Ο Γρηγόρης Ρέντης και ο Αλέξανδρος Σολτς μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ για την «Βάρδια» και το «Salted Lake» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:59
15/1

Ο Γρηγόρης Ρέντης και ο Αλέξανδρος Σολτς μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ για την «Βάρδια» και το «Salted Lake»

Με αφορμή την προβολή από το CineDoc του βραβευμένου ντοκιμαντέρ «Βάρδια» (Dogwatch) του Γρηγόρη Ρέντη, αλλά και την προβολή του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Salted Lake» δια χειρός Αλέξανδρου Σολτς, οι δημιουργοί τους μας μίλησαν για την διαδικασία των γυρισμάτων, την επιλογή των θεμάτων τους, αλλά και τα μελλοντικά τους σχέδια.

Συνέντευξη στην Βαρβάρα Κοντονή

Η «Βάρδια» πραγματοποίησε την διεθνή της πρεμιέρα την περασμένη άνοιξη στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Visions du Réel και στη συνέχεια ταξίδεψε και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ, όπως τα True/False, Raindance, Brooklyn International Film Festival, Transylvania International Film Festival, DocPoint Helsinki, Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντερ Λεμεσσού, Βergamo Film Meetings, ενώ απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μόσχας και τον Αργυρό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2023.

Παράλληλα με τις προβολές της ταινίας στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ, ο σκηνοθέτης θα παρουσιάσει στο φουαγιέ του κινηματογράφου μια φωτογραφική έκθεση με τίτλο Hurry Up and Wait, με υλικό από τα γυρίσματα της ταινίας.

Οι προβολές της «Βάρδιας» θα ξεκινήσουν με την επίσημη πρεμιέρα της στις 18 Ιανουαρίου, όπου και θα προβληθεί μαζί με το «Salted Lake», ενώ θα ακολουθήσουν δυο ακόμα προβολές στις 19 και στις 20 Ιανουαρίου. Και οι τρεις προβολές θα γίνουν παρουσία του σκηνοθέτη Γρηγόρη Ρέντη, με τον οποίο θα ακολουθήσει συζήτηση μετά το πέρας της ταινίας.

Γρηγόρη, δώσε μας μια πρώτη ιδέα για το τι πραγματεύεται η ταινία σου.

Πρόκειται για ένα τρίπτυχο τριών μισθοφόρων οι οποίοι σε διαφορετικό στάδιο της ζωής τους συναντάνε αυτόν τον κόσμο της πειρατείας, ουσιαστικά πηγαίνουν με ένα όνειρο στην περιοχή που αργότερα έγινε γνωστή ως High Risk Area, με την ελπίδα να προστατέψουν εμπορικά πλοία από τους πειρατές. Λόγω της παρουσίας τους, αλλά και με τα χρόνια που περνούν, οι επιθέσεις αυτές μειώνονται και άρα αυτή η μεγάλη στιγμή, η μεγάλη αναμέτρηση για την οποία διψούν τους ξεγλιστρά, οπότε έχουν να αντιμετωπίσουν ένα νέο πρόβλημα πέρα από τους πειρατές και αυτό είναι η έλλειψη δράσης.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς θεματικά με το κομμάτι της πειρατείας και του Maritime Security;

Aυτήν τη δουλειά την έκανε ο θείος μου, ο οποίος είναι ο τρίτος χαρακτήρας στην ταινία και κάπως μέσα από αυτόν έγινε η είσοδός μου στον κόσμο των μισθοφόρων και της πειρατείας. Ήταν από τους πρώτους μισθοφόρους που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή περίπου το 2008, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη όπλα και οι διαδικασίες ήταν πολύ πιο απλές. Στα διεθνή ύδατα δεν επιτρέπονται τα όπλα και σε εκείνο το σημείο του κόσμου έχει επιτραπεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες, για αυτό υπάρχουν και οι μισθοφόροι οι οποίοι τα χειρίζονται. Όταν γυρνούσε από αυτά τα ταξίδια επέστρεφε με διηγήσεις, με κάτι που έμοιαζε με την άκρη του πολιτισμού, αλλά παράλληλα είχε και έναν σεβασμό απέναντι στους πειρατές. Ο θείος μου και οι υπόλοιποι μισθοφόροι έλεγαν ότι αν ήταν Σομαλοί, θα ήταν πειρατές και κάπως πάντα με γοήτευε αυτός ο κόσμος, ήθελα να κάνω κάτι με την πειρατεία, αλλά έψαχνα τον τρόπο και τη δική μου σύνδεση στο θέμα και νομίζω αυτό ήρθε όταν συνειδητοποίησα, ότι τελικά αν και οι πειρατικές επιθέσεις ήταν αρκετές και η επικινδυνότητα υπαρκτή, οι πιθανότητες του να απαχθεί τελικά ένα πλοίο ήταν ελάχιστες. Η ανάγκη του να έρθεις σε επαφή με κάτι μεγάλο και το πως η ζωή σε προσπερνά κυνηγώντας αυτό, ήταν και η δική μου είσοδος στην ταινία.

Είχες από την αρχή στο μυαλό σου το φορμά του ντοκιμαντέρ, ή σκεφτόσουν και το ενδεχόμενο της μυθοπλασίας;

Ήξερα ότι αυτή η ιστορία έχει αξία μόνο αν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, δηλαδή αν αφαιρέσεις το πραγματικό σκηνικό, την πραγματική συνθήκη από την ταινία, δεν θεωρώ ότι στέκει, οπότε στη μυθοπλασία δεν θα λειτουργούσε. Δουλεύω έτσι κι αλλιώς μεταξύ των δύο κόσμων, μ’ αρέσει να δανείζομαι στοιχεία από την πραγματικότητα στη μυθοπλασία και ανάποδα, οπότε δουλεύω και εγώ με έναν παρόμοιο τρόπο. Συγκεκριμένα για τη «Βάρδια» ήθελα να έχει μία φόρμα που θα δανειζόταν στοιχεία και στερεότυπα από τον κόσμο του κινηματογράφου, είτε αυτό είναι οι πολεμικές ταινίες που έχουμε δει τόσες φορές, είτε αυτό έχει να κάνει με τους χαρακτήρες και το πως θα υπερθεμάτιζα τον μύθο του άντρα στρατιώτη και θα τον βοηθούσα οπτικά, οπότε ήξερα ότι ήθελα να έχει κάποιες αρχές και δημιουργήσαμε έτσι τον συγκεκριμένο τρόπο κινηματογράφησης.

Αντιμετωπίσατε δυσκολίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Υπήρξαν στιγμές επικίνδυνες ή τρομακτικές;

Υπήρχαν άπειρες δυσκολίες, πήρε επτά χρόνια να ολοκληρωθεί η ταινία. Η βασικότερη δυσκολία είχε να κάνει με την πρόσβαση στο πλοίο, αλλά αυτά είναι κάπως πιο πρακτικά θέματα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, είχαν να κάνουν με το πώς θα ανέβουμε στο πλοίο το οποίο το συναντάς εν πλω, δεν σταματάει σε κάποιο λιμάνι, οπότε έπρεπε να το συναντήσουμε με μια λάντζα, με ένα μικρότερο πλοιάριο δηλαδή, το οποίο πλεύρισε το μεγάλο φορτηγό πλοίο μέσα στη νύχτα, με τρία-τέσσερα μέτρα κύμα και ανεβήκαμε με μια ανεμόσκαλα, με όλο τον εξοπλισμό ο οποίος ήταν σε ειδικές θήκες. Ουσιαστικά έπρεπε να εμπιστευθείς κατευθείαν τη ζωή σου στα χέρια του πληρώματος και των μισθοφόρων και αυτό ήταν σίγουρα επικίνδυνο, για θα μπορούσες εύκολα εσύ ή μια κάμερα να καταλήξει στη θάλασσα, αλλά δημιουργήθηκε μια άτυπη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μας και αυτό κάπως δημιούργησε έναν διάλογο που είχε μια ισορροπία και ήταν ωραίο, μας εμπιστεύθηκαν και τους εμπιστευθήκαμε.

Υπάρχει, νομίζω, και ένας κοινωνικός σχολιασμός για το θέμα της αρρενωπότητας στη σύγχρονη εποχή; Για παράδειγμα, αισθάνθηκα σε ορισμένες σκηνές, ότι τα όπλα αποτελούσαν τη φυσική προέκταση των χεριών των ηρώων σου.

Είναι ηθελημένο σίγουρα. Νομίζω ότι ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε με ένα συγκεκριμένο πρότυπο ανδρισμού, που έχει να κάνει με τη δύναμη, με την επιθετικότητα, πολλές φορές νομίζω ότι ο ανδρισμός οριζόταν και ίσως ακόμα να ορίζεται μέσα από την επιθετικότητα. Η στρατιωτική εκπαίδευση, ειδικά στην Ελλάδα, είναι συνυφασμένη με τον ανδρισμό, που είναι εντελώς προβληματικό στα δικά μου μάτια τουλάχιστον και με απασχολεί γενικά αυτή η ταυτότητα του άντρα ως στρατιώτη. Μπαίνοντας σε έναν τέτοιο κόσμο ήθελα να τον δω με απόλυτο σεβασμό, θέλω να πιστεύω, και στους χαρακτήρες και σε αυτό που κάνουν, αλλά παράλληλα και με μια αντίληψη του παράλογου της υπόθεσης, γιατί είναι μια φρουρά σε μια έρημο θάλασσας, που περιμένει μια πιθανή επίθεση που μπορεί να μην έρθει και ποτέ, αλλά ο κίνδυνος είναι εκεί και η προετοιμασία πρέπει να υπάρχει, οπότε βασίζεται πάρα πολύ στο θέλω, στο να στο να προσπαθείς να είσαι σωστός και συνεπής. Προσπαθώντας όμως να γίνεις ο πιο δυνατός και ο καλύτερος στρατιώτης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, παράλληλα το σώμα σου φθίνει και είναι ευάλωτο, οπότε με ενδιέφερε πολύ η σωματικότητα και η στρατιωτική ταυτότητα του άντρα και το πως αυτό μπορεί να έχει διαφορετικές εκφάνσεις.

Πόσο εύκολο είναι για αυτούς τους ανθρώπους να ζήσουν μια «φυσιολογική» ζωή στην πόλη, επιστρέφοντας από αυτά το πολύμηνα και συχνά επικίνδυνα, θαλάσσια ταξίδια;

Την πρώτη μου μικρού μήκους την είχα γυρίσει σε ένα μοναστήρι, είχε να κάνει με τη ρουτίνα τον μοναχών και ξεκινώντας το γύρισμα στο πλοίο ειδικά, αλλά γενικά και στη στεριά, έπιανα τον εαυτό μου να θυμάμαι πράγματα από εκείνο το γύρισμα και το πόσες διαδικασίες απαιτούσε ένας κόσμος ο οποίος είναι απόλυτα ανδρικός, ο καθένας έχει πολύ συγκεκριμένα πράγματα να κάνει μέσα στην ημέρα και πως το πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται - το πλοίο ή το μοναστήρι - τους προσφέρει και μια διέξοδο, ένα ησυχαστήριο από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτά ήταν πολύ κοινά μεταξύ των δύο κόσμων, οπότε νομίζω ότι από τη μια υπάρχει ο κίνδυνος που προσελκύει και η υπόσχεση της περιπέτειας, αλλά παράλληλα μπαίνεις και σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει θόρυβος, βρίσκεσαι σε έναν χώρο όπου ξέρεις πολύ συγκεκριμένα τι πρέπει να κάνεις μέσα στη μέρα, το εκτελείς και μετά είσαι ελεύθερος, οπότε είναι ένα ησυχαστήριο το πλοίο, αλλά και αυτή η ζωή η οποία με έναν τρόπο είναι μοναστική, ενώ στην καθημερινότητα και ζώντας με τους χαρακτήρες την καθημερινότητα μέσω της έρευνάς μου, ήταν διαφορετική, ήταν αρκετά διαφορετικός ο τρόπος που προσέγγιζαν τα πράγματα από ότι στο καράβι.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Ετοιμάζω μια ταινία μυθοπλασίας η οποία είναι στο στάδιο της χρηματοδότησης και έχει να κάνει με την προετοιμασία της ενόργανης γυμναστικής γυναικών για τους Ολυμπιακούς αγώνες στο Σίδνεϊ. Έχει παρόμοιες θεματικές με τη «Βάρδια» σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Αυτή τη φορά είναι μια αρκετά γυναικεία ταινία, σε αντίθεση με αυτήν που έκανα και έχει να κάνει με θεματικές ανταγωνισμού, με το τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θυσιάσει για να πετύχουμε ένα στόχο και ο αγγλικός τίτλος της είναι «Sydney Smile Future Perfect».

Αλέξανδρε, δώσε μας και εσύ ένα μικρό background για το τι αφορά η μικρού μήκους ταινία σου, «Salted Lake».

Κανονικά ήταν μια εργασία για τη σχολή, θεωρητικά είναι η πρώτη μικρού μήκους που κάνω. Η εργασία ήταν για ένα ντοκιμαντέρ και η αλήθεια είναι ότι είχε ενδιαφέρον, γιατί είχαμε βάλει πλώρη για ένα άλλο project, είχα τραβήξει όλη την ομάδα για ένα project το οποίο ήταν δύσκολο, από την άποψη ότι μπορούσαν όλα να χαλάσουν είτε πριν το γύρισμα, είτε στο γύρισμα, γιατί είχε να κάνει με ένα άτομο της νύχτας το οποίο ήδη ξέραμε ότι έχει θέματα με την αστυνομία και ενώ είχα κάνει συναντήσεις μαζί του και είχαμε πει ότι όλα είναι εντάξει και το προχωράμε, ένα μήνα πριν την παράδοση για τη σχολή, μας λέει δεν γίνεται με τίποτα και έχουμε μείνει όλοι ξεκρέμαστοι. Εκείνη τη στιγμή λέω πρέπει να σώσω την ομάδα και το project και φέρνω ένα θέμα το οποίο τα τελευταία έξι χρόνια έχω μπει πάρα πολύ μέσα σε αυτό, δηλαδή ξεκίνησα και ξαφνικά έγινε και λίγο κομμάτι της ζωής μου. Πήγαινα πάρα πολύ συχνά το καλοκαίρι σε αυτή την παραλία (στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης), αλλά και σε άλλες και αντί να λιάζομαι και να κολυμπάω, έπιανα τον εαυτό μου όλη την ώρα να τριγυρνάω πάνω-κάτω και να βλέπω πως το ζει ο κόσμος και να ακούω ιστορίες, να γνωρίζω κόσμο, ανέβηκε και η κοινωνικότητά μου μέσα από όλο αυτό (γέλια). Από αυτά που βίωνα εγώ ο ίδιος, αλλά και τις ιστορίες που έβλεπα και από το πως μέσα σε έξι χρόνια έχω δει να αλλάζει όλο αυτό και να γίνεται ακόμα πιο έντονο, ξαφνικά βλέπω να δημιουργείται ένα κοινωνικό φαινόμενο εκεί, που σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα και με την όρεξη και την ελευθερία και λέω «αυτό θα κάνουμε, το έχουμε και κάτι θα βγει». Είναι κάτι που και μετά την ολοκλήρωση της ταινίας δεν έχω σταματήσει να το ψάχνω και να τριγυρνάω και να ρωτάω και να μαθαίνω, γιατί είναι κάτι ζωντανό που όντως συνεχίζει να αλλάζει και να αναπτύσσεται.

Πώς αποφάσισες ποια άτομα θα προσεγγίσεις για τις συνεντεύξεις και θα αποτελέσουν τελικά μέρος της ταινίας σου;

Σε πρώτη φάση ήταν πρακτικό το θέμα, δηλαδή ποιος δεν φοβάται να μιλήσει, να εμφανιστεί και να τα πει. Όσον αφορά τους θαμώνες και αυτούς που ήξερα, σκοπός μου συνήθως είναι άτομα που μπορούν να δώσουν το κάτι παραπάνω πέρα από τα κλασικά, γιατί όταν ρωτάμε για τον γυμνισμό, υπάρχουν κάποιες γρήγορες απαντήσεις που όλοι θα δώσουμε, το οποίο είναι ωραίο γιατί υπάρχουν κοινά στοιχεία, αλλά από την άλλη ψάχναμε και κάτι διαφορετικό. Ήταν πολύ ωραία έκπληξη και οι ξένοι, όπως τα παιδιά από την Αγγλία - δύο αγόρια και δύο κορίτσια - τα οποία ήταν μια παρέα και τα χώρισα στα εγώ στα δύο, τα βρήκα εκείνη τη μέρα στην παραλία. Είχαμε κατέβει στα λιμανάκια με το συνεργείο - δύο άτομα συνεργείο (γέλια) - και σκεφτόμασταν τι θέλαμε να κάνουμε, βλέπω τα παιδιά και λέω «θα πάω να πω ένα γεια». Για πότε ψήθηκαν να εκτεθούν και να πάμε για γύρισμα, ήταν τρομερό!

Το θέμα του γυμνισμού παραμένει θέμα ταμπού για ένα μεγάλο, συντηρητικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρείς πως έχουν γίνει βήματα προς την αποδοχή του ή έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε;

Σίγουρα βλέπω μια πρόοδο από τους νέους, υπάρχει επίσης μια μεγάλη κουβέντα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα που βοηθάει στο να προχωρήσουμε. Σίγουρα υπάρχει ακόμα μεγάλος συντηρητισμός και τον έχω βιώσει και εγώ ο ίδιος. Υπάρχουν φορές που λέω στον άλλον «καταλαβαίνω τι λες, αλλά θες να το συζητήσουμε;» και συνήθως δεν μπορούν να συζητήσουν αυτά τα άτομα. Από την άλλη, ενώ υπάρχει διάθεση προόδου, αναπτύσσεται παράλληλα και ένα μεγάλο πρόβλημα που το αναφέρουμε λίγο στην ταινία, για τα άτομα που είναι παραβιαστικά σε αυτούς τους χώρους. Όλο αυτό σταματάει πολύ την όποια πρόοδο και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις γυναίκες. Θα έλεγα πως γίνονται βήματα μπρος- πίσω, υπάρχει μια μικρή πρόοδος, σίγουρα όμως όχι τόσο γρήγορη όσο θα μπορούσε. 

Σκηνοθετικά τι ήθελες να επιτύχεις; Εμένα μου θύμισε πολύ ανεξάρτητο, αμερικάνικο σινεμά, σκεφτόμουν πόσο θα του ταίριαζε επίσης ο κόκκος!

Ως προς την εικόνα θα ταίριαζε ο κόκκος, αλλά εγώ γενικά αγαπάω την καθαρή εικόνα και στην επόμενη μικρού μήκους που κάναμε ήταν ακόμα πιο καθαρή η εικόνα (γέλια). Το ίδιο το μέρος σου βγάζει αυτό το vibe και θέλαμε να το περάσουμε στην ταινία. Ως προς τη ζεστασιά και την προστασία που λες ότι σου βγάζει η ταινία, είναι κάτι το οποίο είναι έντονο εκεί, ότι είμαστε όλοι ανοιχτοί και δεν φοβόμαστε, ούτε ντρεπόμαστε, αλλά ταυτόχρονα το ότι έχεις επιλέξει αυτό το μέρος ή το που θα αποφασίσεις να κάτσεις μπορεί να κρύβει από πίσω το πόσο ζεστασιά ή ασφάλεια θες να νιώθεις και με ποιον κόσμο θες να είσαι. Αντιμετώπισα επίσης κάποια παράπονα από άτομα που έκαναν χρόνια γυμνισμό, γιατί λόγω θέματος έπρεπε να δείξω πρώτα τι πάει να πει γυμνισμός και μετά να στρέψω την προσοχή στο κομμάτι το σεξουαλικό, αυτό που αφορούσε τα εν λόγω άτομα δηλαδή.

Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτήν την περίοδο;

Είμαστε σε συζητήσεις για μια νέα, μικρού μήκους μυθοπλασίας. Είμαι ακόμα πιο πίσω από τον Γρηγόρη (γέλια), ψάχνω συν-σεναριογράφο, υπάρχει η ιδέα, όμως νιώθω πως έχω μείνει λίγο πίσω. Δυστυχώς αυτός είναι ένας χώρος που δεν σε παίρνει να κάθεσαι και πολύ, ε, και εγώ έκατσα (γέλια).

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΑΝΑΟΣ
Λεωφόρος Κηφισίας 109, Αμπελόκηποι
Παρουσία του σκηνοθέτη Γρηγόρη Ρέντη και Q&A μετά τις προβολές

ΔΑΝΑΟΣ 1 – Πέμπτη 18 Ιανουαρίου, 19.30
Προπώληση στο ταμείο του κινηματογράφου και στο:
https://www.danaoscinema.store/ibooking93/shows.xhtml
Θα προηγηθεί η προβολή του ντοκιμαντέρ μ.μ. «Salted Lake» του Αλέξανδρου Σολτς.

ΔΑΝΑΟΣ 2 – Σάββατο 20 Ιανουαρίου, 16.00
Προπώληση στο ταμείο του κινηματογράφου και στο:
https://www.danaoscinema.store/ibooking93/shows.xhtml

ΔΑΝΑΟΣ 2 – Κυριακή 21 Ιανουαρίου, 16.00
Προπώληση στο ταμείο του κινηματογράφου και στο:
https://www.danaoscinema.store/ibooking93/shows.xhtml

ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, 19.00
Πληροφορίες: https://www.filmfestival.gr/el/cinemas-gr/program

ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
Χώρος Πολιτισμού «Σημείο» - Σάββατο 13 Ιανουαρίου, 20.00
Πληροφορίες: https://www.facebook.com/yannisbleproductions/

Λίγα λόγια για το CINEDOC

Το CineDoc προβάλλει βραβευμένα ελληνικά και ξένα ντοκιμαντέρ, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος, τον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Cinedoc Volos και τον Δήμο Βόλου, τον Χώρο Πολιτισμού «Σημείο» στο Ρέθυμνο, το Cyclades Preservation Fund (CPF) και το Thalassa Foundation. Οι προβολές έχουν στόχο να ενθαρρύνουν τον διάλογο και να εμπνεύσουν συλλογικές δράσεις γύρω από θεματικές όπως το περιβάλλον, η ισότητα των φύλων, η συμπεριληπτικότητα, η εκπαίδευση, η ιστορία κ.ά. Παράλληλα, το CineDoc διευρύνει συνεχώς το δίκτυό του μέσα από το CineDoc Island, διοργανώνοντας προβολές στις Κυκλάδες, τις Σποράδες, το Ιόνιο και τα Δωδεκάνησα, σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και κινηματογραφικές λέσχες. Οι προβολές πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα και με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Για περισσότερες πληροφορίες: https://www.cinedoc.gr | cinedocanemon@gmail.com