Ο «γαλαζοαίματος» Λουκίνο Βισκόντι - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:00
2/11

Ο «γαλαζοαίματος» Λουκίνο Βισκόντι

Στην εποχή που η Ιταλία έκανε μάλλον το καλύτερο σινεμά στην Ευρώπη, ο Λουκίνο Βισκόντι διέπραττε μεγαλεπήβολα έργα τεράστιας έκτασης και σπαρακτικής έντασης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Για τον Βισκόντι που γεννήθηκε σαν σήμερα, όσο φανατισμένος και να δηλώνει ο υπογράφων (που δηλώνει πολύ) δεν μπορείς να το υπερβάλλεις. Καλλιτέχνης με κάππα κεφαλαίο, σχισμένος στα δύο από πλήθος αντιφάσεων (κομμουνιστής αλλά γαλαζοαίματος γόνος παλαιότατης οικογένειας, λάτρης των γυναικών αλλά ομοφυλόφιλος, αριστοκράτης της ιταλικής όπερας και των Γερμανών λογοτεχνών αλλά νεορεαλιστής ως το μεδούλι), λίγο ταλέντο να διέθετε το έργο του θα ήταν ενδιαφέρον, είχε όμως τελικά πολύ και βγήκε μνημειώδες.

Ντεμπούτο το '43 με τον ιταλικό «Ταχυδρόμο (που) Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές» («Ossessione») κι επίσημη έναρξη του νεορεαλιστικού ρεύματος για να 'μαστε σωστοί (παρολίγο να ξεκινούσε και το φιλμ νουάρ...). Πέντε ολόκληρα χρόνια μετά γυρίζει το «Η Γη Τρέμει» και κάνει το συνταρακτικοτερο λαϊκό έργο που έγινε ποτέ με ερασιτέχνες ηθοποιούς κάτι Σικελούς ψαράδες. «Μπελίσιμα» εν συνεχεία, νεορεαλισμός ξανά αυτή τη φορά με «παπική» σφραγίδα Τσέζαρε Τσαβατίνι στο σενάριο, «Senso» το '54 και πρώτη επίσκεψη στην αγαπημένη του όπερα (και ο διχασμός του αρχίζει). Ταινίες με τέτοιο χρώμα ζήτημα να 'ναι άλλες δέκα (οι δυο άλλες είναι πάλι δικές του) στην ιστορία, έχει γεράσει ωστόσο, εκτιμώ, ελαφρώς αφηγηματικά. Κουβέντα να γίνεται.

«Λευκές Νύχτες» μετά με τον Μαστρογιάννι, άριστο και άρρωστο μαζί (βασισμένο στον Ντοστογιέφσκι), ενώ το 1960 είναι η χρονιά του «Ρόκκο» και των αδελφών του, τι να πρωτοπεις για τούτο, μελόδραμα ολκής και νεορεαλισμός με τέτοια αρχοντιά δεν υπάρχουν στα τεφτέρια. Το 1963 είναι η χρονιά του «Γατόπαρδου», ηγεμονικός, θλιμμένος Μπαρτ Λάνκαστερ στο κέντρο, Κόπολα/Σκορσέζε θα 'διναν το μάτι τους να το έχουν γυρίσει (το μιμήθηκαν ωστόσο και οι δύο), τρίωρο αριστοκρατικό έπος για την πτώση της τάξης του, για την θλίψη της πτώσης αυτής αλλά και για την πρυτανεία της ιδεολογίας που ήθελε να σώσει τον κόσμο.

Το '67 Καμύ και «Ξένος», με ιδεώδη Μαστρογιάννι ξανά στο προσκήνιο, είναι πολύ προβληματικό έργο κι αυτό είναι μέρος της γοητείας και της τέχνης του, όπως διαβάζεις Καμύ έτσι το παρακολουθείς (δύσκολα αλλά επιβραβευτικά). Οι «Καταραμένοι» το '69, ίσως το πιο αδύναμό του, φαντάσου, αλλά πάλι δεν το χορταίνεις, ενώ το 1971 φτάνει στον για πολλούς ορισμό της τέχνης του, και οπωσδήποτε στην αρμονική, πολλά υποσχόμενη στιγμή που συναντά τον Τόμας Μαν και την βυθιζόμενη Βενετία του, το σύμβολο ενός κόσμου που έχει έρθει η λυπητερή ώρα της αντικατάστασής του. «Θάνατος στη Βενετία» και ο Βισκόντι συναντά όλα του τα φαντάσματα με διαύγεια καλλιτέχνη, με αποκαλυπτικό θάρρος αλλά και ένταση παρηκμασμένου αριστκρατισμού, του τύπου εδώ χάνονται όλα μπροστά στα μάτια μας, ας ξαπλώσουμε σ' ένα ανάκλιντρο να το απολαύσουμε. Και να πεθάνουμε.

Mετά (1972) κάνει τον 4ωρο «Λούντβιχ», ίσως και ο τελευταίος ρόγχος του ευρωπαϊκού σινεμά όπως το γνωρίζουμε από τότε. Από μια πλευρά, βροντερή, βαρετή αποτυχία. Απ' την άλλη το πιο εστετίστικο, το πιο ντελιριακό, το πιο μυθοποιητικά βαγκνερικό και ύπουλα μαρξιστικά αποδομητικό «τέρας» που θα μπορούσε να γεννήσει σκηνοθέτη νους. Δίπλα στο «Αποκάλυψη Τώρα» ή το «Φιτζγκαράλντο» του Χέρτζογκ, αυτό είναι έναν εντελώς αυθάδες ΕΙΔΟΣ σινεμά (αυτό που το κάνεις και αλλάζεις άρδην ή πεθαίνεις - εδώ ο Βισκόντι έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό). Δεν «επιτρέπονται» πια ταινίες σαν αυτές. Δυο χρόνια μετά, η «Γοητεία της Αμαρτίας» και πάλι συνεργασία με τον Μπαρτ Λανκάστερ και το 1976, καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα πια, κάνει τον «Αθώο» με τον Τζιανίνι και την Λάουρα Αντονέλι, ένα κόσμημα, ίσως ελαφρώς θαμπό, αλλά για τα βισκοντικά καράτια και μόνο...

Δεν θα τον δει ποτέ στην αίθουσα. Δύο μήνες πριν την έξοδο της ταινίας, τον Μάρτιο του '76, το μοιραίο εγκεφαλικό σκοτώνει τον Λομβαρδό πρίγκιπα. Από τη μεριά του, η οικογένεια του 13ου αιώνα σταματούσε εδώ.