Καληνύχτα Μόνικα Βίτι: Έφυγε η originale Μόνικα του παγκόσμιου κινηματογράφου (1931-2022) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
16:49
2/2

Καληνύχτα Μόνικα Βίτι: Έφυγε η originale Μόνικα του παγκόσμιου κινηματογράφου (1931-2022)

Μελαγχολική μέρα για τους θαυμαστές του μοντερνισμού του '60, για τον οποίον η απελθούσα υπήρξε ιέρεια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι μια χρονιά που δείχνει τα δόντια της και σε πολύ νεότερους της πλήρους ημερών πριγκίπισσας του ιταλικού μοντερνισμού της δεκαετίας του '60. Η Μαρία Λουίζα Τσετσιαρέλι, που ευλόγως έγινε σύντομα Μόνικα Βίτι, ήταν πριν, πέρα και πάνω απ' όλα η «Περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Προϊόν μεν της πνευματικής/αισθητικής περιπέτειας του Ιταλού, αδιανόητο δε να συλληφθεί και εννοηθεί η αξεπέραστη δημιουργία του 1960 δίχως αυτήν. Μαζί με την «Περιπέτεια» υπήρξε και μια περιπέτεια ερωτική ανάμεσα στους δύο, που ουδόλως εμπόδισε τον Αντονιόνι να την κινηματογραφήσει πιο αποστασιοποιημένα απ' όσο είχε κινηματογραφηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο στην ως τότε ιστορία του Κινηματογράφου. Και ίσως ισχύει έως σήμερα αυτό.

Βέβαια χρειαζόταν ένα ερμηνευτικό διαμέτρημα και μια αύρα που η Βίτι τα είχε σε έναν βαθμό που «γύριζε κεφάλια». Ίσως γιατί τα κατάξανθα μαλλιά της και το γήινο πρόσωπο δεν προϊδέαζαν για μια τόσο σιδερένια απόσταση από τον ψυχολογισμό - που ίσως μόνο η Κατρίν Ντενέβ κατάφερε έκτοτε. Η Βίτι στην «Περιπέτεια» είναι τέλεια απροσπέλαστη, τέλεια απούσα, τέλεια τελεία. Στο πρόσωπό της το «cool» απέκτησε κύρος ουσιωδέστερο από κάθε ανδρική εκδοχή του, έστω και αν δεν περιέχει τίποτε το διασκεδαστικό, το ζωηρό, το ανθρώπινα αξιομίμητο. Προσωποποίησε το σινεμά του Αντονιόνι, συχνά καλύτερα από τους παγερούς ρυθμούς και τα γεωμετρημένα πλάνα του.

Με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι

Όχι τυχαία η συνεργασία τους άνθισε μετά από αυτό, το ίδιο και η καριέρα της. Υποστηρικτική στη «Νύχτα» και ξανά πρωταγωνίστρια στην στρυφνή «Έκλειψη» (με τον α-δια-νόητο ελληνικό τίτλο «Στην Έκσταση του Πάθους» - όλες άγνωστες λέξεις στον Αντονιόνι), ούτε μπορούμε να διανοηθούμε οι αγέννητοι τότε το αποτύπωμά της στην μοντερνιστική κουλτούρα που αναπτυσσόταν.

Η Έκλειψη

Το 1964 έκλεισε ένα από τα ωραιότερα φιλμικά κουαρτέτα που έγιναν ποτέ, με την «Κόκκινη Έρημο», μέσα στο εκτυφλωτικά χρώματα και, ξανά, στρυφνότητα προορισμένη για ειδικό κοινό, που πάντως δικαιολογημένα ορκίζεται σε αυτά. Όλα τα ενδιάμεσά της ήταν μετριότητες και σε αυτές επί το πλείστον θα επέστρεφε με την λήξη της σχέσης με τον Αντονιόνι και την διάθεσή της και να ξεκουραστεί και να απολαύσει μια ευρωπαϊκή φήμη. Αποτέλεσμα αυτής η «Μόντεστι Μπλέιζ» του 1966, μια ουσιαστικά άγνωστη σήμερα ταινία, παρ' όλ' αυτά θρυλική μεταξύ των παλαιότερων, καθώς και spoof της Bond-mania ήταν, και του Τζόζεφ Λόουζι την υπογραφή φέρει, και η ίδια βρίσκεται σε μια εξαντλητική cool ομορφιά χωρίς ανάλογο, ποτέ.

Κόκκινη Έρημος

Έπαιξε σε πολλές σπονδυλωτές παραγωγές που «μάστιζαν» το σινεμά του '60 και του '70, στράφηκε στην κωμωδία, συχνά δίπλα στον μεγάλο Αλμπέρτο Σόρντι (κάποιες φορές την σκηνοθέτησε κιόλας), έπαιξε σε έργα σκηνοθετών που μόνο κάτι «άρρωστοι με τα παλιά γνωρίζουν» (Ζαν Βαλέρ, Λουτσιάνο Σάλτσε), έπαιξε σε κάτι πικάντικα που σήμερα δεν θα έπαιρναν πράσινο φως ούτε με απειλή αυτοπυρπολισμού («Oι Βασίλισσες», μαζί με Καρντινάλε, Ράκελ Γουέλτς, Καπισίν), έκανε με λίγα λόγια ταινίες εσωτερικής ιταλικής κατανάλωσης.

Αστερίσκοι σε αυτό το «La cintura di castità» με τον Τόνι Κέρτις (όχι ότι είναι καλό, αλλά είναι με τον Τόνι Κέρτις - κι είναι και του Πασκουάλε Φέστα Καμπανίλε οπότε μια επιμέλεια υπάρχει), «Το Κορίτσι με το Πιστόλι» του Μάριο Μονιτσέλι (συνεργάστηκαν περιστασιακά - και η Βίτι πήρε εδώ και ένα από τα πέντε ερμηνευτικά Ντονατέλο της, διότι μαζί με τα ειδικά έχει εννέα!), ενώ στην δεκαετία του '70 επιδόθηκε όσο περισσότερο μπορούσε στην εργασία, την κομεντί, τα σπονδυλωτά και τις σχεδόν ανεξαιρέτως ανώνυμες ταινίες. Εξαιρέσεις μια συνεργασία με τον Μίκλος Γιαντσό (!!), το «Ημερολόγιο μιας Κλέφτρας» του Κάρλο Ντι Πάλμα (που ο υπογράφων ατυχώς αγνοεί), την ειδική της εμφάνιση στο «Φάντασμα της Ελευθερίας» του Μπουνιουέλ, το «Κέρατο...αλα Ιταλικά» (της ντροπής ανέκαθεν οι τίτλοι στην Ελλάδα, «Πάπια Πορτοκάλι» ο αυθεντικός τίτλος), δίπλα στον Τονιάτσι και την Μπάρμπαρα Μπουσέ (ανομολόγητο κάλλος στο έργο). Γενικώς όμως διάφορα «ανώνυμα», λιγότερο ή περισσότερο, στην αναμονή του 1980, οπότε με «Το Μυστήριο του Όμπερβαλντ» ξαναβρήκε τον Αντονιόνι, αν και σε κατά κοινή ομολογία κατώτερη στιγμή του.

Με τον Ζαν-Κλοντ Μπριαλί

Λίγα χρόνια μετά σταμάτησε δια παντός την καριέρα της, που όσο εκθαμβωτικά ξεκίνησε τόσο ατυχής (ή δυστυχής) ήταν τελικά. Ίσως να μην ήταν μια μεγάλη ηθοποιός η Βίτι, ίσως, όπως πολλοί κινηματογραφικοί ηθοποιοί να χρειαζόταν έναν φακό που θα έβλεπε την μεγάλη της αρετή. Η οποία ήταν πάντα το βλέμμα της και η ηφαιστειακή παγωνιά του, αν μας επιτρέπεται η αντίφαση.

Βραβεύτηκε πάντως με μια αναντίστοιχη των ταινιών συχνότητα (έχει 11/11 Χρυσές Σφαίρες Ιταλίας!), ενώ σε μεγάλα φεστιβάλ κέρδισε Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο για το «Flirt» (που ο γράφων αγνοεί) και έναν Λέοντα Καριέρας στην Βενετία το 1995. Στις αρχές της χιλιετίας διαγνώστηκε με Αλτζχάιμερ και ο δρόμος σφραγίστηκε και ουσιαστικά, μέχρι, 21 ολόκληρα χρόνια μετά, να φύγει από επιπλοκές της ασθένειας.

Ο Πρωθυπουργός Ντράγκι και ο Υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας μίλησαν για την «βασίλισσα του ιταλικού σινεμά» (δεν είναι, εκτιμώ) και μια «μεγάλη καλλιτέχνιδα και Ιταλίδα». «Έδωσε λάμψη στο ιταλικό σινεμά παγκοσμίως, και ήταν μια ηθοποιός μεγάλης ευφυΐας και ασυνήθιστου ταλέντου. Κατέκτησε γενιές Ιταλών με το πνεύμα της, την μπραβούρα και την ομορφιά της», καταλήγει ο Ντράγκι.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα, ελπίζοντας να μην «δώσει θάρρος» στους τελευταίους των γενιών του '50-'60-'70. Ωραίο να ξέρουμε ότι είναι ακόμα κοντά μας.