18 - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

18

18

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Δουβλής
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Βασίλης Δουβλής
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Ιωσήφ Γαβριελάτος, Αναστάσης Λαουλάκος, Κλέλια Ανδριολάτου, Γεωργία Ανέστη, Μαρίνα Ανυφαντή, Δημήτρης Λάλος, Μαρία Σκουλά, Γιώργος Συμεωνίδης
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιώργος Βαλσαμής
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Βαγγέλης Φάμπας
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood
    18

Η ιστορία μιας ομάδας παιδιών λίγο πριν την ενηλικίωση σε μια πόλη-χώρα-κόσμο, όπου η έννοια του μεγαλώματος είναι σύμφυτη με τη βία. Βία που για κάποια από τα παιδιά, όχι μόνο της ταινίας, αντίκειται ακόμα και στο ότι η ενηλικίωση αυτή θα προφτάσει να συμβεί.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Παρότι στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά οι ιστορίες ενηλικίωσης είναι ένα άτυπο είδος με καταγεγραμμένα αριστουργήματα, στην Ελλάδα, μια χώρα που εδώ και 50 χρόνια μαστίζεται από μια ιδιότυπη «δικτατορία του δημιουργού» στην παραγωγή της, σπανίζουν. Ειδικότερα ταινίες που φωτογραφίζουν την σχολική πραγματικότητα, δεν λέμε στο διαμέτρημα του «Ο Κύριος Μπάχμαν και η Τάξη του» (ελπίζουμε η προτροπή μας για σχολικές προβολές να εισακούστηκε από κάποιους ιθύνοντες), ή την πιο επείγουσα υπόθεση του νεανικού προβλήματος της βίας, λείπουν. Η ταινία του Βασίλη Δούβλη, λοιπόν, παρά τις αδυναμίες της, που επ' ουδενί της στερούν μια πολύ ενδιαφέρουσα προβολή, περιορίζει ένα κενό.

Το «18» παρακολουθεί την ιστορία παιδιών σε ένα σχολείο του Περάματος (που δεν κατονομάζεται, αλλά η γεωγραφία είναι αποκαλυπτική). Ο ένας φωτογραφίζει και ερωτεύεται μια συμμαθήτρια. Άλλοι δύο είναι ετερόφωτοι τσαμπουκάδες, μπούληδες που δεν γουστάρουν «τους ξένους και τις λούγκρες». Τους «άλλους» γενικά. Ένας άλλος, λίγο μεγαλύτερος, άρτι απολυθείς από τον Στρατό, θα τους φέρει στη νοοτροπία της συμμορίας. Ένας ακόμα είναι αφρικανικής καταγωγής και δεν ομολογεί ποτέ τις επιθέσεις που δέχεται - είναι ήδη στη «φυλακή» ενός περίγυρου που τον στοχεύει συστηματικά. Κι ένας ακόμα, ο δραματουργικά πιο ενδιαφέρων, ισορροπεί ανάμεσα στην καλή του πάστα και τα «κωλόπαιδα» που τον περιστοιχίζουν. Οι δύο έφηβες γυναίκες της ταινίας, περισσότερο όμορφες παρά με ουσιαστικό ρόλο - ένα από τα ελαττώματα της ταινίας - αποτελούν η μια έναν κινητήριο μοχλό μιας υποπλοκής και η άλλη το σύμβολο μιας ζωής που ξεγλιστρά σαν άμμος από τα χέρια.

Γύρω τους μια κοινωνία σαστισμένη από τον κορονοϊό (που έχει έναν λανθασμένα ασήμαντο ρόλο στο έργο), καθημαγμένη από την ανεργία, ξεραμένη από την γενική ανέχεια της έλλειψης ενός κάποιου ξέφωτου - ο Γιώργος Συμεωνίδης φτιάχνει πολλά από λίγα με τον μικρό του ρόλο ως πατέρας ενός από τα παιδιά. Οι οικογένειες είναι διαλυμένες, η ενδοοικογενειακή βία ποικιλοτρόπως παρούσα, ευτυχώς δίχως στόμφο, οι πληγές του μίσους προς καθετί αλλιώτικο ολοένα ανοιχτές.

Το καλό του «18», η περιγραφική του δεινότητα, είναι και μέρος της αδυναμίας του. Είναι περιγραφικό, αλλά δεν ψάχνει τα αίτια αυτού που περιγράφει. Όταν το κάνει είναι αδύναμο και ευλογοφανές - φταίει ο στρατός, η τηλεοπτική συνωμοσιολογία, το διαλυμένο σπίτι. Ευστοχότερο είναι όταν υποδεικνύει ένα πατριαρχικό φάντασμα, του νεκρού ταγματάρχη πατέρα, αλλά και πάλι, για τον υπογράφοντα τουλάχιστον, οι αιτιολογίες αυτές είναι υπαρκτές, οπωσδήποτε, αλλά απλουστευτικές.

Όμως όταν αφήνεται στην περιγραφικότητα, έτσι στακάτο σαν τις συνομιλίες των παιδιών που δεν χαραμίζουν λέξεις (εκτός αν είναι μπούληδες, εκεί μιλάνε ακατάπαυστα - με τις ίδιες λέξεις), το έργο φανερώνει μια άνεση που πηγάζει από την αυτοπεποίθηση του ότι ξέρει σεναριακά πώς ακριβώς θα σκιαγραφήσει πρόσωπα. Η σκηνοθεσία είναι γοργή και καθαρή, οι σκηνές μετρημένες και διαυγείς στην υποκίνηση της πλοκής, οι ερμηνείες ανεκτές με τα ελληνικά μέτρα (εξαιρετική μια στιγμή του Νικολάκη Ζεγκίνογλου, όταν μιλά με τη μητέρα του, Μαρία Σκουλά, σε βιντεοκλήση), ο τόνος στεγνός, χωρίς καλολογισμούς, ενώ υπάρχει και μια φωτεινή ερωτική σκηνή - ματιά στον Παράδεισο, που εξισορροπεί μια σκοτεινή προηγούμενη, ανεκμετάλλευτη τελικά.

Παρά την περιβάλλουσα ένδεια της παραγωγής, η φωτογραφία του Γιώργου Βαλσαμή ανεβάζει κλίμακα στην εικόνα, ιδίως όπως αντιπαραβάλλει τα αναερόβια νυχτερινά (κυρίως των σπιτιών) με τα ανοιχτά ημερήσια πλάνα, το ίδιο και τα κοψίματα του μοντάζ της Ιωάννας Πογιαντζή, που στεγνά κι ωραία κουρδίζει ένα έργο δίχως δευτερόλεπτο διηγητικού λίπους. Αυτό βέβαια δεν «σώζει» την διδακτική έλλειψη κάθαρσης στο κλείσιμο της τρίτης πράξης, αλλά αυτό πια σήμερα καταντά κανόνας. Εν μέρει, πάντως, και το κλείσιμο αυτό είναι ευθυγραμμισμένο με μια σεμνή ταινία περιγραφής, αντί με ένα αμετροεπώς φιλόδοξο έργο που θα εντρυφούσε σε σωσίβιες δραματουργικές λυτρώσεις.

Επίσης «υποχρεωτική» η προβολή του, συνοδεία συζητήσεως, σε σχολικό περιβάλλον.  

  

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • 18
  • 18