Κόκκινο Νησί
Red Island
Σε μια γαλλική, στρατιωτική βάση στη Μαδαγασκάρη των ‘70s ο μικρός Τομά θα έρθει αντιμέτωπος με μια απότομη ενηλικίωση, όταν ο επίγειος παράδεισός του διαρρηχθεί από την αποικιοκρατική πραγματικότητα των μεγάλων.
Ο Ρομπέν Καμπιγιό σκηνοθέτης του λυτρωτικά συγκινητικού «120 Χτύποι το Λεπτό» επιστρέφει, αυτή τη φορά με μια ταινία μπολιασμένη με μνήμες από το δικό του παιδικό παρελθόν και τη γαλλική του κληρονομιά, με ένα αποτέλεσμα που μπορεί να ανοίγει τον προσωπικό (του) διάλογο με την ιστορική μνήμη, δύσκολα όμως θα βρει αντίκρισμα σε ένα ευρύ κοινό.
Ο Τομά ζει με την οικογένειά του σε μια γαλλική, στρατιωτική βάση στη Μαδαγασκάρη. Ο πατέρας του είναι αξιωματικός του στρατού και η μητέρα του ασχολείται με το μεγάλωμα του ίδιου και των αδελφών του. Οι Λόπεζ, όμως, δεν αποτελούν τη μοναδική γαλλική παρουσία στο νησί, αφού πολλές ακόμη οικογένειες Γάλλων ζουν εκεί στα πλαίσια ενός κυρίαρχου στρατιωτικού «κράτους εν κράτει». Ο Τομά «δραπετεύει» συχνά στον δικό του κόσμο, αυτόν της φαντασίας, εκεί όπου μια πιτσιρίκα με μπέρτα – η Fantomette – πολεμάει το έγκλημα αποδίδοντας δικαιοσύνη. Όταν τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας μπλεχτούν μεταξύ τους, η αρχή της συνειδητοποίησης για τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος των ενηλίκων, θα αποτελεί πια πικρό μονόδρομο για τον Τομά και την παιδικότητά του.
Ο Καμπιγιό αποπειράται να «φιλτράρει» το αποικιοκρατικό στίγμα μέσω της οπτικής του μικρού του πρωταγωνιστή, στα μάτια του οποίου τα πάντα φαντάζουν ακόμη περιπετειώδη και μαγικά, όπως φαντάζουν όλα τα πράγματα όταν είμαστε μικροί, αθώοι και δίχως τις προσλαμβάνουσες εκείνων των συγκεκριμένων, εξωτερικών ερεθισμάτων από τα οποία μας προστατεύουν οι γονείς μας. Εδώ ο Τομά διατηρεί την περιέργεια της ηλικίας για καθετί γύρω του, δρώντας σαν άλλος Φαντομάς με μπέρτα και μάσκα, εν μέρει γιατί οι δικοί του αποφεύγουν πολύ βολικά να του εξηγήσουν τους ακριβείς λόγους για τους οποίους δεν βρίσκονται στη Γαλλία, αλλά σε μια χώρα της νοτιοανατολικής Αφρικής.
Αυτή η επίφαση ελλειπτικότητας στην πρόζα και τη δράση καθιστούν το «Κόκκινο Νησί» μια στριφνή εμπειρία, παρά την καρτποσταλικής ομορφιάς φωτογραφία της Ζαν Λαπουαρί. Ο Καμπιγιό μας καλεί να εξετάσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων μέσα από τα μάτια του Τομά, όμως από τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι αυτό που θέλει να πει, το φιλμ «βαλτώνει» σεναριακά παραμένοντας σε μια παρατεταμένη κατάσταση προσμονής μιας αλλαγής, που όλο έρχεται και όλο δεν έρχεται, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της ταινίας, όπου εκεί πια οι προθέσεις του δημιουργού έχουν γίνει ξεκάθαρες.
Η τελική μεταστροφή και η ξαφνική μετάθεση του αφηγηματικού κέντρου βάρους από τον Τομά σε μια νεαρή Μαλγάσια, είναι υποδηλωτικό του εγχειρήματος του Καμπιγιό που αντιστρέφει τους ρόλους φέρνοντας τους αγωνιστές ντόπιους στο προσκήνιο και «πετώντας» τους λευκούς αποικιοκράτες στο περιθώριο. Πρόκειται για μια τολμηρή κίνηση που θα αποκτούσε νόημα εάν η πορεία μέχρι την ύστατη κορύφωση (αν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο) δεν ήταν ασύνδετη και γεμάτη σχηματικά μικρό-γεγονότα που δεν μοιάζουν να αποσκοπούν σε κάτι περισσότερο, πέρα από το να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη απορία, ίσως και σοκ, στα τελευταία τριάντα λεπτά της ταινίας.
Το «Κόκκινο Νησί» είναι ένα κινηματογραφικό τεστ που σίγουρα δεν θα το περάσουν όλοι. Όχι (μόνο) γιατί είναι δύστροπα καμωμένο, αλλά και γιατί ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν μια πρόφαση, μια εξυπνάδα του δημιουργού της, προκειμένου στο τέλος «να μας τη φέρει». Κρίμα, μόνο, που το είχαμε ήδη δει να έρχεται από νωρίς.