Πύρινη Οργή - ταινιες || cinemagazine.gr

Πύρινη Οργή

Firestarter

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κιθ Τόμας
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σκοτ Τιμς
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζακ Έφρον, Ράιαν Κίρα Άρμστρονγκ, Σίντνεϊ Λέμον
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Καρίμ Χουσεϊν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζον Κάρπεντερ, Κόντι Κάρπεντερ, Ντάνιελ Α. Ντέιβις
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip
    Πύρινη Οργή

Μετρημένη, πλην αναιμική μεταφορά του βιβλίου του Στίβεν Κινγκ, που ευστοχεί στην επιλογή της ανήλικης πρωταγωνίστριας και αναβαθμίζεται από τους synth ήχους του Τζον Κάρπεντερ, ο οποίος συνυπογράφει τη μουσική της ταινίας.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Kάθε δολάριο που είχε στη διάθεση του ο Τζον Κάρπεντερ φαινόταν στην οθόνη πολλαπλασιασμένο. Οι ταινίες του έδειχναν πολύ πιο ακριβές από όσο στοίχιζαν στην πραγματικότητα και αυτό, πέρα από το εύστοχο ρεπεράζ και τους κατάλληλους συνεργάτες, οφειλόταν (και) στην τελειομανία του και την εφευρετικότητά του – ψάξτε  να δείτε πως έκανε τα εφέ της αυτοεπισκευής στην «Κριστίν». Η «Απειλή» αποδεικνύει ότι το σινεμά του μπορούσε να γίνει καταδεικτικό μεν, αλλά αν πίστευε ότι το οπτικό αποτέλεσμα δεν θα ήταν το επιθυμητό, το έσωζε με τεχνάσματα, τον κατάλληλο φωτισμό ή κρύβοντας μέρος του. Στην «Ομίχλη» πχ. δεν έχουμε ποτέ μια εντελώς καθαρή εικόνα των νεκρών που έρχονται για να ζητήσουν τον λογαριασμό από τους κατοίκους του Αντόνιο Μπέι.

Ο Κιθ Τόμας της «Πύρινης Οργής» δεν είναι Κάρπεντερ. Η ταινία του είναι φτηνή και της φαίνεται. Προσπαθεί να το καλύψει, όμως, μέσω της χρήσης κοντινών πλάνων ή κόβοντας γρήγορα όποτε η φωτιά είναι ψηφιακή και όχι φυσική – το γεγονός ότι το CGI της ταινίας δείχνει σε σημεία πιο ψεύτικo από εκείνo στα «Κύματα Φωτιάς» του Ρον Χάουαρντ, μιας ταινίας που γυρίστηκε πριν τρεις δεκαετίες, είναι κάτι που θα έπρεπε να προβληματίσει τους παραγωγούς. Αυτή η εγγύτητα του φακού προς τα πρόσωπα συνδέεται και με την προσέγγιση στο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, που εστιάζει περισσότερο στο ψυχολογικό στοιχείο, παρά στο υπερφυσικό. Πρόκειται σίγουρα για μια πιο μετρημένη μεταφορά από εκείνη την ατυχέστατη του 1984, αν και φαντάζομαι ότι αρκετοί θα της το χρεώσουν αυτό και θα επιθυμούσαν να εμφανιστεί από κάπου ένας Τζορτζ Σ.Σκοτ και να βάλει με τις φωνές του φωτιά στην οθόνη – pun intended. Δυστυχώς, ο Τόμας βασίζεται σε ένα σενάριο που δεν σκάβει βαθύτερα από το προφανές και ζητά από το καστ του περισσότερα από αυτά που φαίνεται να μπορεί να δώσει, με την εξαίρεση της μικρής Ράιαν Κίρα Άρμστρονγκ, ενός μικρού παιδιού που, τόσο ευπρόσδεκτα, παίζει σαν μικρό παιδί.

Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος που αναφέραμε τον Κάρπεντερ κι αυτός είναι επειδή ο Αμερικανός δημιουργός συνυπογράφει το score της ταινίας. Αν και ο γνώριμος ήχος σου υπενθυμίζει την ένδεια της εικόνας σε σχέση με εκείνες που τον έχεις συνδυάσει, ταυτόχρονα αναβαθμίζει το θέαμα, υφαίνοντας την αίσθηση ενός ρετρό, σκοτεινού παραμυθιού, που θα πετύχαινες μπαίνοντας τυχαία σε ένα σινεμά με μισοφαγωμένα δερμάτινα καθίσματα και ημιθανή προβολέα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που μέρος του mainstream σινεμά αντιμετωπίζει την κινηματογραφική μουσική με όρους supermarket, σαν ένα αδιάφορο χαλί, δηλαδή, το οποίο πρέπει να ακούγεται στο background και να μην παρεμποδίζει το κοινό μας από το «ενδιαφέρον» μέρος. Τόσο έχει εκπαιδευτεί μερίδα των φαν της Marvel σ’ αυτό το trend, που διαβάζεις πχ. αρκετούς να παραπονιούνται για το score του Ντάνι Έλφμαν και την χρήση του στο «Doctor Strange in the Multiverse of Madness», τα οποία ξεφεύγουν από την πεπατημένη (του franchise). Η μουσική του Κάρπεντερ στην ταινία έρχεται για να υπενθυμίσει πως κάποτε το σάουντρακ ήταν ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη. Ήταν, αν θέλεις, ακόμα ένας χαρακτήρας, που συχνά υπαγόρευε και τον χαρακτήρα της ταινίας.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Πύρινη Οργή
  • Πύρινη Οργή