Αγάπη, Ζωή

Κραυγές και ψίθυροι στη νοηματική μιας ελεγείας για τις ανθρώπινες σχέσεις από το βαρύ χέρι του Ιάπωνα Κότζι Φουκάντα, που εδώ υπογράφει την καλύτερη μέχρι σήμερα δουλειά του.
Το «Αγάπη, Ζωή» ανήκει σε μία σπάνια και πολύ ιδιαίτερη συνομοταξία ταινιών, που δεδομένης της συμβιωτικής σχέσης που έχουν στην εποχή μας η μουσική και η εικόνα, θα θέλαμε και θα περιμέναμε να απαντάται περισσότερο στη μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για φιλμ που έγιναν επειδή υπήρξε προηγουμένως ένα τραγούδι. Στην προκειμένη, ένα ξεχασμένο κομμάτι έντεχνης j-pop από την αυγή της δεκαετίας του '90, το ομότιτλο «Love Life» της Akiko Yano.
Ο ενίοτε σπουδαίος Κότζι Φουκάντα, που εξακολουθεί να μας πείθει πως είναι σημαντικότερος απ' ότι οι ταινίες του ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, αντλεί το ύφος, το ρυθμό και τη μικροδομή ενώ εμπνέεται απ' τους στίχους μιας αιθέριας μπαλάντας που μιλάει για την απόσταση που ορθώνεται μεταξύ ανθρώπων που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ (στίχοι που ευτυχώς εμφανίζονται μεταφρασμένοι στα ελληνικά όταν η περίσταση το απαιτεί). Μέσα από μια παράκληση που έρχεται σαν προσευχή, ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία της Ταέκο, μιας γυναίκας που ζει με το δεύτερο σύζυγό της και το γιο της απ' το πρώτο γάμο. Ένα τραγικό γεγονός όμως φέρνει τον κωφό και αλκοολικό πατέρα του παιδιού ξανά στη ζωή της.
Μια ταινία που χωρίς να καλλιγραφεί γίνεται σταδιακά πιο όμορφη, που λειτουργεί υποδόρια, που είναι επιτηδευμένα ατελής καθώς μιλάει για τις ανθρώπινες ατέλειες, αληθινή γι' αυτό αυθόρμητα συγκινητική...
Οι τύψεις που κατακλύζουν τους ήρωες από τα θεμέλεια ακόμα της παραπάνω ιστορίας ίσως να προδιαθέτουν για κάτι εντελώς διαφορετικό, το «Αγάπη, Ζωή» όμως είναι μια θεσπέσια ισορροπημένη συναισθηματικά ταινία που υπερκερνά τους μελοδραματισμούς κι εν τέλει μπορεί να μιλήσει για πολλά περισσότερα από τη διαχείριση της απώλειας. Το πετυχαίνει διερευνώντας κοινωνικές πτυχές όπως οι δυναμικές της οικογένειας και των φύλων, επιστρατεύοντας υπόγειο χιούμορ και σαρκασμό ενώ στο περιβάλλον σιγοκαίει η τραγωδία, και αντιπαραβάλλοντας ένα σκηνοθετικό στυλ που επιχειρεί να ξενίσει καθώς αδιαφορεί για την κλίμακα της κάθε μικρής ή μεγάλης στιγμής. Κινηματογραφώντας με νατουραλισμό και απλότητα, και διατάζοντας τους φωτισμούς να ακολουθούν τη φυσική ροή των πραγμάτων σε πείσμα μιας ενιαίας αισθητικής που θα αναδείκνυε καλύτερα τις εξαίσιες συνθέσεις του, ο σκηνοθέτης φέρνει το θεατή συνεχώς αντιμέτωπο με την οικεία κι ελαφρώς σουρρεαλιστική αίσθηση μιας καθημερινότητας που όσο την παρατηρείς, τόσο δεν σταματάει να σε κοιτάξει. Με ανθρώπους που ζούνε σε προσχήματα όσο μέσα τους συμβαίνει κάτι μεγαλύτερο και το οποίο όταν πάει να εξωτερικευτεί καταντάει αμήχανο ως και αστείο. Είναι ο τρόπος του Φουκάντα να μιλήσει για την αληθινή ζωή, μέσα από τις δυσαρμονίες στο πρόσωπο αυτής της καθημερινότητας, όσο μια αχρείαστη νοηματική γλώσσα γεμίζει τα κενά μεταξύ των σιωπών.
Αν και ελαφρώς απογοητευμένοι που ο σκηνοθέτης δεν επέτρεψε στο εαυτό του να εκτροχιαστεί όπως υποσχόταν οι διφορούμενες τελευταίες ταινίες του, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ο Φουκάντα βρήκε επιτέλους σε μια μελωδία την αφορμή για την καλύτερη μέχρι σήμερα δουλειά του. Απόπειρα για ένα πραγματικό έργο τέχνης που ταιριάζει απόλυτα με την υπογραφή του. Μια ταινία που χωρίς να καλλιγραφεί γίνεται σταδιακά πιο όμορφη, που λειτουργεί υποδόρια, που είναι επιτηδευμένα ατελής καθώς μιλάει για τις ανθρώπινες ατέλειες, αληθινή γι' αυτό αυθόρμητα συγκινητική, τόσο μικρή που σχεδόν κανείς δεν θα γυρίσει να την κοιτάξει όσο παρατηρεί τους ήρωές της. Σχεδόν όπως ένα ξεχασμένο ασύμμετρο j-pop κομμάτι που περνάει σαν ψίθυρος κάποια στιγμή απ' το ράδιο ενώ γύρω συμβαίνει η ζωή.