Ο Τελευταίος Στρατιώτης
The Last Rifleman
Ένας βετεράνος του 2ου ΠΠ, ο οποίος πολέμησε στην Νορμανδία της «πιο μεγάλης μέρας του πολέμου», δραπετεύει στα 92 του (και ¾) από τον οίκο ευγηρίας του και αποφασίζει να παρευρεθεί στον 75ο εορτασμό της Απόβασης. Βασισμένη σε αληθινή ιστορία, μια αναπόφευκτα συγκινητική ιστορία στην καρδιά μιας αφιλόδοξης κινηματογραφικά παραγωγής.
Άλλοι τα δύο αστεράκια τα έχουν για συνώνυμο της μετριότητας. Άλλοι τα έχουμε για «ενδιαφέρουσα», που λέγαμε παλιά. Όχι καλή, ενδιαφέρουσα. Όχι κακή, αξιοσημείωτη. Όχι δεν βλέπεται, όχι περίβλεπτη. Στ’ αλήθεια, ευγενικά ατυχής. Σαν τη Τότεναμ, που θα έλεγε και ο Μάρτιν ΜακΝτόνα.
Η ταινία του Τέρι Λόουν έχει στην καρδιά της μια εντελώς συγκινητική, αληθινή, ιστορία, που ένα απέραντα κακό timing ρίχνει πάνω ακριβώς στο «Great Escaper» με τον Μάικλ Κέιν και την Γκλέντα Τζάκσον, με το οποίο μοιράζονται ακριβώς το ίδιο θέμα – την δραπέτευση του Μπέρναρντ Τζόρνταν το 2014 από τον οίκο ευγηρίας του, προκειμένου να βρεθεί εκεί που 70 χρόνια πριν ο ίδιος και οι Σύμμαχοι έγειραν αποφασιστικά την πολεμική πλάστιγγα υπέρ τους. Η παρούσα ταινία γυρίστηκε νωρίτερα μεν, λίγους μήνες, αλλά καταλαβαίνοντας τη μοίρα της οι παραγωγοί έστειλαν απ’ ευθείας στις συνδρομητικές τηλεοράσεις. Στην Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκει αιθουσιακή διανομή. Μάλλον γιατί παίζει ο Τζέιμς Μποντ.
Ο Πιρς Μπρόσναν, σαφώς ένας γοητευτικός ηθοποιός, όχι όμως και ένας μεγάλος ηθοποιός, ερμηνεύει έναν υπέργηρο με φιλοτιμία και θάρρος, αφού παίζει σχεδόν όλη την ταινία με (καλό) μέικ απ γήρανσης για τα πρόσθετα 23 (και ¾) χρόνια – ο Μπρόσναν ήταν 69 (κι ¼) στα γυρίσματα. Χαμηλώνει πολύ τα ντεσιμπέλ της φωνής του και από εκεί και πέρα παραδίδει μια ερμηνεία άλλοτε πειστική, όταν καθιστός, κι άλλοτε όχι τόσο, αφού δεν κουράζεται ιδιαίτερα να βαρύνει την φυσική του κίνηση φέρνοντάς της την πειθώ της υπερηλικίας. Είναι όμως γοητευτικός και οι σταρ το έχουν αυτό το προνόμιο να τραβούν και να κρατούν την προσοχή, ακόμα κι αν «δεν το κάνουν τόσο καλά».
Πλην του Μπρόσναν, το σενάριο του άπειρου Κέβιν Φιτζπάτρικ βρίσκει κρησφύγετο στην στρωτή παράταξη περιστατικών, δηλαδή στην συνταγή, με περιστασιακά φλασμπάκ, επί το πλείστον πληκτικά, διότι δεν έχουν να διηγηθούν κάτι που δεν ξέρουμε ή δεν θα δούμε ήδη στον ενεστώτα της ταινίας. Αισθητικά είναι ανέφελα, θεαματικά καταποντισμένα στον περιορισμένο προϋπολογισμό και την έλλειψη βλέμματος. Κάπως σαν την Τότεναμ κι αυτά. (Παλιότερα τουλάχιστον, φέτος είμαστε καλύτεροι.)
Τι μένει; Η συγκίνηση, ασφαλώς. Πρέπει να είναι κανείς ιστορικά αναλφάβητος – ή «στην λανθασμένη πλευρά της Ιστορίας», όπως λέει στην καλύτερη ατάκα του έργου ο Γιούργκεν Πρόχνοφ, υποδυόμενος έναν Γερμανό βετεράνο, για να μην συγκινηθεί αναλογιζόμενος τη ζωή μέσα από το βλέμμα ενός υπερήλικου που έζησε 75 χρόνια πριν την κόλαση επί γης και επισκέπτεται πια το τουριστικό θέρετρο αναμνήσεων, ίσως, της ιστορικότερης μέρας του 20ού αιώνα. Χαιρετώντας με τον βρετανικό τρόπο, ο Ιρλανδός Μπρόσναν υποδυόμενος τον ομοεθνή χαρακτήρα της ταινίας, συλλογιζόμενος ότι είναι πια ο τελευταίος των τότε μαχόμενων, αποκτά ένα βάρος που δεν νοθεύεται από κανέναν θεατρισμό και ουδεμία μελοδραματική έπαρση από την σκηνοθεσία. Κι αν οι ταινίες με ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας είναι μια αδυναμία σου, ο χρόνος σου με την ταινία δικαιώνεται.