Η Μέθοδος των Γουίλιαμς - ταινιες || cinemagazine.gr

Η Μέθοδος των Γουίλιαμς

King Richard

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ζακ Μπέιλιν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γουίλ Σμιθ, Ονζανού Έλις, Τζον Μπέρντολ, Σανίγια Σίντνεϊ, Ντέμι Σίνγκλτον, Τόνι Γκόλντγουιν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ρόμπερτ Έλσγουιτ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Κρις Μπάουερς
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 144'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Η Μέθοδος των Γουίλιαμς

Biopic για τον άνδρα (Ρίτσαρντ Γουίλιαμς) πίσω από τη ζωή δύο υπέρ-επιτυχημένων τενιστριών (Βίνους και Σερένα Γουίλιαμς). Θεωρητικά και μόνο αυτό θα αρκούσε να το υπονομεύσει σήμερα, όμως τελικά κερδίζει 6 οσκαρικές υποψηφιότητες και σοβαρή κριτική εκτίμηση στις ΗΠΑ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το πρόβλημα βέβαια της «Μεθόδου των Γουίλιαμς» δεν είναι αυτό που η κρατούσα δημοσιογραφική ατμόσφαιρα θα κατονόμαζε περίπου ως αντιδραστική πατριαρχική επιλογή του άνδρα ως υπευθύνου της επιτυχίας δύο ολοκληρωμένων γυναικών. Το δικαίωμα στη μυθοπλασία, θεωρητικά τουλάχιστον, παραμένει ανέπαφο και αναφαίρετο, ακόμα και σήμερα. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι είναι κινηματογραφικά νερόβραστη, με ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, κατά τον υπογράφοντα, στα προαπαιτούμενα της ιστορίας.

Ως προς το πρώτο θα έπρεπε να μιλήσει κανείς με ένα κατεβατό για την φόρμα του μέσου χολιγουντιανού έργου οσκαρικών προδιαγραφών. Φόρμα που μυστηριωδώς δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 35 χρόνια. Θυμάστε ας πούμε το «Blind Side» (επίσης εξόχως «αντιδραστικό» για τα σημερινά μέτρα) που χάρισε το Όσκαρ στην Σάντρα Μπούλοκ; Λογικά δεν το θυμάστε, ακριβώς γιατί ήταν τόσο νερόβραστο. Θυμάστε όμως το «Πράσινο Βιβλίο», που για τα σημερινά δεδομένα είναι έως και απόφθεγμα για αυτό το είδος κινηματογράφου.

...υπάρχει ένα ερμηνευτικό σφρίγος στην ταινία, μια 100 χρόνια κατακτημένη χολιγουντιανή αφηγηματική ροή, έως κι ένας συναρπασμός εάν αγαπάς την αντισφαίριση

Τι κοινό έχουν αυτές οι ταινίες; Έχουν ένα εξαιρετικά φιλικό στον (συνήθως τον λέμε «μέσο») θεατή μορφικό περιτύλιγμα, παρακολουθούνται δηλαδή εύκολα, διαθέτουν μια ροή εντυπωσιασμού σύμφωνα με την οποία κάθε σκηνή περιέχει σε εξόφθαλμη γλαφυρότητα όλα τα χαρακτηρολογικά στοιχεία που περιγράφονται και είναι διδακτικές ως προς την βεβαιότητά τους ότι εξάρουν το δέον. Είναι το κινηματογραφικό ισοδύναμο ενός παιχνιδιού που το ξέρεις και το παίζεις εξακολουθητικά γιατί σου αρέσει να νικάς, κάτι σαν ένα σταυρόλεξο για όλους.

Απόρροια αυτού ότι συνήθως οι ταινίες αυτές αρέσουν πολύ στον κόσμο και ότι οι κριτικοί καταντούν οι γελωτοποιοί του βασιλιά-θεατή που για κάποιο λόγο έχει πάντα δίκιο σαν τον πελάτη στο εστιατόριο. Ως κριτικός οφείλει κανείς να είναι συμφιλιωμένος με αυτό, διαχωρίζοντας ίσως και την θέση του από ένα «σινάφι» που αποδοκιμάζει ή/και επιδεικτικά σνομπάρει αυτό που τελικά συνιστά την φιλολαϊκότητα του μέσου.

Έχοντας πει όλα αυτά, αν η ταινία του Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν ήταν λίγο πιο αδοκίμαστη, πιο ευφυής, πιο κινηματογραφικά δραστήρια, θα έπρεπε να πάρει κι από εμάς τα τρία της αστεράκια και να πάει στον παράδεισο που ζήτησε να πάει και δεν είναι άλλος από τα εισιτήρια και, ενδεχόμενα, την βραβευτική της δόξα. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί, ειδικά υπερατλαντικά, δεν έμειναν στα τρία αλλά την τοποθετούν στις καλύτερες του 2021.

«Στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος» από αυτόν της -ενοχλητικής- μετριότητας και διότι ο κεντρικός χαρακτήρας, για κάποιους από εμάς, δεν είναι παράδειγμα προς αγιο-βιογράφηση. Μπορεί στην «στη γη των ελεύθερων και την πατρίδα των γενναίων» ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, άρα και η επιτυχία να εξωραΐζει τους τρόπους της κατάκτησής της, όμως αυτός ο θρίαμβος του υλισμού αφήνει πίσω του αποκαΐδια (εδώ παιδικών) ψυχών.

Στον κόσμο βέβαια του έργου ο Ρίτσαρντ είναι ένας περίπου τέλειος πατέρας, η οικογένειά του ένα περίπου τέλειο υποχείριο της προσωπικής του φιλοδοξίας για τις δύο κόρες του (έχει κι άλλα παιδιά, βασικά το φαΐ των πρωταθλητριών τρώνε) και η όποια φιλμική ενδοκριτική συμβαίνει γιατί η ταινία ξέρει ότι έχει έναν αμφιλεγόμενο, εγωπαθή ήρωα (εξού και θέλει έναν all time συμπαθητικό Σμιθ μπροστάρη) κι ότι κάποιοι θεατές δεν εκτιμούν ιδιαίτερα τον γλυκομίλητα απολυταρχικό τρόπο της διαπαιδαγώγησης που προτείνει η ιστορία. Η ταινία, ακόμα χειρότερα, ξέρει ότι πρέπει να δώσει κι έναν ρόλο στη σύζυγο – υποτιθέμενα σημαντικό δραματουργικά – γιατί το έργο μπορεί να το φάει και το μαύρο σκοτάδι στο twitter. Κι αν η ταινία έβγαινε στο 2021 άνευ covid, οπότε και θα είχε επιτυχία (τώρα κόστισε 50 εκατομμύρια κι έχει κάνει παγκοσμίως 34), δεν θα το γλύτωνε το twitter της. Όλα αυτά όμως είναι μια σικέ, δημαγωγική λογική δημιουργίας, σκληρά χολιγουντιανή, που δεν μπορεί να αρέσει σε όλους μας.

Αυτά πάντως ίσως φανούν ψιλά γράμματα στους περισσότερους θεατές της. Κάποιοι άλλοι ίσως θεωρούν υπερβολική και την επίκριση και θα ήθελαν να είναι στη θέση των παιδιών του Ρίτσαρντ. Οπότε για αυτούς να συναινέσουμε κι εμείς ότι υπάρχει ένα ερμηνευτικό σφρίγος στην ταινία, μια 100 χρόνια κατακτημένη χολιγουντιανή αφηγηματική ροή, έως κι ένας συναρπασμός εάν, όπως ο υπογράφων, αγαπάς την αντισφαίριση. Βέβαια το έργο ακόμα και τότε τον Ρίτσαρντ κινηματογραφεί, αλλά ας μην είμαστε στριμμένοι.

Έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, βασικές (Ταινία, Σενάριο, Πρώτος Ανδρικός και Υποστηρικτικός Γυναικείος, Μοντάζ και Μπιγιόνσε στο Τραγούδι), με τον Γουίλ Σμιθ να είναι πρώτη φορά τόσο κοντά στην καταξίωση αυτή. Κρίμα γιατί στο «Ali» πριν 20 χρόνια ήταν μακράν ανώτερος και θα ήταν αξιότερος τελικός νικητής.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Μέθοδος των Γουίλιαμς
  • Η Μέθοδος των Γουίλιαμς