Essential Cinema #14: «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:47
27/7

Essential Cinema #14: «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Τo cinemagazine.gr συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές. Σήμερα είναι η σειρά του, ίσως, κορυφαίου Έλληνα σκηνοθέτη που με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ακουμπά τα όρια της πρώτης φάσης του έργου του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Για έναν γραφιά το σινεμά του Αγγελόπουλου προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να χρησιμοποιήσει πολυσύλλαβες, εύηχες λέξεις: Αναπαράσταση, Ιστορία, Μυθολογία, Νοσταλγία, Αριστερά (ως όραμα, όχι κατεύθυνση). Επίσης δίνει μια καλή λαβή να μιλήσεις για την, μόλις τρισύλλαβη, Ελλάδα. Κι επειδή η Ελλάδα – όπως και η Ελλάδα του Αγγελόπουλου, εξίσου αληθινή αν και ελαφρώς αόρατη στους ταχύρυθμους – είναι πιο σημαντική κι από τον ίδιο τον Αγγελόπουλο (ακόμα κι αν αυξανόμενα στο έργο του έβλεπες να την χρησιμοποιεί σαν υπηρέτρια του οράματός του), θα ξεκινήσω μ’ αυτήν. 

Πολύπαθη χώρα η Ελλάδα. Όχι πιο πολύ, φερ’ ειπείν, απ’ την Αμερική, την Γερμανία, την Κίνα τη Ρωσσία ή την Αγγλία. Αλλά πολύπαθη. Ίσως γιατί το φύλο της είναι τόσο αρχαίο, ο χώρος της τόσο μυθολογημένος, η ιστορία της τόσο εμφυλιοπολεμική. Η Ελλάδα αγωνίζεται – και ηττάται κατά κόρον – όσο ελάχιστες, ίσως καμμία, χώρες με το φάντασμά της. Το φάντασμα που ιστορικά μπόρεσε, που μυθολογικά υπήρξε, που μεγαλοϊδεατικά ονειρεύτηκε. Η Ελλάδα βέβαια είναι η συνισταμένη των Ελλήνων της, ως επί το πλείστον ανθρώπων, στην μοντέρνα εκδοχή τους των τελευταίων δύο αιώνων, φιλότιμων κι αγρίων, ονειρικών κι ονειροπαρμένων, φιλόδοξων κι ανέτοιμων. Η Ελλάδα θέλει αλλά οι Έλληνες δεν (φαίνεται να) μπορούν.

Σ’ αυτήν την Ελλάδα ο Αγγελόπουλος τελετούργησε. Το λέω έτσι γιατί το έργο του (με δραματικά ελαττώματα, ανώφελο στην ύστερη φάση του, πομπωδώς αντιρεαλιστικό κι εστετίστικα αποκομμένο απ’ τον καιρό του, όσο κι αν είναι) είναι συνάμα τελετή και λειτουργία. Κλειστό κι ανάερο στον εγκεφαλισμό και την αυτοαναφορά του (μια αφίσα του «Θιάσου» στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» σημαίνει ελάχιστα δραματουργικά και μέγιστα εγωπαθολογικά), το έργο του Αγγελόπουλου τελεί λειτουργία στην μνημική εκκλησιά της Ελλάδας. Σε μια εκκλησιά που λειτουργούνται αυτοί που κυνήγησαν, σκότωσαν, εξόρισαν ο ένας τον άλλο. Σ’ έναν τόπο που κανείς δεν μετάνοιωσε (ο Κατράκης πάει κι αμπαρώνεται και σφυράει κλέφτικα κι αντάρτικα), πάμπολλοι κρύφτηκαν πίσω από θεσμούς («έχω διαταγές», λέει ο Προύσαλης ξανά και ξανά) και μείναμε οι υπόλοιποι κι οι ρέστοι να στοχαζόμαστε ένα χαμένο μεταξύ μας που νογάει παραπάνω τον χρόνο της ζωής μας, τη σκέψη και τη θύμηση, από το «αίμα που ζητάει γδικιωμό».

Ο Αγγελόπουλος θρηνεί την Αριστερά του, το (αφελές κι ενίοτε μισαλλόδοξο) όνειρο ενός ονείρου, ευγενικά, προσωποποιημένα μόνο σε μια σκηνή, μόνο στο ένα κοντινό του Χαρακτήρα (όλη η υπόλοιπη ταινία είναι στο γενικό της Ιστορίας) και με την κριτική της αδυναμίας και της αγάπης. Το κάνει στο Ταξίδι των Κυθήρων, του τόπου που δεν υπάρχει αλλά η γεωγραφία θέλει τόσο να μας πείσει για τ’ ανάποδο και να μας κρατάει την ελπίδα ζωντανή, την τελευταία του ταινία πριν κατωδρομήσει στην ανακύκλωση, τον ναρκισσισμό του πλάνου που τα πάντα πληροί και τον αποίητο στόμφο που συγκάλυπτε (ενίοτε επιτυχώς, παραμένω φίλος) την απουσία ιδεοαισθητικής αιμοκάθαρσης.