The Power of Love: Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον Άντριου Χέιγκ, σκηνοθέτη του «Άγνωστοι Μεταξύ μας» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
8:17
14/2

The Power of Love: Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον Άντριου Χέιγκ, σκηνοθέτη του «Άγνωστοι Μεταξύ μας»

Το ότι ο σκηνοθέτης του «Weekend» και του «45 Χρόνια» υπογράφει με το «Άγνωστοι Μεταξύ μας» μια από τις ωραιότερες ταινίες των τελευταίων ετών, το γνωρίζουμε ήδη. Το ότι θέλαμε πολύ να τον είχαμε απέναντί μας, προκειμένου να μας μιλήσει για τα υπέροχα μυστήρια και συγκινήσεις της ταινίας του, είναι μια ευχή που απαντήθηκε με την παρακάτω συνέντευξη που θα διαβάσετε.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Μπορείς να καταλάβεις πολλά για τον 50χρονο Βρετανό σκηνοθέτη, ακόμη κι αν ποτέ δεν έτυχε να παρακολουθήσεις κάποια ταινία του. Τον ακούς πολύ απλά να μιλά με ευγένεια και σχεδόν συγκινητική ειλικρίνεια για τις προθέσεις και τα συναισθήματά του απέναντι στο νέο του φιλμ και σου αρκεί για να αντιληφθείς πόσο εγκάρδιος σκηνοθέτης και άνθρωπος είναι ο Άντριου Χέιγκ. Οφείλει ωστόσο να δει κάποιος τις μέχρι τώρα εξαιρετικές ταινίες και σειρές του, είτε πρόκειται για το queer ρομάντζο του «Weekend» είτε για την ανατομία ενός γάμου στα «45 Χρόνια» είτε για το τρυφερό δράμα ενηλικίωσης του «Lean on Pete» είτε για την αμεσότητα και ντομπροσύνη του τηλεοπτικού «Looking». Γιατί μόνο έτσι θα αντιληφθεί ότι το μέχρι τώρα σεναριακό και σκηνοθετικό έργο του Χέιγκ αναπτύσσει έναν πανέμορφο στοχασμό για τις σύγχρονες σχέσεις, την επώδυνη πορεία καθενός μας προς στην αυτογνωσία, τον άρρηκτο δεσμό μας με το παρελθόν και το αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου.

Στην καρδιά του σινεμά που υπηρετεί ο Άντριου Χέιγκ, εντούτοις, βρίσκεται κάτι αληθινά σπάνιο στη σύγχρονη κινηματογραφία: μια σειρά ανθρωπίνων ιστοριών που, παρά το προσωπικό στίγμα το οποίο κουβαλούν, αποκτούν μια οικουμενική διάσταση η οποία προσκαλεί καθένα και καθεμιά μας να ταυτιστεί μαζί τους, να νιώσει ότι αποτελούν όχι αποκύημα φαντασίας αλλά βιώματα πολύ κοντά στα δικά μας. Αποκορύφωμα αυτής της παραδοχής, κι αυτής της σπάνιας ανθρωπιστικής τέχνης που υπηρετεί χαμηλόφωνα ο Άντριου Χέιγκ, είναι το «Άγνωστοι Μεταξύ μας». Αποτελεί το αριστούργημα της μέχρι τώρα καριέρας του και έχει μια απίστευτη συγκινησιακή και ψυχοθεραπευτική δύναμη. Θεωρώ την παρακάτω κουβέντα μαζί του πραγματικό προνόμιο και τον ίδιο έναν από τους σημαντικότερους (και πιο σεμνούς) δημιουργούς αυτή τη στιγμή στον κόσμο.

Ο Άντριου Χέιγκ με τους πρωταγωνιστές του, Πολ Μέσκαλ και Άντριου Σκοτ

«Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι σχεδόν προωθούν ψυχαναγκαστικά την ανάγκη της αισιοδοξίας. Όμως δεν είμαστε όλοι το ίδιο σε αυτό τον κόσμο, και δεν πειράζει αν κάποιοι αντικρίζουμε την πραγματικότητα με τρόπο πιο  υποψιασμένο»

Η ταινία αποτελεί χαλαρή διασκευή στο «Strangers» του Ιάπωνα συγγραφέα Τάισι Γιαμάντα, ενός μυθιστορήματος που από πολλές απόψεις θα μπορούσε κανείς να ταξινομήσει στο είδος του ψυχολογικού τρόμου. Μπορώ να μάθω ποια πτυχή αυτού του βιβλίου σας έκανε πρώτα εντύπωση και τι σας ενέπνευσε να το προσαρμόσετε πλησιέστερα στις δικές σας ευαισθησίες;

Το βιβλίο είναι αρκετά διαφορετικό από την ταινία, ωστόσο εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί και σε αυτό ο μοναχικός σεναριογράφος που ζει σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων - στην περίπτωση του μυθιστορήματος ζει στο Τόκιο - και μέσα από τη θλίψη και τη στενοχώρια του επιστρέφει στο πατρικό σπίτι του και βρίσκει ξανά τους γονείς του οι οποίοι έχουν πεθάνει εδώ και τριάντα χρόνια.

Και νομίζω ότι αυτή η ιδέα, το ότι μέσα από μια περίοδο εσωτερικής διαμάχης σχεδόν ανασύρει το πνεύμα των γονιών του και στη συνέχεια αποκτά εκ νέου σχέση μαζί τους, ήταν πραγματικά συναρπαστική για μένα διότι προφανώς θεωρώ ότι όλους ως ενήλικες μας στοιχειώνει η παιδική μας ηλικία και σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας κουβαλάμε όσα μας έχει κληροδοτήσει.

Στη συνέχεια, το θέμα ήταν πώς μπορούσα να δουλέψω για να προσαρμόσω αυτή την ιστορία στην Αγγλία και πώς θα κατάφερνα να βγάζει νόημα σε μένα. Η αρχική πλοκή μοιάζει πολύ περισσότερο με μια παραδοσιακή ιστορία φαντασμάτων, όμως εγώ ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Ήθελα επιπλέον μια queer σχέση να είναι στο επίκεντρο, αντίθετα με τη σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας που συναντάται στο βιβλίο. Έτσι, παίρνοντας αυτό ως σημείο εκκίνησης και στη συνέχεια ρίχνοντας τον εαυτό μου μέσα στην ιστορία, τη θεμελίωσα σε μια πραγματικότητα που καταλάβαινα πρώτα απ' όλα εγώ κι έπειτα έβλεπα πού πήγαινε.

Γνωρίζοντας ότι ο συγγραφέας του βιβλίου απεβίωσε πέρυσι, αναρωτιέμαι αν επιδιώξατε κάποια επικοινωνία μαζί του κατά την προετοιμασία της ταινίας.

Βασικά είχα επικοινωνία με την οικογένειά του, επειδή ο κ. Γιαμάντα ήταν άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Γνώριζαν τη δική μου εκδοχή για την ιστορία, ήξεραν τι προσπαθούσα να κάνω με αυτήν, μοιράστηκα το σενάριο μαζί τους, ώστε να ξέρουν τι επρόκειτο να γίνει, υπήρξαν απίστευτα υποστηρικτικοί και ξέρω ότι έδειξαν την ταινία στον κύριο Γιαμάντα. Πρέπει να ήταν μόλις ένα μήνα πριν πεθάνει και βρισκόταν στο νοσοκομείο όταν την είδε. Δεν νομίζω ότι κανείς ξέρει πραγματικά τι σκέφτηκε γι' αυτήν, διότι πλέον δεν επικοινωνούσε λεκτικά. 

Όμως ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα που κατάφερε να δει την ταινία και υπάρχει κάτι μαγικό στο γεγονός ότι δεν είχα την τύχη να συναντήσω αυτόν τον άνθρωπο, δεν κατάφερα ποτέ να του μιλήσω, έζησε σε ένα διαφορετικό μέρος του κόσμου, είμαστε από διαφορετικές κουλτούρες, αλλά με κάποιο τρόπο συνδεόμαστε εμείς και οι ιστορίες μας. Και νομίζω ότι αυτό είναι σχεδόν το νόημα της ταινίας: ότι όλοι μας βιώνουμε τα ίδια πράγματα, απλά με διαφορετικούς τρόπους.

Έχοντας τον Πολ Μέσκαλ και τον Άντριου Σκοτ να υποδύονται το ζευγάρι, πόσο δύσκολο ήταν να πετύχετε-και να πετύχουν οι ίδιοι-την επιθυμητή συναισθηματική οικειότητα ανάμεσά τους;

Στο τέλος της ημέρας, το θέμα είναι πάντα απλώς να βρεις τους σωστούς ανθρώπους και ήμουν πεπεισμένος ότι ο Άντριου ήταν το κατάλληλο άτομο για να υποδυθεί τον Άνταμ. Τον αγαπώ ως ηθοποιό, αλλά επίσης καταλάβαινε τόσο πολύ και τον ρόλο - είναι μιας συγκεκριμένης ηλικίας, είναι λίγο νεότερος από μένα, στα τέλη της τέταρτης δεκαετίας του, μεγάλωσε εκείνη την περίοδο, είναι γκέι - υπήρχαν πολλοί λόγοι που τον έκαναν να κατανοήσει βαθιά αυτόν τον χαρακτήρα.

Κι έπειτα, επιλέγοντας τον Πολ για τον ρόλο του Χάρι, πάλι εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου. Θυμάμαι ότι μίλησα μαζί του και ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα να συνεργαστεί με τον Άντριου. Νομίζω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο έκανε την ταινία, ήταν τόσο ενθουσιασμένος να δουλέψει μαζί του. Και αυτό για μένα είναι ένα πραγματικά καλό σημείο εκκίνησης μιας σχέσης: Δύο άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν ο ένας με τον άλλον.

Κι έπειτα, καθώς γυρίζαμε την ταινία - και τη γυρίσαμε λίγο πολύ με χρονολογική σειρά όσον αφορά στην εξέλιξη της σχέσης τους - μπορούσα να τους δω ουσιαστικά να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον στην οθόνη και καθώς γνωρίζονταν σταδιακά, μπορούσα να νιώσω ότι νοιάζονταν βαθιά ο ένας για τον άλλον. Κι ένιωθα ότι ο Πολ ως άτομο ήθελε να το κάνει αυτό για τον Άντριου, με τον ίδιο τρόπο που ο χαρακτήρας του Χάρι, τον οποίο ερμηνεύει, ήθελε να προστατεύσει τον Άνταμ. Ήταν λοιπόν ένας πραγματικά όμορφος συνδυασμός χαρακτήρα και πραγματικής ζωής που ενώνονται. Και όπως λέτε, οι σκηνές οικειότητας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές - είτε είναι συναισθηματικές σκηνές είτε σωματικές, έχουν πάντα να κάνουν με τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου μπορείς να έχεις πρόσβαση σε ευάλωτα συναισθήματα.

«Ήθελα η ταινία να χρησιμεύσει ως μια συμπονετική αγκαλιά, μια παραδοχή κοινών μας τραυμάτων και να είναι αρκετά γενναιόδωρη ώστε να προσφέρει μια κάθαρση για το κοινό»

 

Βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν πόσο απελευθερωτικό είναι το κλάμα στον κινηματογράφο, πόσο λυτρωτικά λειτουργεί για λογαριασμό πολλών θεατών. Και αναρωτιόμουν αν, όταν γυρίζατε την ταινία, υποψιαζόσασταν πόσο έντονο συγκινησιακό αντίκτυπο επρόκειτο να έχει στο κοινό.

Ναι, είναι κάτι που ήλπιζα ότι θα συμβεί, για να πω την αλήθεια. Γιατί ήθελα να είμαι αρκετά ειλικρινής σε αυτή την ταινία και να μην κρατηθώ. Δεν ήθελα να γίνω μελοδραματικός, αλλά δεν ήθελα και να συγκρατηθώ. Έχουμε με την ταινία να διαχειριστούμε μεγάλα συναισθήματα: θλίψη, αγάπη, πόνο, απώλεια, και το να εισπράττεις τα συναισθήματα αυτά στο περιβάλλον μιας αίθουσας, περιτριγυρισμένος από θεατές και να ξεσπάς σε δάκρυα, μπορεί να είναι μεγάλη κάθαρση.

Kαι ακούω συνέχεια ιστορίες για ανθρώπους σε προβολές - συγκινούνται βλέποντας μια ταινία και μετά γυρίζουν σε κάποιον που κάθεται δίπλα τους, ο οποίος είναι επίσης συγκινημένος, κοιτάζονται με έναν τρόπο που τους συνδέει και πρόκειται για δύο αγνώστους που έρχονται ξαφνικά κοντά γιατί μοιράζονται μια κοινή γνώση, ένα συλλογικό βίωμα. 

Πραγματικά πιστεύω ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι προωθούν σχεδόν ψυχαναγκαστικά την ιδέα και ανάγκη της αισιοδοξίας. Όμως δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο σε αυτό τον κόσμο και δεν πειράζει αν κάποιοι αντικρίζουμε την πραγματικότητα με τρόπο πιο υποψιασμένο και μελαγχολικό. Σημασία έχει το να μπορούμε να μοιραστούμε αυτή την αντίληψη με κάποιο άλλο άτομο.

Για εσάς τον ίδιο, πάντως, η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης ταινίας πρέπει, ούτως ή άλλως, να ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Ο Άνταμ είναι ένας χαρακτήρας που ενδεχομένως κουβαλά αρκετές δικές σας σκέψεις μέσα του, ενώ δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τις σκηνές στο σπίτι των γονιών του τις γυρίσατε στο δικό σας πατρικό σπίτι.

Νομίζω ότι πάντα είχα μεγάλη επίγνωση του πώς το παρελθόν ανέκαθεν έβρισκε τρόπο να τρυπώνει στο παρόν μου, σε κάθε μάλιστα στιγμή του παρόντος μου. Και έτσι με έναν περίεργο τρόπο, νομίζω ότι για τον Άνταμ, και υποθέτω και για μένα, είναι κάτι σαν παράξενα μεταφυσική, θεραπευτική άσκηση το να γυρίζουμε πίσω στο παρελθόν, να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα, να προχωράμε μπροστά, να αναγεννιόμαστε. Μια τέτοια θεραπευτική άσκηση προσπαθεί να είναι και ολόκληρη η ταινία. Για μένα το ζητούμενο εξαρχής ήταν να αποτελέσει μια εκδήλωση της ψυχολογικής του κατάστασης σε κάθε σημείο, ώστε πάντα να αντανακλά τα ενδόμυχα συναισθήματά του. Στην αρχή ο Άνταμ αισθάνεται μοναχικός και απομονωμένος, δεν υπάρχει κανείς στο κτίριο. Θέλω να πω ότι υπήρχε μια πραγματικότητα όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν άνθρωποι στο κτίριο, αλλά γι' αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει κανείς. Και στη συνέχεια, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται και συναντά ξανά τους γονείς του, και ένα σωρό επώδυνα πράγματα αναδύονται πάλι από μέσα του, με την εισαγωγή της αγάπης στην εξίσωση κατορθώνει να μαλακώσει ο πόνος.

Πώς πιστεύετε ότι αυτή η ταινία θα μπορούσε να βοηθήσει όχι μόνο το παιδί μέσα σας, αλλά και ένα οποοιοδήποτε παιδί μέσα στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα;

Η πραγματικότητα είναι ότι οι ζωές όλων μας κουβαλούν ρωγμές από κάτι που έχει αναπόφευκτα σπάσει. Εννοώ ότι η ζωή είναι δύσκολη για πολλούς ανθρώπους, όλοι βιώνουμε απώλειες, όλοι βιώνουμε αγωνίες και πόνο. Όμως μερικές φορές, το να μοιραζόμαστε αυτά τα πράγματα στην οθόνη μπορεί να βοηθήσει -εμένα τουλάχιστον με βοηθάει- να νιώσουμε λίγο καλύτερα.

Θεωρώ λοιπόν ότι η εμβάθυνση σε αυτές τις δύσκολες πτυχές της ζωής κάποιου με βοηθάει να νιώθω λιγότερο μόνος, και αυτό ελπίζω να κάνει και η ταινία. Γιατί πρόθεσή μου ήταν να χρησιμεύσει ως μια συμπονετική αγκαλιά, μια παραδοχή κοινών μας τραυμάτων, σαν να είχα το κοινό απέναντί μου και να μπορούσα να του πω πως «ξέρω ότι είναι δύσκολο να χάνεις ανθρώπους που αγαπάς, δύσκολο να μεγαλώνεις νιώθοντας διαφορετικός, δύσκολο να παλεύεις να βρεις οικειότητα». Ήθελα η ταινία να είναι αρκετά γενναιόδωρη ώστε να προσφέρει μια κάθαρση κατά κάποιο τρόπο για το κοινό.

Το να κάνεις coming out και να είσαι ανοιχτά αυτός που είσαι δεν σημαίνει, παρ' όλα αυτά, ότι έλυσες τα προβλήματά σου. Η ζωή δεν είναι έτσι. Προσπαθείς συνεχώς να παλέψεις για να σε αναγνωρίσουν, να σε καταλάβουν και υποθέτω να σε αγαπήσουν και να σε αποδεχτούν για ό,τι είσαι και νομίζω ότι για τον Άνταμ, τον ήρωά μου στο φιλμ, αυτό το είδος τραύματος συνδέθηκε με κάποιο τρόπο με τους γονείς του που δεν τον γνώριζαν, δεν τον καταλάβαιναν, δεν ήταν μέρος της ζωής του καθώς μεγάλωνε.

Και πιστεύω επίσης ότι πολλά από αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας βασίζονται στο τραύμα που έχουμε βιώσει. Αυτό το τραύμα μπορεί να είναι μεγάλο και μικρό. Μπορεί να είναι η τεράστια απώλεια του να χάσεις τους γονείς σου σε μικρή ηλικία- που είναι ένα τεράστιο τραύμα-  μπορεί επίσης να είναι κάτι απαξιωτικό που κάποιος κάποτε σου είπε, μπορεί να είναι κάποιος που σε πείραξε στο σχολείο. Μπορεί να είναι τόσοι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους πασχίζουμε ενάντια σε πράγματα και καταστάσεις.

Σκηνή από την ταινία

«Παρά τα όσα πρόκειται να χάσουμε στην πορεία, η αγάπη είναι δυνατόν να έρθει για όλους μας στο τέλος και αυτό πρέπει να κρατήσουμε»

 

Με το τραγούδι «The Power of Love» νιώθω έντονα συνδεδεμένος από τότε που ήμουν έφηβος, όταν πρωτοβγήκε. Εκτιμώ, λοιπόν, που το επαναφέρατε και του δώσατε την αναγνώριση που του αξίζει μέσα από την ταινία. Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει κάτι μαγικό στο πώς ο ενήλικας πλέον εαυτός σας υποβάλλει μέσω της ταινίας τα σέβη του ένα τραγούδι που, όπως καταλαβαίνω, υπήρξε και για εσάς σημαντικό όταν ήσασταν παιδί. Είναι σαν να ολοκληρώνεται ένας κύκλος, που κλείνει μέσα του το ταξίδι σας από την αυτογνωσία μέχρι τη δυνατότητα να αντλείτε πλέον από δικές σας εμπειρίες προκειμένου να συγκινείτε και να προσφέρετε ανακούφιση σε τόσους πολλούς θεατές.

Το θέσατε πολύ όμορφα - καλύτερα απ' όσο θα μπορούσα εγώ ποτέ. Αλλά είναι αλήθεια. Όταν ήμουν παιδί, 12 ετών συγκεκριμένα, λάτρευα αυτό το τραγούδι. Δεν ήξερα ακόμα καν ποιος ήμουν στην ηλικία των 12 ετών, το μόνο που ήξερα ήταν ότι για κάποιο λόγο αυτό το τραγούδι μου μιλούσε. Ήταν ένα μεγαλειώδες ποπ τραγούδι το οποίο ερμήνευε κάποιος που ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν γκέι, παρόλο που δεν ήξερα απαραίτητα τι ακριβώς σήμαινε αυτό στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ωστόσο μιλούσε μέσα μου. Είναι έπειτα ένα τραγούδι γεμάτο λαχτάρα και ελπίδα, το οποίο μην ξεχνάτε ότι κυκλοφόρησε όταν το AIDS είχε αρχίσει να καταστρέφει ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων. Ένα τραγούδι που πραγματικά έχει ένα είδος ανατρεπτικού στοιχείου πάνω του.

Όταν ήμουν ακόμη παιδί, φυσικά, και δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να φτάσω στο στάδιο της ζωής μου όπου θα μπορούσα να είμαι σεξουαλικά ειλικρινής απέναντι στους γύρω μου, ότι θα μπορούσα να κάνω μια ταινία για κάτι τέτοιο και να ταξιδέψω στον κόσμο και να μιλήσω γι' αυτό. Οπότε το να παίξω το συγκεκριμένο τραγούδι στο τέλος της ταινίας για μένα είναι ένα πραγματικό σημάδι προόδου και ελπίδας και κατανόησης ότι η αγάπη είναι εφικτή. Αυτό είναι το θέμα: περισσότερο από οτιδήποτε είναι για μένα να πω ότι παρά τα όσα πρόκειται να χάσουμε στην πορεία μας, η αγάπη είναι δυνατόν να έρθει για όλους μας στο τέλος και αυτό είναι το πράγμα που πρέπει να κρατήσουμε, ειδικά μπροστά στις δυσκολίες και τις τραγωδίες που μας περιμένουν. Οπότε κατά κάποιο τρόπο μου άρεσε πολύ που κατάφερα τον ενήλικα εαυτό μου, στην ηλικία των 50 ετών, να έχει τώρα αυτό το τραγούδι στην οθόνη που σήμαινε τόσα πολλά για μένα όταν ήμουν έφηβος.

Η ταινία «Άγνωστοι Μεταξύ μας» ξεκινά τις προβολές της στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου από τη Feelgood Entertainment.