Ο Πέδρο, το ξέραμε κι από τα έργα, είναι σαν κι εμάς. Και τώρα, στη δύσκολη εποχή που μας ενώνει -κι ας φαίνεται ότι μας χωρίζει- όλους περισσότερο από ποτέ, κρατάει το δικό του ημερολόγιο. Που πιστοποιεί πόσο, ενώ τόσο μακριά, κοντά μας είναι.
«Ζω σα να είμαι στη φύση, ακολουθώντας τον ρυθμό που ορίζει το φως που έρχεται μέσα από τα παράθυρα. Είναι άνοιξη και ο καιρός είναι όντως τόσο ανοιξιάτικος. Ένα υπέροχο αίσθημα, που είχα ξεχάσει. Το μακρύ ταξίδι του φωτός προς τη νύχτα, όχι όμως σαν κάτι τρομακτικό αλλά πρόσχαρο», λέει στην αρχή ο δικός μας Πέδρο. «Επιτέλους, σταμάτησα να βιάζομαι».
Όπως καθετί ακραίο, έτσι κι αυτή η ασυνήθιστη περίοδος βγάζει απ’ τον καθένα αυτό που χρόνια έχτιζε για τον εαυτό του. Άλλος θυμώνει, άλλος ηρεμεί, άλλος οργίζεται, άλλος στοχάζεται. Άλλος φοβάται κι άλλος τιθασεύει τον τρόμο του. Ένας αισθάνεται εγκλωβισμό κι άλλος ελευθερώνεται. Ο Πέδρο, στη πιο ευαίσθητη ισορροπία που όλοι καλούμαστε να σταθούμε, επιστρέφει προς τα μέσα, θυμάται, κλαίει («μια από τις πτυχές αυτής της κατάστασης είναι η ροπή στη νοσταλγία», λέει), γελάει, οργανώνεται. Και σταμάτησε να βιάζεται.
Φυσικά, είπαμε ο δικός μας Πέδρο είναι, βλέπει έργα. Επιστρέφει σε όλα εκείνα τα έξοχα αμερικάνικα της δεκαετίας του ’50, εκείνα που έτρεμαν του εξωγήινους, τον Ψυχρό Πόλεμο, του κομμουνιστές. «Όλες θαυμάσιες, παρόλες τις στριμμένες προθέσεις των δημιουργών τους». «Ο Άνθρωπος που Ζάρωνε», «Ο Απαγορευμένος Πλανήτης», «Οι Άνθρωποι του Τρόμου», «I am Legend», «Twilight Zone» - όλες οι ιστορίες του Ρίτσαρντ Μάθεσον, βέβαια.
«Το ‘Κακό’ έρχεται πάντοτε απ’ έξω (κομμουνιστές, πρόσφυγες, Αρειανοί), όλες οι ιστορίες στην υπηρεσία ενός λαϊκισμού (τις προτείνω ανεπιφύλακτα όλες πάντως, είναι εξαιρετικές). Όπως ο Τραμπ που ανακρούει σειρήνες που θυμίζουν το τρομοκρατημένο ‘50, ‘ο κινέζικος ιός’, λέει. Ο Τραμπ. Άλλη μια από τις μεγάλες ασθένειες του καιρού μας».
Ο Πέδρο κάνει εκείνο που οι περισσότεροι από εμάς ελπίζεις να κάνουμε. Είναι κύριος του εαυτού του και δομεί την καθημερινότητά του, παράδοξα ελεύθερος πια. «Το σπίτι μου είναι ένα ίδρυμα του οποίου είμαι ο μοναδικός κάτοικος. Φτιάχνω ένα πρόγραμμα διαβάσματος, άσκησης, ταινιών, ενημέρωσης».
«Σήμερα το απόγευμα ξεκίνησα με ένα αστυνομικό του Μελβίλ (Un Flic) και μετά ξάφνιασα τον εαυτό μου αποφασίζοντας να πάω σ’ ένα Τζέιμς Μποντ, τον «Χρυσοδάκτυλο». Το καλύτερο πράγμα αυτές τις ημέρες είναι ψυχαγωγία, η καθαρή αποδραστικότητα. Απόλαυσα τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ, αλλά και μια άλλη Σίρλεϊ, την Ίτον, αυτήν την πανέμορφη ηθοποιό που ο Χρυσοδάκτυλος έβαψε χρυσή. Βαρύ το τίμημα της αγκαλιάς του Μποντ».
Και μετά ο Αλμοδοβάρ, σαν σ’ ένα έξοχο ρεύμα συνείδησης γραφής, θυμάται τον Σον Κόνερι που κάποτε γνώρισε, που αντάλλαξαν τηλέφωνα («που και οι δύο ξέραμε πως ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουμε») που κι όμως κάποτε χτύπησε το τηλέφωνό του και ήταν ο Σον που ερχόταν για μια προβολή του «Μίλα της».
Σ’ ένα διάλειμμα ο Πέδρο ανοίγει την τηλεόραση και μαθαίνει τον θάνατο της Λουτσία Μποζέ, θύμα της επιδημίας, σταρ άλλης κοπής που του θυμίζει να ξαναδεί πρώιμο Αντονιόνι, του θυμίζει γυναίκες ισχυρής προσωπικότητας, τη Ζαν Μορό, την Τσαβέλα Βάργκας, την Λορίν Μπακόλ, την Πίνα Μπάους. Κι αυτό ανοίγει μια άλλη κάνουλα αναμνήσεων που τον φτάνει τότε που παρουσίαζε την Τσαβέλα Βάργκας στο παρισινό Ολυμπιά, εκεί ακριβώς που τραγουδούσε άλλοτε η Εντίτ Πιαφ. Ενδιάμεσα λέει ένα καταπληκτικό: «Για κάποιον λόγο οι δυνατές γυναίκες γίνονται στριμμένες και παράλογες μεγαλώνοντας ενόσω ξέρουν τις μακρές δύσκολες νύχτες, ενόσω διαθέτουν μια υπεράνθρωπη ικανότητα να αντέχουν».
Οι αναμνήσεις διακόπτονται από «τη σειρά των τηλεφώνων που κάνω κάθε βράδυ στους αγαπημένους μου για να δω πώς είναι». Τον παίρνει η αδελφή του να του πει πως τον βλέπει σ’ ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Πέφτει πάνω σ’ ένα άλλο ντοκιμαντέρ για την Βάργκας, θυμάται τα χρόνια του γήρατός της, τη σοφία της πριν τον θάνατο, κι όμως κλαίει σε όλη τη διάρκεια εικόνων που έχει ξαναδεί.
Η (αδυσώπητη απ’ ότι φαίνεται) ισπανική τηλεόραση τον συνοδεύει με ένα ντοκιμαντέρ για τον ζωγράφο Αντόνιο Λόπεζ και τη γυναίκα του Μαρία Μορένο. Το «Όνειρο Φωτός» («το φως, πάντα το φως, στο μακρύ ταξίδι προς το σκοτάδι», λέει) θα τον οδηγήσει στον «Ήλιο της Κυδωνιάς», εκείνο το έξοχο φιλμ του Βίκτορ Ερίθε (που είχε παράγει η Μορένο), που θα του θυμίσει τις Κάννες εκείνης της χρονιάς όταν όντας μέλος της Κριτικής Επιτροπής κόντεψε να ΄ρθει στα χέρια με τον Ντεπαρτιέ (που δεν του άρεσε καθόλου το έργο) αλλά τελικά «κέρδισε» και το Ειδικό Βραβείο δόθηκε στην ταινία.
Και μετά…
Μετά «είναι ήδη αργά, αλλά δεν πειράζει, ο χρόνος στην απομόνωση είναι κυκλικός, και δεν θέλω να απογοητεύσω τον Τζέιμς Μποντ, δεν θέλω να πάω στο κρεβάτι προτού ο Σον Κόνερι διαλύσει τα όνειρα του μακιαβελικού, χοντρού Χρυσοδάκτυλου και μας σώσει όλους».
Πέδρο, το είπαμε, το ξέρουμε, είσαι ένας από μας. Και σ’ ευχαριστούμε γι’ αυτό.