Ο Μαέστρος
Maestro
Φροντισμένη στην εντέλεια, πολυτελής σε επίπεδο παραγωγής, σκηνοθετημένη με ενέργεια και με δυο αξιοπρεπέστατες πρωταγωνιστικές ερμηνείες, η επιστροφή του Μπράντλεϊ Κούπερ πίσω από την κάμερα παίρνει μια υψηλών προδιαγραφών βιογραφία και την περιορίζει στις στενές διαστάσεις ενός οικογενειακού δράματος.
Μια κινηματογραφική βιογραφία για τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν παρουσιάζει εξαρχής ένα σημαντικό δίλημμα: επικεντρώνεται κανείς στο πλούσιο μουσικό του έργο ως συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και παιδαγωγού; Ή προτιμά να εστιάσει στις λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής με μια ανοιχτόμυαλη σύζυγο η οποία όχι μόνο γνώριζε για την ομοφυλοφιλία του, αλλά και δεν τον αποθάρρυνε στο να επιδιώκει παράλληλες περιπέτειες με άντρες; Στην πρώτη περίπτωση η ταινία που θα προέκυπτε θα ήταν πιθανόν το συναρπαστικό πορτραίτο μιας από τις πιο προικισμένες μουσικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Το τι θα συνέβαινε στη δεύτερη περίπτωση το μάθαμε βλέποντας το «Maestro» του Μπράντλεϊ Κούπερ.
Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στην ταινία, ο Κούπερ επιχειρεί να επαναλάβει τη μεγάλη επιτυχία με την οποία, το 2018 χάρη στο «Ένα Αστέρι Γεννιέται», συστήθηκε ταυτόχρονα και με τις τρεις αυτές ιδιότητες σε ένα κοινό που μέχρι εκείνη τη στιγμή τον γνώριζε αποκλειστικά ως ηθοποιό. Το «Maestro» έχει στο επίκεντρο και πάλι ένα ζευγάρι του οποίου η ζωή απορροφάται και σφραγίζεται από την τέχνη του ενώ ο Κούπερ φροντίζει, όπως και στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, να τοποθετήσει τη μουσική σε κεντρικό σημείο της δράσης. Αυτή τη φορά, όμως, δεν έχει να κάνει με σεναριακά επινοημένους ήρωες, αλλά με ένα υπαρκτό, εμβληματικό και παγκοσμίως αναγνωρίσιμο πρόσωπο, όπως ήταν ο Μπέρνσταϊν.
Ο Κούπερ ακυρώνει κάθε απόπειρα να φέρει το κοινό πλησιέστερα στη μέθοδο, τη σημασία και το μεγαλείο της τέχνης του Μπέρνσταϊν
Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, λοιπόν, μια πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει για το «Maestro» είναι το πόσο προσεκτικό είναι στις απεικονίσεις και τους χαρακτηρισμούς του. Η ταινία φυσικά και αναγνωρίζει τη διττή ερωτική πλευρά του Μπέρνσταϊν, το κάνει ωστόσο με τρόπο σεμνότυφο (εκτός κι αν ένα πεταχτό φιλί μεταξύ δύο αντρών λογίζεται ως κάτι άλλο) και διακριτικό, προτιμώντας να ακολουθήσει μια πιο ρομαντική κατεύθυνση και να διηγηθεί μια ιστορία δύσκολης μα δυνατής αγάπης με θλιμμένο τέλος.
Εκεί όμως έγκειται και το σημαντικότερο πρόβλημα μιας κατά τα άλλα ιδιαίτερα προσεγμένης και καλαίσθητης ταινίας. Το «Maestro» ξεκινά μπριόζικα και υποσχόμενα, εκκινώντας από το σημείο της μεγάλης αναγνώρισης του Μπέρνσταϊν ως διευθυντή ορχήστρας και βρίσκοντας έναν έξυπνο τρόπο για να καταστήσει σαφές πόσο το προσκήνιο και το παρασκήνιο στάθηκαν δυο αλληλένδετα και καθοριστικά πεδία για τον μουσικό και τον βίο του.
Η ταινία φυσικά και αναγνωρίζει τη διττή ερωτική πλευρά του Μπέρνσταϊν, το κάνει ωστόσο με τρόπο σεμνότυφο και διακριτικό
Πολύ σύντομα γίνεται αντιληπτό, εντούτοις, ότι ο Κούπερ ακυρώνει κάθε απόπειρα να φέρει το κοινό πλησιέστερα στη μέθοδο, τη σημασία και το μεγαλείο της τέχνης του Μπέρνσταϊν, να τον συστήσει σε θεατές που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστα για εκείνον και κυρίως να δώσει στο κοινό να καταλάβει γιατί ακριβώς οφείλουμε να τον μνημονεύουμε. Αυτό που ενδιαφέρει τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του φιλμ είναι τα ενδότερα ενός γάμου, μοναδική ιδιαιτερότητα του οποίου ήταν πως στάθηκε μια αντισυμβατική και αρκετά προοδευτική για την εποχή της σχέση.
Όποια κι αν ήταν, λοιπόν, τα επιτεύγματα του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν θα χρειαστεί να τα μαντέψουμε ή να τα φανταστούμε μέσα από δυο-τρεις σκηνές που τον δείχνουν φευγαλέα επί τω έργω. Για την υπόλοιπη διάρκειά του, το «Maestro» είναι ένα αξιοπρεπές love story που ωφελείται πολύ από τις καλές ερμηνείες και τη χημεία των δύο πρωταγωνιστών (Κούπερ και Κάρεϊ Μάλιγκαν). Έτσι όμως, μια μεγάλη ευκαιρία, που ήταν ένα πολυτελές και περιεκτικό βιογραφικό φιλμ για τον Μπέρνσταϊν πηγαίνει χαμένη. Και ό,τι απομένει είναι ένα καλογυαλισμένο οικογενειακό δράμα.