Τα θέατρα στη Μεγάλη Βρετανία αρνούνται να ανεβάσουν έργα του Μάρτιν ΜακΝτόνα - νεα || cinemagazine.gr
13:33
10/4

Τα θέατρα στη Μεγάλη Βρετανία αρνούνται να ανεβάσουν έργα του Μάρτιν ΜακΝτόνα

Ο Ιρλανδός δημιουργός κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αποκαλύπτοντας ότι οι θεατρικοί παραγωγοί του ζητούν να αλλάξει λέξεις και άλλα στοιχεία στα σενάρια του, ώστε να μην προσβληθεί το κοινό, αν θέλει να τα ανεβάσουν στο σανίδι.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Όσοι έχουν παρακολουθήσει θεατρικά έργα του Μάρτιν ΜακΝτόνα α) είναι τυχεροί και β) ξέρουν ότι η ωμότητα της γλώσσας και το κοφτερό του χιούμορ σίγουρα δεν θα περνούσαν αλώβητα από σταυροφόρους της τυπολατρικής ευπρέπειας και της κοινωνικής ευαισθησίας, οι οποίοι αδυνατούν να διακρίνουν τη μεγαλύτερη εικόνα. Βλέπουν πχ. το «Πάρτι» του Μπλέικ Έντουαρντς και εστιάζουν στο πόσο «προσβλητική» είναι η απεικόνιση του χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Πίτερ Σέλερς, παραμερίζοντας την ιστορική ερμηνεία ενός έργου, μα κυρίως αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι είναι ο μόνος τον οποίο αγαπά και στηρίζει η καυστική κωμωδία της ταινίας – για να το πούμε ωμά, πρέπει πραγματικά να έχεις σοβαρό πρόβλημα για να μην μπορείς να διακρίνεις το βλέμμα, τη στάση και τις προθέσεις του Έντουαρντς.

Ο ΜακΝτόνα, λοιπόν, σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε ότι δυσκολεύεται να βρει θέατρα πρόθυμα να ανεβάσουν θεατρικά έργα του, χωρίς να προβεί σε αλλαγές ώστε να είναι πιο αρμοστά στις ευαισθησίες του σημερινού κοινού, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται οι θεατρικοί παραγωγοί. «Zoύμε σε τρομακτικούς καιρούς. Νομίζω ότι όλο αυτό κρύβει από πίσω μια προσπάθεια να καταπνιγούν οι φωνές αντίδρασης. Η συμβουλή μου προς τους νεαρούς συγγραφείς είναι να κλείσουν τα social media, να σταματήσουν να τσεκάρουν τι λέγεται στο ίντερνετ και να βγουν εκεί έξω και να μην φοβούνται να “ενοχλήσουν”», δήλωσε ο ΜακΝτόνα στο BBC.

Μετά τις επιθέσεις εκδοτικών οίκων στα έργα της Άγκαθα Κρίστι και του Ρόαλντ Νταλ, καμία εντύπωση δεν μας κάνει, σε δεύτερο στάδιο θα μπορούσαμε κάλλιστα να ζωγραφίσουμε και βρακιά στους ανθρώπους στον «Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος. Είναι, βεβαίως, μεγάλη και πολυπαραγοντική η συζήτηση για το αν και για το πώς η τέχνη προσαρμόζεται στους καιρούς της, είναι αδιαμφισβήτητο και ότι οι Χριστιανοί πχ. που κατέστρεφαν «ειδωλολατρικά» αγάλματα και ναούς, πίστευαν ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους και φρόντιζαν να προσαρμόσουν την τέχνη αναλόγως.

Σίγουρα η ιστορία θα κρίνει τις σημερινές παρεμβάσεις στο έργο των καλλιτεχνών, οφείλουμε να επισημάνουμε, όμως, και ότι η ιστορία έχει δείξει ότι οι παρεμβάσεις στην τέχνη και την έκφραση σπάνια αντιμετωπίστηκαν με θετικό μάτι σε βάθος δεκαετιών και αιώνων.