Θόδωρος Αγγελόπουλος: Ο πρώτος «σκηνοθέτης στην ομίχλη» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:45
24/1

Θόδωρος Αγγελόπουλος: Ο πρώτος «σκηνοθέτης στην ομίχλη»

Σαν σήμερα, στις 24 Ιανουαρίου 2012, «έφυγε» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του «Η Άλλη Θάλασσα». Ακολουθεί ένας μικρός φόρος τιμής στον δημιουργό που είδε την Ελλάδα ως μία κινηματογραφική αλληγορία και το σινεμά ως μία γλώσσα ιστορική.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διέτρεξε το επικό και το ποιητικό με ένα ιδιοσυγκρασιακό, ασυμβίβαστο βλέμμα και μετέφερε την ουσία μιας χώρας σε διεθνή, κινηματογραφικά ταξίδια αποτελώντας αδιαπραγμάτευτη καλλιτεχνική αξία, ακόμα και γι' αυτούς που δεν είδαν πέρα από την «ομίχλη». Σκηνοθέτης σε ευθύ διάλογο με την Ιστορία, διάβαζε αιώνες μέσα από την ακινησία και την υπομονή των πλάνων του, σχολίαζε την πραγματικότητα μέσα από την αλληγορία, αναδείκνυε την προσωπικότητα μέσα από τον συμβολισμό και  έβρισκε τον μύθο και την ποίηση στην μεγαλόπνοη λιτότητα .

Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν προσβάσιμος. Ήταν όμως μοναδικός. Όταν κοιτούσε τον ελληνικό ουρανό δεν έβλεπε το ψυχαναγκαστικό γαλάζιο, αλλά το ψυχαναλυτικό γκρίζο. Η Ελλάδα του Αγγελόπουλου δεν είναι ήλιος, αλλά σύννεφα. Είναι ένα προαιώνιο μπουλούκι, μία υπαρξιακή Αναπαράσταση, εμφύλιοι Κυνηγοί, ένας Μετέωρος γάμος και ένα «βλέμμα» που πεθαίνει. Ο Αγγελόπουλος ήταν όμως πάντα εκεί για να δώσει ένα «μπισκότο». Να ενώσει τον χρόνο με ακρίβεια και να καταδείξει με ειλικρίνεια την εθνική μας ταυτότητα.

Έφυγε σαν σήμερα επί το έργον. 

Πάνος Γκένας

Σκηνοθέτης στην Ομίχλη

Ο ταξιτζής του Θανάση Βέγγου στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» που οδήγησε τον Χάρβεϊ Καϊτέλ μέχρι τα σύνορα με τα Σκόπια είχε πει για την Ελλάδα πως «πεθαίνει σαν λαός, και πως έκανε τον κύκλο της χιλιάδες χρόνια τώρα ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα». Προφητείες γραμμένες μέσα στο χιόνι, από εκείνες που κι όταν λιώσει, αυτές θα μείνουν εκεί για να υπενθυμίζουν πόσο καίριο παραμένει το έργο του.

Ένα έργο που τιμήθηκε με δεκάδες βραβεία, ταξίδεψε από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική, προβλήθηκε στο ΜΟΜΑ και στο Χάρβαρντ και επιχείρησε να ξεκλειδώσει την σχέση του Νεοέλληνα με την ιστορία του, ένα ιδιαίτερο κράμα πατριδογνωσίας και πίστης.

Λένε τόσοι για το πόσο μεγάλες και σιωπηλές είναι οι ταινίες του, πόσο αργά κινούνται τα πλάνα του και πως οι άνθρωποι μέσα σε αυτά είναι τόσο μικροί μπροστά στη φύση που τους καταπίνει, σαν να θέλει να τους κάνει για πάντα μέρος της Ιστορίας της. Αυτοί οι άνθρωποι όμως, αυτή η φύση είναι μονάχα ο συνδετικός κρίκος για να μιλήσει ο Αγγελόπουλος για την πολιτική, την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας.

Με σύμβολα και διαλόγους που πολλές φορές επαναλαμβάνονται, με ήρωες επικούς κι άλλους καθημερινούς, οι ταινίες του λειτουργούν σαν ένα μάθημα ιστορίας με διαφορετικά κεφάλαια, που αν τις δεις στο σύνολό τους κάνει εκείνο που έλεγε ο Γκοντάρ πως «για να γίνει μια ταινία χρειάζεται μια αρχή, μια μέση κι ένα τέλος» χωρίς απαραίτητα αυτή τη σειρά.

Ο Αγγελόπουλος μπορεί να το πετύχει αυτό γιατί γνωρίζει όχι μόνο την Ιστορία -οπότε και μπορεί με άνεση να ανακατέψει την τράπουλα-, αλλά κυρίως νοιάζεται για τους ανθρώπους. Πως οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία για να ζήσουν μέσα σε αυτή και από αυτή. Η εξέταση των ιστορικών μοτίβων του Αγγελόπουλου, από τις εποχές ακόμα που καβάλαγε ο Μεγαλέξανδρος σαν λήσταρχος το άλογό του και κατέληξε να γίνει ένας άλλος Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ, βρίσκει τη θέση του σε έναν παγκόσμιο χάρτη κι έτσι φτιάχνει έναν καινούργιο που η Τέχνη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, κοιτάζοντάς τη στα μάτια.


«Τοπίο στην Ομίχλη»

Αν κανείς θελήσει να κάνει ένα πρώτο βήμα στο έργο του Αγγελόπουλου, ας ανοίξει ένα κεφάλαιο που βρίσκεται ακριβώς στη μέση της φιλμογραφίας του. Το «Τοπίο στην Ομίχλη» από το 1988 είναι απλό στην μορφή του, ίσως η πιο αισιόδοξη ματιά του σε εκείνα τα ιδανικά που δεν υπάρχουν πια για έναν Έλληνα που μικρός ακόμα μπαίνει σαν ενήλικας στα δύσκολα τσιμεντένια μονοπάτια της ακόμα πιο ενήλικης ζωής του.

Σαν σε παραμύθι, δυο μικρά αδέρφια ψάχνουν τρόπο να ταξιδέψουν στη Γερμανία για να συναντήσουν τον απόντα πατέρα τους. Ποιος είπε όμως πως ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν όμοιο με ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που η κάθε ζαριά πρέπει να είναι καλά υπολογισμένη αλλιώς θα τους γυρίσει πίσω; Η Βούλα και ο Αλέξανδρος βλέπουν ένα δέντρο μέσα στην ομίχλη και πηγαίνουν, οι άνθρωποι μαγεύονται από το χιόνι και μένουν ακίνητοι να το κοιτάζουν, ένα χέρι σηκώνεται ψηλά στον ουρανό και τους προστατεύει. Ο Αγγελόπουλος φτιάχνει σαν αντίβαρο του κάθε εμποδίου που συναντάνε μια αισιόδοξη νότα, την οποία και παίζει η Καραΐνδρου στις παρτιτούρες της.

Σαν την Ελλάδα αυτά τα παιδιά που ψάχνουν τρόπο να δραπετεύσουν μα τα σύνορα μοιάζουν κλειστά, και μέσα στους δρόμους κυλάνε οι ψευδαισθήσεις για μια ζωή που δεν έχει έρθει, μα στο μυαλό τους μοιάζει ιδανική.

Εκεί είναι που θα συναντηθούν οι πιο κομβικές ιστορίες της πρώιμης φιλμογραφίας του Αγγελόπουλου, η φόνισσα από την «Αναπαράσταση», όσα μέλη του «Θιάσου» έχουν απομείνει, το κορίτσι από τον «Μελισσοκόμο», σαν να λένε στα παιδιά να μη φοβούνται, κι αν μείνουν πίσω, θα έχουν εκείνους για συντροφιά.

Θα βρουν έναν φίλο κι ύστερα θα τον χάσουν, θα δουν ένα άλογο να πεθαίνει και η Βούλα θα γνωρίσει τον έρωτα στην πιο αχρείαστη μορφή του. Σαν όλα τα μοτίβα του Αγγελόπουλου, τα πριν και τα μετά να συναντώνται σε αυτή την ταινία, μια παιδική προσέγγιση σε έναν χάρτη σκονισμένο που του λείπουν και κομμάτια.


«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού»

Κι αν το «Τοπίο στην Ομίχλη» ήταν ένα πισωκοίταγμα στην «παιδική» ηλικία της Ελλάδας, το «Βλέμμα του Οδυσσέα» είναι το πιο αυθεντικό γράμμα στο ίδιο το σινεμά, όταν ένας άνδρας θα σηκώσει όλη την Ελλάδα σαν άλλος Τιτάνας για να βρει στις παρυφές των Βαλκανίων το πρώτο εκείνο βλέμμα που αποτυπώθηκε στο σινεμά από τα αδελφοί Μανάκη, εκείνα τα αδέρφια που «δεν τους ένοιαζαν τα πολιτικά και δεν είχαν φίλους κι εχθρούς, αλλά τους ένοιαζαν οι άνθρωποι».

Με σεναριακό συνοδοιπόρο τον Θανάση Βαλτινό ή τον Τονίνο Γκέρα, με «προϋπηρεσία» στον Φελίνι και τον Αντονιόνι, με την Ελένη Καραΐνδρου στο πλάι, και με συνεργασίες από τον Μάνο Κατράκη και τη Μαίρη Χρονοπούλου μέχρι τον Μπρούνο Γκανζ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τη Ζαν Μορό, τον Μισέλ Πικολί και τον Γουίλεμ Νταφόε και από τον Στράτο Τζώρτζογλου, την Ελένη Γερασιμίδου και τον Έρλαντ Γιόζεφσον μέχρι την Ιρέν Ζακόμπ και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, το πλάνο του Αγγελόπουλου χώρεσε μέσα του πολλά σύνορα και είδε το «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» να τιμάται με Χρυσό Φοίνικα από τα χέρια του Μάρτιν Σκορσέζε.

Ένας περιπλανώμενος θίασος, ένας ποιητής που θέλει να πετάξει, το κεφάλι του Λένιν μέσα σε μια υγρή πομπή, ένα παιδί των φαναριών που όλο τρέχει, απλωμένα άσπρα σεντόνια δίπλα στα τρένα, άνθρωποι με κίτρινες φορεσιές πάνω σε ποδήλατα, ένα αγαλματένιο χέρι που πετάει πάνω από τη Θεσσαλονίκη, το τρίτο φτερό που ψάχνει ένας άγγελος, ένας γάμος ανάμεσα σε ένα ποτάμι, ένα πουλόβερ που ξηλώνεται και το ακορντεόν της Ελένης Καραΐνδρου.

Αν θελήσει κανείς να περιγράψει τη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα βρει σκόπελους σαν κλειστά γράμματα, αλλά θα βρει και μηνύματα ξεκάθαρα που είναι εκεί μπροστά του. Κι αν κανείς προσπαθήσει ποτέ να ξεκλειδώσει αυτά τα μηνύματα ένα φαίνεται να διαπερνά όλη την δική του φιλοσοφία. «Οι μέρες με ομίχλη είναι μέρες γιορτής» έλεγε ο Ίβο, εκείνος ο άνδρας που αρχειοθετούσε τις ταινίες των αδερφών Μανάκη όταν τον βρήκε ο Καϊτέλ, και ήταν όντως μέσα στην ομίχλη που ο Αγγελόπουλος έβρισκε χώρο για τους δικούς του ήρωες.

Χρήστος Πολίτης

O Θόδωρος Αγγελόπουλος μέσα από τις ταινίες του

Επιστρέφουμε στις ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη που άνοιξε την πόρτα στο ελληνικό σινεμά των διεθνών διακρίσεων και κρατάμε την μόνη πρώτη ύλη που έχει τελικά ουσία: το έργο της ζωής του.

Τα απέραντά του του τοπία, ο συννεφιασμένος ουρανός, τα παροιμιώδη μονοπλάνα και η ελληνικότητα -όπως ο ίδιος την όρισε επανεφευρίσκοντάς τη- θα είναι πάντα σήματα κατατεθέντα του σινεμά του. Μερικά καρέ από τις ταινίες του, η υπέροχη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, τα λόγια του ίδιου για το σινεμά του και τα λόγια των ηρώων του θα μνημονεύουν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο αιώνια.

Μέρες του ‘36 (1972)

«Οι ‘Μέρες του ‘36’ μιλάνε, όπως και ‘Η Αναπαράσταση’, για μια επανάσταση προσωπική, η οποία είναι καταδικασμένη ακριβώς επειδή είναι τέτοια.» (Θ.Α., Συνέντευξη στο Cinéma 73)

Ο Θίασος (1975)

«Εγώ ήρθα απ' τη θάλασσα. Από την Ιωνία. Εσείς από που ήρθατε;»
(Ο Αγαμέμνονας μπρoστά στο ναζιστικό εκτελεστικό απόσπασμα)

Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)

«Θυµάµαι, ναι, τον ήχο των σειρήνων της κήρυξης του πολέµου το ’40, οξύ και απειλητικό, να ξυπνάει την Αθήνα. Θυµάµαι τους ανθρώπους να βγαίνουν τροµαγµένοι στις πόρτες, τα παράθυρα, τα µπαλκόνια. Πρόσωπα φοβισµένα, ψίθυροι και φωνές. Πρώτος ήχος, πρώτη εικόνα. Ήµουν πέντε χρονών. Έπειτα, ένα άλµα χρόνου, και µια άλλη εικόνα-σκηνή: είσοδος του γερµανικού στρατού κατοχής στην έρηµη πόλη. Oι άνθρωποι, κλεισµένοι στα σπίτια τους. Και σιωπή. Ακούγονταν τα τανκς και οι φάλαγγες των στρατιωτών που πέρναγαν από τον κεντρικό δρόµο τραγουδώντας. «Η Γερµανία πάνω απ’ όλα...».

Θυµάµαι ότι πήδηξα απ’ το παράθυρο του δωµατίου µου και βγήκα στο δρόµο. Προχώρησα στον έρηµο δρόµο να βγω στον κεντρικό, κι εκεί, στη µέση, είδα έναν γερµανό στρατιώτη, σχεδόν παιδί, µ’ ένα σηµατοδότη στο χέρι. Χαλαρός, µε την πλάτη γυρισµένη σε µένα, περίµενε την επόµενη φάλαγγα. Ερηµιά. Τον πλησίασα, ακροπατώντας. Απορροφηµένος, δε µ' άκουσε. Έκανα έτσι, κι ο σηµατοδότης που κρατούσε, έπεσε κάτω. Γύρισε κατάπληκτος και µε κοίταξε. Άρχισα να τρέχω.

Μπήκα στην αυλή του σπιτιού της θείας µου, που έµενε στην άλλη µεριά τού δρόµου, χώθηκα σ’ ένα µεγάλο καζάνι που βρήκα στο πλυσταριό, και χάθηκα εκεί µέσα. Μπήκε κι αυτός στην αυλή τρέχοντας, έψαξε από δω κι από κει, παντού. Η καρδιά µου χτυπούσε. Χάθηκαν τα βήµατά του. Χρόνια µετά, αυτή η σκηνή έγινε η πρώτη µιας ταινίας µου· η πρώτη σεκάνς του Ταξιδιού στα Κύθηρα.» (Θ.Α., Συνέντευξη στη Στάθη Ειρήνη)

Τοπίο στην Ομίχλη (1988)

- Φοβάσαι; - Δε φοβάμαι. (Ο Αλέξανδρος στη μεγάλη του αδερφή, Βούλα)

Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991)

«Περάσαµε τα σύνορα κι είµαστε ακόµα εδώ. Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουµε για να πάµε σπίτι µας;» (Ο αγνοούμενος πολιτικός)

Το Βλέμμα του Οδυσσέα (1995)

«Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει...» (Ο Ταξιτζής στον Α)

Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα (1998)

«Αργά ή γρήγορα, µεγαλώνοντας, ερχόµαστε αντιµέτωποι µε την ιδέα του θανάτου. Πυκνώνουν γύρω µας οι απώλειες, οι φίλοι που φεύγουν. Ήµουν ανάµεσα σ’ αυτούς που, ένα πρωί, στη διάρκεια των γυρισµάτων του ‘Βλέµµατος του Oδυσσέα’, βρήκαµε νεκρό, στο µικρό ξενοδοχείο της Φλώρινας, τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ. Όταν τον άγγιξα, η κρυάδα του θανάτου έγινε ταραχή. Ερώτηµα για µένα, για την ανθρώπινη µοίρα: Τι κάνει κανείς αν έχει µία µόνο µέρα να ζήσει... Πώς περνάει αυτή η µέρα... Πώς αισθάνεται σ’ αυτό το µεταίχµιο, µε τη ζωή πίσω και το όριο µπροστά... Ίσως ήταν αυτό το ερώτηµα από το οποίο ξεκίνησε η ταινία (σ.σ. ‘Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα’).» (Θ.Α., Συνέντευξη στην Ειρήνη Στάθη)

Τριλογία: Το Λιβάδι που Δακρύζει (2004)

Ένα από τα καλύτερα μουσικά θέματα της Ελένης Καραϊνδρου για το «Λιβάδι που Δακρύζει».

Τριλογία ΙΙ: Η Σκόνη του Χρόνου (2008)

«Οι πρωταγωνιστές της «Σκόνης» δίνουν ραντεβού σε ένα φαινομενικό πέρας των πάντων. Αφού άλλαξαν γεωγραφικές συντεταγμένες, προσωρινές πατρίδες, δωμάτια σπιτιών και ξενοδοχείων, οι διαρκείς αυτοί οδοιπόροι συναντούν μετέωροι το τέλος ενός αιώνα και μαζί ένα θλιμμένο τέρμα των ιδεολογιών και των επαναστάσεων». Από την κριτική του Λουκά Κατσίκα

--------------------------------------

Τον Ιούλιο του 1998, μετά την βράβευση του Θόδωρου Αγγελόπουλου με τον Χρυσό Φοίνικα για το «Μία Αιωνιότητα και μια Μέρα», Ο Χρήστος Μήτσης, Διευθυντής τότε του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, επέλεξε εν είδει editorial να συγκεντρώσει τα σημαντικότερα σχόλια εκείνων των ημερών για την πολυσυζητημένη βράβευση.

Στην πρώτη σελίδα εκείνου του τεύχους μπορεί να βρει κανείς τις αντικρουόμενες απόψεις και τους επαίνους, αποσπάσματα του Τύπου και δηλώσεις του ίδιου του Αγγελόπουλου. Όλα μαζί συνθέτουν το παζλ μιας από τις  πιο σημαντικές βραβεύσεις του ελληνικού σινεμά, αλλά δίνουν και μια γεύση για την ποικιλία των αντιδράσεων που προκαλούσε το έργο του. Δείτε πιο κάτω την αυθεντική σελίδα, όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 92 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ.

 

 

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΙΑ

1968 Εκπομπή μικρού μήκους

1970 Αναπαράσταση
Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ του Hyeres (1971)
Βραβείο Georges Sadoul (1971)

1972 Μέρες του '36
Βραβείο FIPRESCI Βερολίνο 1973

1975 Ο Θίασος
Βραβείο FIPRESCI, Διεθνές Φεστιβάλ Καννών 1975
Βραβείο Interfilm Βερολίνο "Forum" 1975
Βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς, British Film Institute 1976
Βραβείο Καλύτερης ταινίας στον κόσμο για τη δεκαετία 1970-80, Ένωση Κριτικών Ιταλίας
Μία από τις καλύτερες ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου, FIPRESCI
Καλύτερη ταινία της χρονιάς, Grand Prix για τις τέχνες, Ιαπωνία
Βραβείο Golden Age, Βρυξέλλες 1976

1977 Οι Κυνηγοί
Βραβείο καλύτερης ταινίας Golden Hugo, Σικάγο 1978

1980 Μεγαλέξανδρος
Βραβείο Χρυσό Λιοντάρι και FIPRESCI, Βενετία 1980

1981 Ένα Χωριό, Ένας Χωριάτης ντοκιμαντέρ

1983 Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ

1984 Ταξίδι στα Κύθηρα

1986 Ο Μελισσοκόμος

1988 Toπίο στην ομίχλη

1991 Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού
Cinema Lumiere, Μπολόνια (Ιταλία), Μάρτιος - Απρίλιος 2002
Φεστιβάλ Σίδνεϊ (Αυστραλία), Ιούνιος 2003

1995 Το Βλέμμα του Οδυσσέα
Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής, Διεθνές Φεστιβάλ Καννών 1995
FIPRESCI Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών, Διεθνές Φεστιβάλ Καννών 1995
Felix των Κριτικών ταινίας της χρονιάς, 1995

1998 Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα
Χρυσός Φοίνικας στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών, 1998

2004 Το Λιβάδι που Δακρύζει

2008 Η Σκόνη του Χρόνου