[Κριτική] «Wolfwalkers»: Όλοι έχουν ανάγκη από μια ρομαντική φιλία - νεα || cinemagazine.gr
13:48
21/1

[Κριτική] «Wolfwalkers»: Όλοι έχουν ανάγκη από μια ρομαντική φιλία

Αγνό στις προθέσεις του και εντυπωσιακό στην όψη του, το «Wolfwalkers» -που στριμάρει αποκλειστικά στην πλατφόρμα της Apple- αναγεννά τους θρύλους που μοιάζει να έχουν ξεχαστεί, για να υπενθυμίσει πως παραμένουν οι πιο ρομαντικοί.

Από τον Χρήστο Πολίτη

Μια μικρή πόλη στην Ιρλανδία του 1650 ζει στη σκιά ενός δάσους που παραμονεύουν λύκοι, απειλή για την ζωή των κατοίκων. Θα μπορούσε έτσι απλά να περιγραφεί το «Wolfwalkers» των Τομ Μουρ και Ρος Στιούαρτ. Στα πλαίσια όμως εκείνων των θρύλων που μέσα στους αιώνες γίνονται παραμύθια, το «Wolfwalkers» κρατάει ίσως τον πιο ευφάνταστο άσο στο μανίκι του, καθώς ένας λύκος της αγέλης είναι ένα μεταμορφωμένο μικρό κορίτσι που ψάχνει τον τρόπο να ξυπνήσει από τον λήθαργο την μητέρα της, αρχηγό των λύκων. Και για το διδακτικό του πράγματος, η μικρή Μεμπ, θα συναντήσει την μικρή Ρόμπιν, μια σχεδόν πορσελάνινη πολεμίστρια που θα ακολουθήσει τον πατέρα της στο δάσος και θα ανακαλύψει πως διαθέτει και η ίδια το χάρισμα να μεταμορφώνεται σε λύκο.

Με αυτό το περιτύλιγμα, τα στούντιο που είναι υπεύθυνα για το «The Secret of Kells», το «The Breadwinner» και το «Song of the Sea» αφήγουνται στο «Wolfwalkers» ένα μικρό, μα επικό, παραμύθι για την δύναμη της φιλίας μεταξύ δυο κοριτσιών. Κι όπως στα παραμύθια και στους θρύλους, όταν οι λεπτομέρειες μπορεί να υπερβάλλουν, και την ίδια στιγμή πολλές από τις γραμμές να «ξεχνιούνται», έτσι και εδώ, οι δυο ηρωίδες μοιάζει σαν να ξεπήδησαν από ένα για χρόνια κλειστό βιβλίο, που πολλά σημεία του μοιάζουν σκονισμένα.

Αέρινες γραμμές, αυστηρές γωνίες, υπέροχα μπερδεμένα χρώματα, ονειρικές προσεγγίσεις στην απεικόνιση των συναισθημάτων

Η συνάντησή τους στο δάσος, που θα λειτουργήσει εύλογα ως κυνηγός και θήραμα, μα γρήγορα θα αλλάξει, είναι το πρώτο βήμα για μια σχέση που θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας. Τα δυο κορίτσια είναι σαν δυο πόλοι στον ίδιο μαγνήτη, που μαζί θα τραβήξουν πάνω τους, όλες τις υπο-ιστορίες. Μετρήστε, τη σχέση του κακού λόρδου της μικρής πόλης που θέλει νεκρούς τους λύκους του δάσους, της μητέρας της Μεμπ που κρατείται φυλακισμένη από τον κακό λόρδο, του πατέρα της Ρόμπιν που κυνηγάει τους λύκους, αλλά και της ίδιας της Ρόμπιν που ως λύκος θα κινδυνέψει να λινσταριστεί από τους συγχωριανούς της, στην προσπάθειά της να ελευθερώσει την μητέρα της Μεμπ, η οποία ως λύκος βρίσκεται μακριά από την κόρη της.

Τίποτα, ωστόσο, δεν μοιάζει τόσο μπερδεμένο όσο θέλει να φαίνεται η αφήγηση του «Wolfwalkers», και τα σκίτσα βοηθούν καταπραϋντικά σε αυτό. Αέρινες γραμμές, αυστηρές γωνίες, υπέροχα μπερδεμένα χρώματα, ονειρικές προσεγγίσεις στην απεικόνιση των συναισθημάτων, ταιριαστή χρήση της μουσικής που μπερδεύεται με τα ουρλιαχτά των λύκων, η ταινία λειτουργεί σε αυτή και με αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Σαν όνειρο και σαν εφιάλτης, ταυτόχρονα, που λίγα θυμάσαι όταν ξυπνάς, κι άλλα είναι πιο τρομακτικά, κι άλλα αφελώς ειπωμένα, μα μοιάζουν όλα σαν κάτι γρήγορο που, όμως, έχεις την ανάγκη να αφηγηθείς.

Με ένα άρτια ατιμέλητο σχεδιασμό, όπου τα σκίτσα -γιατί περί σκίτσων πρόκειται- μπορούν στ’ αλήθεια να πάρουν όποια μορφή και κίνηση «χρειάζονται», η επιλογή των σκηνοθετών να κατευθύνουν την ιστορία τους προς ένα τρίτο μέρος, που σκοτεινιάζει με μια μάχη μεταξύ λύκων και ανθρώπων, μοιάζει χωρίς προσανατολισμό. Και αυτό γιατί εκεί ακριβώς είναι που το «νοιάξιμο» χάνεται, και μονάχα στο λυτρωτικό φινάλε θα επανέλθει για να δώσει ακριβώς αυτό το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» που του αρμόζει, μια λύση που φαινόταν ξεκάθαρα από την αρχή της ιστορίας.

Χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις να αφηγηθεί την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου», το «Wolfwalkers» έχει αυτή την αρετή, να προσεγγίσει εκείνου του τύπου τη φιλία που δεν χρειάζεται πολύ κόπο, μα λειτουργεί ως σφύριγμα, που ο ένας καλεί τον άλλον, κοντά του.