Ταινία της Εβδομάδας: Οι «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι», ο Γιόχαν Γιόχανσον και ένα άλλο σινεμά
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του εκλιπόντος συνθέτη Γιόχαν Γιόχανσον είναι μία ενορατική αλληγορία για το μέλλον της ανθρωπότητας, που βιώνεται αποκλειστικά στην μεγάλη οθόνη.
Υπάρχει ένα σινεμά πέρα από την μπλοκμπαστερική κατανάλωση και τη φεστιβαλική ιδιοσυστασία, το αβασάνιστο streaming και το εξαντλημένο ριμέικ. Είναι ένα σινεμά σε ευθύ διάλογο με το κοινό που το αναζητά, ένα σινεμά προϋποθέσεων και στοχασμού, που αναπνέει σε μεγάλες διαστάσεις και ασφυκτιά σε οικιακές ίντσες. Είναι ένα σινεμά «άσκησης» και γενναίας ανταμοιβής. Απαιτεί προσοχή, την άρση της ιδεοφυγής και συγκέντρωση. Ή καλύτερα, τον συντονισμό με την εικόνα και τον ήχο. Και φυσικά, χρόνο.
Σ’ αυτό το είδος σινεμά παρέδωσε το κύκνειο άσμα του ο πρωτοπόρος, Ισλανδός μουσικοσυνθέτης Γιόχαν Γιόχανσον, γνωστός στο ευρύ κοινό για τις συνεργασίες του με τον Ντενί Βιλνέβ (κορυφαία η «Άφιξη»), την οσκαρική υποψηφιότητα της «Θεωρίας των Πάντων» και την synth ψυχεδέλεια της «Mandy». Το «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι», τελευταία και πρώτη ταινία του Γιόχανσον, είναι ένας οπτικός διαλογισμός, ένας αεικίνητος ήχος που σπάει το στιβαρό μονολιθικό περιεχόμενο με μία ενσυναισθητική επιστολή αγάπης. Εμπνευσμένος από το τελευταίο κεφάλαιο του ομώνυμου βιβλίου του Βρετανού συγγραφέα και φιλοσόφου, Όλαφ Στέιπλεντον, ο Γιόχανσον παραδίδει ένα αναπάντεχο ρέκβιεμ με χωροχρονικό αποτύπωμα.
Ένα μινιμαλιστικό κάλεσμα στο συλλογικό ασυνείδητο και μία αναγκαία υπενθύμιση πως το σινεμά βιώνεται στον φυσικό του χώρο
Κεντρικό στοιχείο εδώ είναι τα «σπόμενικ», τα ογκώδη πέτρινα μνημεία της κομμουνιστικής πρώην Γιουγκοσλαβίας, που έγιναν κατά παραγγελία του τότε Προέδρου, Γιόζεπ Μπροζ Τίτο. Τα αλλοτινά σύμβολα ενότητας των σλαβικών εθνοτήτων στέκουν πλέον ως αλλόκοτοι όγκοι, λίθινες μάζες που ενώνουν φαντασιακά την γη με κάτι «εξωγήινο», σαν να πρόκειται για συσκευές τηλεπικοινωνίας που αντηχούν το προϊστορικό Στόουνχεντζ ή τα τεχνουργήματα των Μάγια. Συνεπαρμένος από τα δυναμικά (κατασκευαστικά, όσο και εννοιολογικά) σπόμενικ, ο Γιόχανσον νοηματοδοτεί εκ νέου την λαξευμένη «πέτρα» με την βοήθεια του Διευθυντή Φωτογραφίας, Στούρλα Μπρεντθ Γκρέβλεν, το επιδραστικό βλέμμα του συνεργάτη του Μπέλα Ταρ, Φρεντ Κέλεμεν, τις επιρροές από Μαρκέρ, Κιούμπρικ, Λεμ και την φωνή της Τίλντα Σουίντον. Οι αντιθέσεις της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, το εν στάσει μπετόν δίπλα στον απέραντο ουρανό, το φορμαλιστικό καδράρισμα, η κίνηση της κάμερας και η τονική ευστοχία της μουσικής, πλάθουν σταδιακά μία ιστορία για τον αποχωρισμό αλλά και ένα τρυφερό σημείωμα για την διασφάλιση της ανθρωπιάς.
«Άκουσε με υπομονή. Εμείς, οι τελευταίοι άνθρωποι επιζητούμε την επικοινωνία μαζί σου. Σου απευθύνομαι», είναι τα πρώτα λόγια της αφήγησης της Τίλντα Σουίντον, λέξεις που σε καθιστούν συμμέτοχο και αμφίδρομο αποδέκτη της πληροφορίας. Η ταινία είναι ένα μήνυμα που ταξιδεύει στον χρόνο και έρχεται από την τελευταία γενιά ανθρώπων που βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού. Η φωνή της Σουίντον, καθάρια και απόκοσμη, σημερινή και μελλοντολογική, ανθρώπινη και εξωγήινη, είναι το προειδοποιητικό σήμα πως δεν κατευθυνόμαστε σε μία ουτοπία.
«Σε οποιοδήποτε στάδιο της πορείας της, η ανθρωπότητα μπορεί να είχε εξοντωθεί από κάποια μικρή αλλαγή στο χημικό περιβάλλον, από ένα κακόηθες μικρόβιο [...]», και ξαφνικά η ταινία του Γιόχανσον δεν είναι ένα εξεζητημένο πείραμα, αλλά ένα επίκαιρο βίωμα. Σε μία απίστευτη, τραγική και τόσο απρόσμενη συγκυρία, ο διορατικός Γιόχανσον αποχαιρετά με εικόνες και μουσική τον κόσμο λίγο πριν το τέλος. Αν σκεφτεί κανείς πως το «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2020 έχοντας την επιμέλεια των στενών συνεργατών του (ο Γιόχανσον βρέθηκε νεκρός στο βερολινέζικο διαμέρισμά του το 2018) λίγες εβδομάδες πριν την κήρυξη της πανδημίας, αντιλαμβάνεται πως το «αντίο» του έχει μία πολυεπίπεδη κι αιφνίδια, περίλυπη ποιότητα. Για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σινεμά, για το μέλλον του κόσμου, για τον ίδιο.
Έχει όμως και ελπίδα. Φως που κυριεύει τις σκιές. Οι επιβλητικές εικόνες του υπόσχονται αδιάλειπτη συνέχεια, προκαλούν δέος και επικαλούνται το θαύμα. Η avant-garde ηχώ της ταινίας είναι ένα φιλάνθρωπο κάλεσμα για συμπερίληψη, συνεργασία και συμπόνοια. Ποιος θα περίμενε πως 70 λεπτά εικόνων «από μπετόν» μπορούν να ταρακουνήσουν τη λίθινη μνήμη, να ανατρέψουν την μελαγχολία και να συγκινήσουν γνήσια; Το «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι» είναι ένα μινιμαλιστικό κάλεσμα στο συλλογικό ασυνείδητο και μία αναγκαία υπενθύμιση πως το σινεμά βιώνεται στον φυσικό του χώρο. Είναι πολύ κρίμα που μιλάμε για τον Γιόχανσον στον αόριστο. Τουλάχιστον το έργο του θα είναι αιώνιο.