ΚΑΝΝΕΣ 2008 / ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ

Κάννες '08: Η απογοήτευση του Τσε

2008-05-23 16:48:12

Κάννες '08: Η απογοήτευση του Τσε




Ο πολυαναμενόμενος «Τσε» προβλήθηκε παρ’ όλα αυτά την Τετάρτη το απόγευμα, χωρίς τίτλους αρχής και χωρίς τίτλους τέλους, με μόλις ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα να χωρίζει το (υποτιθέμενο) πρώτο μέρος της ταινίας από το δεύτερο.

Aποστολή: Ορέστης Ανδρεαδάκης, Λουκάς Κατσίκας, Μανώλης Κρανάκης, Γιώργος Κρασσακόπουλος, Πόλυ Λυκούργου, Λήδα Γαλανού, Φαίδρα Βόκαλη

ΤΣΕ: Μια απογοήτευση διαρκείας τεσσεράμιση ωρών

Τελευταίες μέρες του φεστιβάλ, με την κούραση ενός φορτωμένου και αγχώδους οκταημέρου να βαραίνει στους ώμους σύσσωμων των παριστάμενων δημοσιογράφων στο φετινό, 61ο φεστιβάλ, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ είχε την φαεινή ιδέα να προβάλλει μονομιάς τεσσεράμιση ώρες από αυτό που θεώρησε ότι αποτελεί την καινούρια του ταινία. Ή καλύτερα τις καινούριες του ταινίες, μιας και η πρόθεση του Σόντερμπεργκ ήταν το επικό του δημιούργημα να χωριστεί σε δυο μέρη, με δυο διαφορετικούς τίτλους και διαφορετικές ημερομηνίες κυκλοφορίας στις αίθουσες του πλανήτη.

Ο πολυαναμενόμενος «Τσε» προβλήθηκε παρ’ όλα αυτά την Τετάρτη το απόγευμα, χωρίς τίτλους αρχής και χωρίς τίτλους τέλους, με μόλις ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα να χωρίζει το (υποτιθέμενο) πρώτο μέρος της ταινίας από το δεύτερο. Δημοσιογράφοι, κριτικοί και υποψήφιοι αγοραστές από ολόκληρο τον κόσμο έσπευσαν να γεμίσουν μέχρις τελευταίου καθίσματος την τεράστια αίθουσα που φιλοξένησε την παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ και η αλήθεια είναι ότι, παρά την συντριπτική διάρκεια που είχαν να αντιμετωπίσουν, η περιέργεια και η προσμονή όλων ήταν τόσο έντονες, ώστε να αποτρέψουν τις πολλές αποχωρήσεις από την προβολή. Διακόσια εξήντα οχτώ (κουραστικά) λεπτά αφότου ξεκίνησε η ταινία, ωστόσο, άλλοι εγκατέλειψαν την αίθουσα εκνευρισμένοι, άλλοι δηλώνοντας πως ο χρόνος τους ξοδεύτηκε σε κάτι που το άξιζε, δεν υπήρξε εντούτοις ένα κοινό μέτωπο που να αναγνωρίσει την ταινία-ποταμό ως το αδιαφιλονίκητο γεγονός, την σημασία του οποίου όλοι περιμέναμε να επιβεβαιώσουμε.

Γι’ αυτό και λίγες ώρες μετά την πολυσυζητημένη πρεμιέρα, η φήμη που διέρρευσε για την ταινία του Σόντερμπεργκ ήταν πως επρόκειτο περί «απογοήτευσης», εμποδίζοντας αυτομάτως τον σκηνοθέτη να εξασφαλίσει διανομή για το γιγαντόσωμο κινηματογραφικό του τέκνο. Όχι άδικα... Ακολουθώντας την αγωνιστική πορεία του μυθικού (και άκρατα μυθοποιημένου) επαναστάτη Τσε Γκεβάρα από τις ζούγκλες της Κούβας και την απελευθέρωση της χώρας μέχρι την πτώση και εκτέλεσή του στην Βολιβία, ο Σόντερμπεργκ είχε ασφαλώς ένα συναρπαστικό ιστορικό υλικό από το οποίο μπορούσε να αντλήσει για να υπογράψει ένα μεγαλόπνοο έπος στα χνάρια του «Λόρενς Της Αραβίας».

Διαλέγει όμως να ακολουθήσει δυο ολέθριες επιλογές. Η μία είναι το ότι αποφάσισε να μην μοντάρει με πειθαρχία και σύνεση το αχανές και επεισοδιακό σε πλοκή υλικό που φιλμάρισε, αφήνοντάς το να ξεχειλώνει και να επαναλαμβάνεται εξουθενωτικά από την πρώτη κιόλας ώρα του φιλμ. Η δεύτερη και χειρότερη επιλογή του σκηνοθέτη ήταν η απόφασή του να αποδραματοποιήσει τα πάντα στην διήγησή του, ακολουθώντας τα βήματα του ήρωα (που υποδύεται σε άπταιστη ισπανική διάλεκτο ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο) μέσα από μια ντοκιμαντεριστική, αποστασιοποιημένη και χωρίς συνοχή οπτική. Αλλά και μια μετριοπαθή κινηματογράφηση που δεν απέχει πολυ από την φιλοσοφία μιας τηλεοπτικής καταγραφής.

Αποτέλεσμα αυτής της στυλιστικής και αφηγηματικής απόφασης είναι να παρακολουθείς επί τέσσερις ώρες τίποτε άλλο από μια χούφτα πολεμιστών-για τους οποίους γνωρίζεις ελάχιστα, άρα ελάχιστο είναι και το ενδιαφέρον σου απέναντί τους- να μεταπηδούν από ζούγκλα σε ζούγκλα και από χωριό σε χωριό και από τη μια αιματηρή μάχη στην άλλη, μέχρι πλήρους αποδεκατισμού του καθενός και έχοντας επικεφαλή μια φιγούρα που, μέχρι το τέλος του φιλμ, δεν καταφέρνει να αποκτήσει την υπόσταση και το βάθος που θα βοηθούσε τον θεατή να μάθει γι’ αυτήν λίγα περισσότερα πράγματα από τα όσα τον έχουν δασκαλέψει τα βιβλία της Ιστορίας και τα ντοκιμαντέρ.

Αντιμετωπίζοντας τον ήρωά του μόνο στα πλαίσια του στρατιωτικού μικρόκοσμου μέσα στον οποίο δρα και διαλέγοντας να τον απεικονίζει εξ αποστάσεως, είτε ως μέρος ενός ευρύτερου ανθρώπινου συνόλου, ο Σόντερμπεργκ στερεί από τον κινηματογραφικό του Τσε να αναδειχτεί σε κάτι περισσότερο από μια μονοδιάστατη μεσσιανική φιγούρα. Κι ενώ είναι αξιέπαινη η διάθεση του σκηνοθέτη να αποφύγει κάθε στερεότυπο που έχουμε δει να συνοδεύει τις συνήθεις χολιγουντιανές βιογραφίες υπαρκτών και εμβληματικών προσωπικοτήτων, ο σκηνοθέτης αμελεί συνάμα να φανεί γενναιόδωρος και να ανταμείψει τον θεατή για τον κόπο του να παρακολουθήσει το τετράωρο φιλμ του.

Ο «Τσε» που παραδίδει είναι μια φιλόδοξη δημιουργία που δεν ξέρει πού πρέπει να εστιάσει, τι οφείλει να εξιστορήσει και πού ακριβώς να σταματήσει. Είναι ένα έπος μεγαλειώδες μόνο σε διάρκεια, ποτέ σε όραμα ή περιεχόμενο. Είναι, τέλος, το προβληματικό και αμφισβητήσιμο πείραμα ενός σκηνοθέτη που θέλησε να τεστάρει την work in progress ταινία του επάνω σε ένα εξουθενωμένο κοινό. Υπήρξε, όμως, κανείς που να βγήκε εν τέλει κερδισμένος από όλη αυτή την ιστορία; Αναρωτιέμαι...

Λουκάς Κατσίκας

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ