Ταινία της Εβδομάδας: Ο «Πατέρας» είναι μια συγκινητική οδύσσεια σε μια σύγχρονη καφκική Σερβία
Το οδοιπορικό ενός άπορου πατέρα στην σύγχρονη Σερβία για να κερδίσει ξανά την κηδεμονία των παιδιών του στη μορφή ενός δραματικού road movie, που επικαλείται βασικά στοιχεία βαλκανικού νεορεαλισμού, αλλά και μια μονοδιάστατη συγκίνηση που αποκαλύπτει την δραματική του αδυναμία.
Η εξαιρετική εναρκτήρια σκηνή είναι από αυτές που σου κλωτσούν το υπογάστριο. Ταυτόχρονα χαρίζουν μια αυτοπεποίθηση στο έργο για το «δίκιο» του αλλά και για την σχετική απόρριψη κάθε εντυπωσιασμού στη συνέχεια. Αμέσως μετά τον τίτλο της ταινίας ξεκινά η ιστορία ενός πατέρα, ουσιαστικά άπορου, του οποίου η οικογένεια λόγω οφειλών που δεν της αποδίδονται και εξοντωτικής ανεργίας ζει στην εξαθλίωση, και πρέπει τώρα να μπορέσει να κερδίσει πίσω τα παιδιά του από ένα κράτος που τα έχει δώσει σε ανάδοχη οικογένεια.
Από την αρχή, η τέταρτη ταινία του Σέρνταν Γκολούμποβιτς σχηματίζει μια «καφκική», μανιχαϊστική αναμέτρηση. Το Κράτος των εκδικητικών λειτουργών του, η γραφειοκρατία και οι γραβατάκηδες υπάλληλοί του από τη μια και το αποδυναμωμένο άτομο στην άλλη πλευρά. Η αναμέτρηση είναι γνωστή, σε πολύ ηπιότερες μορφές, έστω, την έχει βιώσει καθένας μας – εκτός ίσως κάποιων από γεννησιμιού προνομιούχων, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι το κοινό του έργου. Και είναι μια αναμέτρηση που μέσες-άκρες όσο προοδεύει η δυτική κοινωνία δεν είναι όσο μονομερής ήταν στα καφκικά, αλλά και αμέσως μεταγενέστερα χρόνια. Όμως στον κόσμο του έργου υπάρχει ένα φάντασμα αποτυχημένου σοσιαλισμού που, ισχυρίζεται το έργο, αντέχει ακόμα στην εποχή των σέλφις και των τιτιβισμάτων. Η ταινία θέλει να φωτογραφήσει το φάντασμα μιας εποχής που διαφεντεύει ακόμα τους ανθρώπους της. Συνεκδοχικά ίσως θέλει να πει κι ότι ο απλός λαός εξακολουθεί πάντα να είναι το θύμα. Πρέπει να είσαι αναίσθητος για να διαφωνήσεις με αυτό. Αλλά μια ταινία δεν αρκεί να έχει κάτι να πει, πρέπει και να βρει και τον τρόπο να το διηγηθεί.
Σε μια εντυπωσιακή σκηνοθετικά σκηνή, ένα «αντιλαϊκό», σχεδόν νιχιλιστικό και ειρωνικό σεναριακό εύρημα, μετουσιώνεται σε μια περιγραφή του κεντρικού χαρακτήρα ως σύγχρονου Άτλαντα
Το περιγραφικό ρεαλιστικό δράμα υπήρξε το βούτυρο στο ψωμί των διηγήσεων του νεορεαλισμού. Επί των ημερών μας, επί το βαλκανικότερο και εξ ανάγκης περισσότερο ευφάνταστα αλλά και κατονομαστικά, το έχουν αποδώσει οι Ρουμάνοι σε ταινίες όπως οι «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Ημέρες» (2007) του Μουνγκίου ή το ντοκιμαντερικό «Collective» του Νάναου, που είδαμε πέρυσι. Τα παραδείγματα δεν είναι τυχαία, καθώς ο εσωτερικευμένος εφιάλτης μια αναμέτρησης με ένα εχθρικό, βαθιάς ρίζας, Κράτος είναι το φόντο και το θέμα τους. Εξηγούν όμως και γιατί ο «Πατέρας» φαντάζει μονοδιάστατος στο οδοιπορικό της οδύνης του (σε σημεία θυμίζει τον ηδονοβλεπτικό οδυρμό του Ινιάριτου στο «Biutiful»), ενώ, ευτυχώς περιστασιακά, αφήνεται και σε σεναριακές επιλογές εύκολης συγκίνησης, ώστε να μπει για τα καλά στο πετσί του ενσυναισθητικού θεατή του - η σκηνή με το σκυλάκι, που παραπέμπει στον Ντε Σίκα, αλλά ατυχώς υπενθυμίζει και πόσο λείπει η αυθεντικότητα του Τζέζαρε Σαβατίνι. (O καταθλιπτικός μονόδρομος, πάντως, αντισταθμίζεται μερικώς από κάποιες σκηνές προθέσεων, όπως αυτή του διαλόγου στο νοσοκομείο -«ενδογιουγκοσλαβικού» συναρπαστικού συμβολισμού- ή της εμφανώς μεταφορικής σκηνής με τους λύκους).
Όμως και το κοινωνικό, ανθρωποκεντρικό, πολιτικό σινεμά δεν είναι απαλλαγμένο από την χρεία διαλεκτικού δραματικού μίτου. Οι αντίπαλοι του ήρωά μας κυμαίνονται από το εκδικητικοί (αναλαμβάνει ο έμπειρος Μπόρις Ισάκοβιτς στον ρόλο ενός γραφειοκράτη-τέρατος) έως το γλοιώδεις και πρέπει να φτάσουμε στο τέλος για να υπάρξει μια ρανίδα φωτός, όχι θεσμική, μα τρόπον τινά «πελατειακή». Είναι σαφές ότι ο Γκολούμποβιτς περιγράφει συλλογικούς καημούς δεκαετιών – και αυτό είναι αλήθεια εξωραΐζει την διάθεση προς το έργο, παρά τις δραματουργικές αδυναμίες – δεν χάνει όμως την πίστη του στην μεταξύ μας κατανόηση. Δεν ταιριάζει στο έργο που φτιάχνει, αλλά δικαιούται έστω και ένα ενστικτώδες άλμα στο φως.
Στο φινάλε, στο ντεκουπάζ μιας σκηνής εντυπωσιακού σκηνοθετικού χειρισμού, μετουσιώνει ένα «αντιλαϊκό», σχεδόν νιχιλιστικό και ειρωνικό σεναριακό εύρημα, σε μια περιγραφή του κεντρικού χαρακτήρα ως σύγχρονου Άτλαντα, αντί Σισύφου όπως σκιαγραφούνταν ως τότε. Και μέσα στην τονική της παγωνιά και την σπαρτιάτική της αφαίρεση, ξεκινά μια αισιότερη «επίπλωση» του δράματος, που κλείνει το έργο με μια υποψία έως και λυτρωτική, παρότι σαν το πιο καλό αμερικανικό παιδί συμπεραίνει ατομικισμό στην δραματική επίτευξη. Αν έλειπε και η ατονική θριλερικότητα της μουσικής των τίτλων τέλους, που αντιλέγει στο καθαρό δράμα που έχεις παρακολουθήσει, θα υπήρχε μια παραπάνω επιτυχία.
Βραβείο Κοινού και Οικουμενικής Επιτροπής πριν δύο χρόνια στο φεστιβάλ του Βερολίνου και μια ογκώδης, δωρική ερμηνεία από τον Γκόραν Μπόγκνταν στον ρόλο του Πατέρα.