο απλά, και στις δύο ταινίες η Ντερν δεν έμοιαζε πρώτης τάξης υλικό, οι ρόλοι της θα μπορούσαν άνετα να παιχτούν κι από άλλη, λιγότερο ανερχόμενη ηθοποιό.
Και κάπου εδώ ξεκινά μια μακρά παράξενη περίοδος. Στην οποία δουλεύει ακατάπαυστα, δεν υπάρχει αμφιβολία για τις ικανότητές της (ενδεικτικά έχει 5 Χρυσές Σφαίρες, όλες πλην μιας για την τηλεόραση, ένα Έμμυ - από 8 υποψηφιότητες!), αλλά ποτέ δεν την φαντάζεσαι πρώτο κινηματογραφικό όνομα. Οι σκηνοθέτες την ζητούν (Πέιν – «Πολίτης Ρουθ», Όλτμαν «Ο Δρ. Τ και οι Γυναίκες»), παίζει στη «Νοβοκαΐνη», το ωραίο «October Sky» δίπλα στον νεανία Τζέικ Τζίλενχααλ, είναι στο «όνειδος» του «I am Sam» κοντά στον Σον Πεν και την Μισέλ Φάιφερ, είναι μία στο κουαρτέτο του συμπαθέστατου «Δε Μένουμε πια Εδώ». Και τότε, ξαφνικά, το 2006 συμβαίνει το «Inland Empire».
Αν όχι η κορυφαία, οπωσδήποτε η τολμηρότερη και διεισδυτικότερη ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, έχει το πρόσωπό της γραμμένο σε κάθε πλάνο της, σε μια ερμηνεία βαρύτιμη, πλημμυρισμένη από το θάρρος και την συγκεντρωμένη από χρόνια καλλιτεχνική έκρηξη. Η Ντερν είναι συναρπαστική και ατρόμητη σε βαθμό που διερωτάσαι πώς και δεν συγκαταλέγεται στις 100 γυναικείες ερμηνείες της Ιστορίας – μετά θυμάσαι το έργο και καταλαβαίνεις βέβαια γιατί, αλλά το φύλλο αγώνα έχει υπογραφεί. Φυσικά δεν άνοιξαν ακριβώς οι πόρτες μετά, εδώ ο ίδιος ο Λιντς σχεδόν καθιστούσε σαφές ότι δύσκολα θα επιχειρούσε ξανά στο σινεμά (Ισχύει. Δεκάδες μικροπράγματα έκτοτε, ένα τηλεοπτικό μνημείο, αλλά ταινία τελικά όχι).
Και μετά από αυτό το ηφαίστειο; Την είδε κανείς; Την ζήτησε κανείς; Υπήρξε ένα κάποιο στοιχειωδώς αναλογικό momentum; Ναι, δύο μετριότητες και το…«Little Fockers». Να έφταιγε που το #metoo αργούσε και οι ρόλοι ήταν αραιοί, να φταίει κάτι στην ίδια;
Ο Πολ Τόμας Άντερσον την ήθελε για υποστηρικτικό ρόλο στο «Master», λες άρχισε ελπιδοφόρα η δεκαετία του ’10, αλλά πάλι περιμένει άλλα τέσσερα χρόνια για έναν δεύτερο ρόλο στο πεντάγλυκο «Λάθος Αστέρι», αλλά και δύο καλύτερους ρόλους στα «99 Σπίτια» και την «Άγρια», στην οποία και η Ντερν δίνει ρέστα και φτάνει στην δεύτερή της οσκαρική υποψηφιότητα. Το 2016 η τύχη της (και οι καιροί) αρχίζουν να παίρνουν μπροστά και επιλαμβάνονται Κέλι Ράιχαρντ («Κάποιες Γυναίκες») και Τζον Λι Χάνκοκ («The Founder») για δύο ακόμα ρόλους «είμαι πάντα εδώ», ενώ το 2017 είναι ξανά ο Αλεξάντερ Πέιν στον αδίκως σφαγιασθέντα «Μικρόσκοσμο», είναι ο Λιντς με το ύστερο «Twin Peaks», το δημοφιλέστατο «Big Little Lies» του Ζαν-Μαρκ Βαλέ και είναι και η… Αυτοκρατορία στους «Τελευταίους Τζεντάι». Η Ντερν είναι επισήμως ξανά πρώτη λίστα, όχι πρωταγωνίστρια, αλλά πρώτη γραμμή.
Σε επίρρωση αυτού, το 2019 είναι χρονιά θριάμβου και σημειώνει το ακαδημαϊκό της ζενίθ. Από τη μια οι «Μικρές Κυρίες» της Γκέργουιγκ και από την άλλη η «Ιστορία Γάμου» του Μπάουμπακ, νάσου η Ντερν προτεζέ του καυτού ζεύγους του mainstream αμερικανικού ανεξάρτητου. Ο ρόλος στην ταινία του Μπάουμπακ θα φέρει αναρίθμητες περγαμηνές από όλες τις πλευρές και θα της δώσει και το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. Με την ηρεμία της απόστασης, και παρότι η Ντερν είναι σε δεδομένα θεαματική αλλαγή 180 μοιρών, είναι ο συμβολισμός του ρόλου που παίρνει το Όσκαρ και όχι η επιδερμικότητά του, που ζητούσε μοναχά ένα επιδεικτικό tour de force από την ηθοποιό του.
Να είναι γερή, να έχει και λίγη τύχη, έχει όλο τον καιρό και όλα τα μπαγκάζια για ακόμα μεγαλύτερες δάφνες στο μέλλον.