Oι Χωρικοί
The Peasants
Μια εικοσάχρονη αγρότισσα θα παντρευτεί παρά τη θέλησή της, τον πιο εύπορο και κατά πολύ μεγαλύτερό της αγρότη του χωριού, προκαλώντας σάλο στη μικρή κοινότητα όπου ζει, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της μακραίωνης, πατριαρχικής παράδοσης των χωρικών.
Έξι χρόνια μετά το «Ο Αγαπημένος σου Βίνσεντ» την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ζωγραφισμένη εξ ολοκλήρου στο χέρι με την τεχνική της ελαιογραφίας, οι Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν επιστέφουν με ένα ακόμη παρόμοιο εγχείρημα, αυτή τη φορά μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το βραβευμένο με Νόμπελ μυθιστόρημα του Πολωνού συγγραφέα Βουαντίσουαφ Ρέιμοντ, για τη ζωή στην πολωνική ύπαιθρο στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η Γιάγκνα (Ουρζεντόφσκα) είναι ένα όμορφο, νεαρό κορίτσι που ζει με την μητέρα και τα αδέλφια της σε ένα πολωνικό χωριό. Σύντομα θα αποτελέσει το μήλον της έριδος (και τον κρυφό ή και όχι τόσο κρυφό πόθο) για τους ανύπαντρους άνδρες της περιοχής, οι οποίοι κάνουν ουρά για να την ζητήσουν σε γάμο, αλλά εκείνη περιμένει διαφορετικά πράγματα από τη ζωή της: θέλει να φύγει, να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Δυστυχώς η μητέρα της έχει άλλα σχέδια και πιο συγκεκριμένα την αύξηση της εδαφικής περιουσίας της οικογένειας. Με συνοπτικές διαδικασίες κανονίζει τον γάμο της κόρης της με τον πλουσιότερο αγρότη του χωριού (που άνετα θα μπορούσε να είναι και πατέρας της), όμως αυτή έχει την καρδιά της δοσμένη αλλού, στον Αντέκ (Γκουλάτσικ) που τυγχάνει παντρεμένος με παιδιά και γιος του μελλοντικού της συζύγου.
«Η αγάπη περνάει, όμως τα εδάφη μένουν». Αυτό είναι το τσιτάτο που χρησιμοποιεί η μητέρα της Γιάγκνα προκειμένου να τη μεταπείσει αναφορικά με τη μη θέλησή της για τον κανονισμένο γάμο. Πρόκειται για μια δήλωση κυνική που υποδηλώνει τη γενικότερη αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων από την πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού, αλλά την ίδια στιγμή χρησιμοποιείται και ως υποθεσιακή αφορμή γύρω από την οποία στήνεται ένα αναπάντεχο «κυνήγι μαγισσών», που θέλει την αιθέρια πρωταγωνίστρια έρμαιο των ορέξεων των ανδρών και της ζηλόφθονης ασπλαχνιάς των γυναικών.
Η Γιάγκνα δεν είναι αγία, όμως αναμενόμενα κανείς από όσους την κατηγορούν για μοιχεία, εκπόρνευση και προικοθηρία δεν είναι. Η απόδοση ευθυνών πάντα απαιτεί την εύρεση ενός αποδιοπομπαίου τράγου και εδώ η νεαρή εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Το πραγματικά ενδιαφέρον και συνάμα εξοργιστικό έγκειται στο πόσο κοντά βρίσκονται οι πρακτικές του όχλου ως προς τον «χρωματισμό» της προσωπικότητας της ηρωίδας, σαν άλλης μάγισσας, μια λέξη που δεν αναφέρεται ποτέ στη ταινία, αλλά υπονοείται οδυνηρά. Η Γιάγκνα είναι ακίνδυνη όσο γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους σερνικούς του χωριού, όταν όμως επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη δύναμη της ομορφιάς και της νιότης της προς όφελός της, η οργή των συγχωριανών εναντίον της είναι αδυσώπητη.
Η ταινία διαθέτει τη γνώριμη γοητεία της ζωγραφικής τεχνικής animation που συστήθηκε στην προηγούμενη ταινία των ίδιων σκηνοθετών, δημιουργώντας ένα απόλυτα ταιριαστό καλειδοσκόπιο χρωμάτων και σχημάτων, που δένουν εξαιρετικά αρμονικά με το αρχικό, λογοτεχνικό υλικό του Ρέιμοντ περί αγροτικής ζωής, εθίμων και παραδόσεων. Αβανταδόρικος και ο χωρισμός της ιστορίας σε εποχικά κεφάλαια (Φθινόπωρο-Χειμώνας- Άνοιξη-Καλοκαίρι) που επιτρέπει τόσο την χρωματική προσαρμογή των ζωγραφισμένων καρέ, όσο και την προοδευτική εξέλιξη της ιστορίας με αποκορύφωμα τα τεκταινόμενα του καλοκαιριού.
Υπάρχει μια έκδηλη αμφιθυμία στην παρακολούθηση των «Χωρικών», που γεννάται από την συνύπαρξη της ομορφιάς της εικόνας και της δραματουργικής διάστασης του περιεχομένου. Η δυναμική τούτου του φιλμ ίσως και να ήταν εντελώς διαφορετική εάν επρόκειτο για μια live action αναπαράσταση του έργου του Ρέιμοντ, δεδομένου πως η εν λόγω πρακτική animation επιτρέπει περιθώρια ρευστότητας, προσδίδοντας στην ιστορία μια διαχρονική όψη. Πρόκειται για ένα πανέμορφο, αλλά ιδιότυπα «σκληρό» φιλμ.











