«Η αγαπημένη μου ταινία»: Οι υποψήφιοι δημιουργοί για ΙΡΙΣ ταινίας μικρού μήκους γράφουν στο ΣΙΝΕΜΑ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
15:34
3/6

«Η αγαπημένη μου ταινία»: Οι υποψήφιοι δημιουργοί για ΙΡΙΣ ταινίας μικρού μήκους γράφουν στο ΣΙΝΕΜΑ

Τα βραβεία ΙΡΙΣ πλησιάζουν και το cinemagazine.gr παρουσιάζει τους δημιουργούς που έχουν υποψήφια ταινία μέσα από τις αγαπημένες τους κινηματογραφικές ταινίες και σκηνές.

Από τον Πάνο Γκένα

Μέσα στην πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας, το ελληνικό σινεμά αντιστάθηκε και δήλωσε παρών σε διεθνή φεστιβάλ, online πρεμιέρες κι εγχώριες προβολές, διεκδικώντας μεγάλες βραβεύσεις και θερμές κριτικές. Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου με σύνθημα «Κάθε ταινία είναι μία εξέγερση» γιορτάζει τον πλουραλισμό της ελληνικής κινηματογραφίας ως καλλιτεχνικό «αντίδοτο» στην δυσθυμία των καιρών και προετοιμάζει την Τελετή Απονομής των βραβείων ΙΡΙΣ σε φυσικό χώρο στα μέσα Ιουνίου.

Το ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr τιμώντας τους δημιουργούς των ελληνικών ταινιών που είναι υποψήφιες στα φετινά βραβεία, απευθύνθηκε σε όλους τους/τις σκηνοθέτες/-τιδες ζητώντας τους να γράψουν την αγαπημένη τους ταινία ή σκηνή. Μοναδικός όρος να εμπνευστούν από την κατηγορία για την οποία είναι υποψήφιοι/-ες. Έτσι, οι υποψήφιοι δημιουργοί ταινιών μικρού μήκους μας έστειλαν κείμενα για άλλες μικρομηκάδικες απολαύσεις, όσοι/-ες είναι υποψήφιοι/-ες στην κατηγορία ντοκιμαντέρ για ταινίες τεκμηρίωσης κ.ο.κ.

Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος με τις προτάσεις των δημιουργών που διεκδικούν ΙΡΙΣ Μικρού Μήκους Ταινίας (μυθοπλασία) και Σπουδαστικής Ταινίας.

Ευχαριστώ όλους/-ες τους/τις δημιουργούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, την Ελίνα Ψύκου και την Μέη Καραμανίδη από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για την βοήθεια.

Μην χάσετε τις προβολές των ταινιών στο Cine Άνεσις από σήμερα Πέμπτη 3 έως και την Τετάρτη 9 Ιουνίου. Πρόκειται για μία μοναδική ευκαιρία για να απολαύσετε τις περισσότερες από τις υποψήφιες ταινίες στον φυσικό τους χώρο και σε άψογη, ποιοτική προβολή από 4Κ λέιζερ προτζέκτορα (τον μοναδικό σε θερινό σινεμά της Αθήνας).

Διαβάστε περισσότερα:
«Η αγαπημένη μου ταινία»: Οι υποψήφιοι δημιουργοί για ΙΡΙΣ ταινίας animation γράφουν στο ΣΙΝΕΜΑ

ΙΡΙΣ 2021: Οι υποψηφιότητες των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
ΙΡΙΣ 2021: Δείτε τις υποψήφιες ταινίες στο Cine Άνεσις

Κατερίνα Αντωνοπούλου-Βηδενμάιερ

Υποψήφια για Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας με το «Βλέπετε τη θάλασσα;». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τετάρτη 9 Ιουνίου, 20:40.

Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για αυτούς που μαθαίνουμε να αποκαλούμε «κανονικούς». Από τα αντικείμενα εργασίας, τα σπίτια που ζούμε, τα ρούχα που φοράμε, μέχρι τις αγκαλιές και τους τρόπους που αγαπάμε.  

Στο σινεμά έχουμε συνηθίσει να μη βλέπουμε ανάπηρους ανθρώπους. Και όταν τους βλέπουμε, να μην είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες. Και όταν είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες -σπάνια δηλαδή- να παρουσιάζονται ως θύματα ή, ως ήρωες. Θυμάμαι όμως, πόσο πολύ χάρηκα όταν είδα τη μικρού μήκους ταινία «Κι εγώ για μένα» του Τζώρτζη Γρηγοράκη (2009). Ο κεντρικός χαρακτήρας έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα χέρια του. Κι όμως, η ταινία δείχνει πως δεν είναι τα χέρια του που τον κάνουν ανάπηρο, αλλά το περιβάλλον γύρω του. Από τον εργοδότη που δεν τον προσλαμβάνει στη δουλειά γιατί κρίνεται «ακατάλληλος» μέχρι τον τρόπο που είναι φτιαγμένα τα παντελόνια.

Ο χαρακτήρας δεν είναι θύμα, είναι καταπιεζόμενος από μια κοινωνία που τον αποκλείει. Και την ίδια στιγμή, γελάει, αγαπάει, δεν υποφέρει μόνο. Και επίσης, ο χαρακτήρας δεν είναι ήρωας. Έχει τις αδυναμίες του, δεν τα καταφέρνει όλα. Είναι με λίγα λόγια ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος μέσα σε έναν κόσμο που από διάφορα σημεία και χρόνους τον αντιμετωπίζει ως ανίκανο, βαρύ, ή λίγο. Η συντρόφισσά του έχει με τη σειρά της να παλέψει ενάντια στη δυσπιστία της οικογένειάς της απέναντί του. Οι γονείς της τον βλέπουν ως βάρος, ως κάποιον που χρειάζεται την ατέλειωτη προσοχή της και την τραβάει πίσω. Ως κάποιον που δεν μπορεί να της προσφέρει όλα αυτά που εκείνη θέλει, ή καλύτερα, όλα αυτά που θα «έπρεπε να θέλει». Στην πιο αγαπημένη μου σκηνή της ταινίας, ο πατέρας της τη ρωτάει : «και πώς σ’αγκαλιάζει;». Πώς την αγκαλιάζει αλήθεια χωρίς χέρια; Γιατί η αγκαλιά που θα «έπρεπε να θέλει» θα ήταν μια αγκαλιά με χέρια. Γιατί υπάρχει μια αντίληψη πως αγκαλιά σημαίνει παρουσία, καμπύλωμα, κύκλωμα, χεριών.  

Εκείνη χαμογελάει, γιατί ξέρει πολύ καλά πόσο ωραία αγκαλιάζει ο αγαπημένος της. Πλησιάζει τον πατέρα της. Με τα χέρια ριγμένα στο πλάι, κολλημένα στο σώμα, τον αγκαλιάζει.  

Γιατί, αγκαλιά είναι παρουσία, καμπύλωμα, κύκλωμα, ανθρώπων.  

Σημείωση της Κατερίνας Αντωνοπούλου-Βηδενμάιερ: Χρησιμοποιώ τον όρο «ανάπηρος», καθώς αυτός είναι ο όρος που έχει επιλέξει το αναπηρικό κίνημα της Αγγλίας προσεγγίζοντας την αναπηρία ως κοινωνική κατασκευή.  

Ανθή Δαουτάκη

Υποψήφια για Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας με το «Όπως θα Συνέβαιναν Μέσα στο Νερό». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τετάρτη 9 Ιουνίου, 20:40. 

Η εμπειρία μου στις μικρού μήκους ταινίες δεν είναι μεγάλη, καθώς άρχισα να βλέπω σχετικά πρόσφατα, κυρίως τα τελευταία χρόνια που ασχολούμαι με τον κινηματογράφο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρη εάν είχα δει προηγουμένως στο σινεμά κάτι αντίστοιχο. Όμως, μέσα από την ενασχόλησή μου με τα εικαστικά, είχα έρθει σε επαφή με αρκετές πειραματικές μικρού μήκους, τις οποίες εκλάμβανα βασικά ως video art. Η ταινία, λοιπόν, που επιλέγω κινείται μεταξύ του σινεμά και του video art και είναι το «La Chambre» της Chantal Akerman. 

Η ταινία διαρκεί 10' στα οποία η Ackerman κινηματογραφεί την ίδια και το δωμάτιό της. Αποτελείται από δύο μονοπλάνα κατά τα οποία η κάμερα κινείται περιστροφικά του δωματίου καλύπτοντας 360 μοίρες. Η περιστροφή αυτή συμβαίνει 2 φορές και στη συνέχεια η κίνηση γίνεται ημικυκλική. Καθ’ όλη τη διάρκεια η Ackerman βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι με διαφορετικούς τρόπους. Άλλες χάνεται μέσα στα παπλώματα και άλλες καθαρίζει και τρώει πορτοκάλια κοιτάζοντας το φακό. Τα αντικείμενα του δωματίου που περνούν μπροστά από φακό βρίσκονται άλλοτε σε μικρή απόσταση ως λεπτομέρειες και άλλοτε πιο μακριά. Υπό αυτήν την έννοια, το «La Chambre» δεν είναι πιθανώς τίποτα περισσότερο από μια άσκηση, έναν πειραματισμό. 

Βλέπουμε, λοιπόν, μια γυναίκα  να κάθεται στο κρεβάτι της, τη στιγμή που η κάμερα εφιστά την προσοχή μας στο πώς περνάει ο χρόνος. Κάθεται, σκέφτεται, κοιμάται, τρώει πορτοκάλια. Αυτή η ρουτίνα συνιστά μια μια συνθήκη που για μένα είχε πάντα κάτι το μαγικό μέσα στη νωχελικότητα της. Με αυτόν τον τρόπο τα αντικείμενα αποκτούν ζωντάνια, φορτίζονται με νόημα και σημασία. Ξαφνικά, μια τσαγιέρα, μια κρεμάστρα, μια κουζίνα μοιάζει με ένα τοπίο. Χωρίς η ταινία να χρειάζεται πλοκή με τη συμβατική έννοια, καταφέρνει να  μιλήσει ουσιωδώς και πληρέστατα για της σχέση αυτής της γυναίκας με τον χώρο της και ακόμα περισσότερο, να καταφέρει αυτόν τον χώρο να τον αναδείξει σε κομμάτι του εαυτού της. Εκείνο που, εν τέλει, με συναρπάζει σε αυτήν, είναι πώς η Ackerman κατάφερε να μας δείξει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της, δίχως να έχει σχεδόν τίποτα στα χέρια της. 

Δημήτρης Ζάχος

Υποψήφιος για Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με το «Βούτα». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τρίτη 8 Ιουνίου, 20:40.

Ο Μηνάς είναι 47 ετών και το ταλέντο του είναι ότι είναι ο μόνος αληθινός Καουμπόης της Αθήνας. Αυτή είναι η περιγραφή του ήρωα της ταινίας (σκηνοθεσία Γιάννης Χαριτίδης, σενάριο Θάνος Τοκάκης, παραγωγή Union Films - 2017), που μας δίνει στην αρχή της ταινίας ο ίδιος ο Μηνάς όταν συστήνεται στην κάμερα ενός τηλεοπτικού Talent Show. Μέσα από ένα ιδιότυπο mockumentary, μια σειρά από συνεντεύξεις του Μηνά, λειτουργούν ως καθρέφτης της ταπεινότητας και του ρομαντισμού του ήρωα και των κοντινών του ανθρώπων που τον αγαπούν και τον υποστηρίζουν για αυτό που πραγματικά θέλει να είναι. Ταυτόχρονα είναι και ένα βαθύτερο σχόλιο για τον αγοραίο τηλεοπτικό κανιβαλισμό που από το 2017 που πρωτοπαίχτηκε η ταινία, χρονιά με τη χρονιά γιγαντώνεται μέσα από τις γνωστές τηλεοπτικές εκπομπές ταλέντων. 

Με προεξάρχοντα τον υπέροχο Μανώλη Μαυροματάκη στον ρόλο του Μηνά και ένα σύνολο εξαιρετικών ηθοποιών στους υπόλοιπους ρόλους (Ειρ. Μπούνταλη, Χρ. Σαπουντζής, Μ. Τσιμά, Ελ. Κοκίδου, Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τοκάκης, Γ. Τσεμπερόπουλος, Σ. Κόκκαλη, Γ. Χριστοφόρου) ο Χαριτίδης και η ομάδα του δημιούργησαν μια σπουδαία ταινία μυθοπλασίας, μια γλυκόπικρη κωμωδία, μία από τις αγαπημένες μου ταινίες μικρού μήκους των τελευταίων ετών. 

Στην σκηνή που κορυφώνει δραματουργικά την αφήγηση, ο Μηνάς εξέρχεται από το τηλεοπτικό στούντιο και στο φόντο ακούγεται ο σχολιασμός της κριτικής επιτροπής, που επιβεβαιώνει αυτό που μάλλον γνωρίζαμε από την αρχή για το σύστημα αξιών της εποχής μας: ο ρομαντισμός και οι Καουμπόηδες δεν πουλάνε πια. Οι προσδοκίες των οικείων του διαψεύδονται. «Μηνά είσαι απογοητευμένος από τους κριτές;» ακούγεται ψυχρή και αποστασιοποιημένη η φωνή της δημοσιογράφου. Ο Μηνάς γυρίζει προς το φακό για να μας συνεφέρει και να μας συγκινήσει με την απλότητα και την αποδοχή του εαυτού του : «Όχι, όχι, εντάξει. Αυτοί κάναν αυτό που κάνανε και εγώ είμαι αυτός που είμαι. Ένας απλός Καουμπόης». Η ταινία ρίχνει τίτλους τέλους με ένα κλείσιμο του ματιού στον Λούκι Λουκ, έναν άλλο ρομαντικό ήρωα των παιδικών μας χρόνων. Ο Μηνάς ως αληθινός Καουμπόης που είναι μας αποχαιρετά και φεύγει καβάλα στο άλογό του φτωχός και μόνος.

Φοίβος Ήμελλος

Υποψήφιος για Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας με την «Βιολέττα». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τετάρτη 9 Ιουνίου, 20:40.

«Πιλάλα» (2004) του Θοδωρή Παπαδουλάκη

Γενική διακοπή ηλεκτρικού σε ένα μικρό Κρητικό χωριό. Ο 12χρονος Αντύπας αναστατώνει τους πάντες στο πέρασμά του προκειμένου να δει σε ζωντανή μετάδοση το πρότυπό του Κώστα Κεντέρη να τρέχει στους Ολυμπιακούς. Μέσα σε όλη την αναστάτωση ο Αντύπας βιώνει μία περιπέτεια που μετατρέπεται σε πραγματικό αγώνα στίβου όπως αυτός του προτύπου του.

Μια ταινία με την οποία δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Ίσως επειδή την είδα πρώτη φορά μέσα στην καραντίνα και μου φτιάχνει τη μέρα όποτε την ξαναβλεπω. Ίσως όντας νησιώτης, με κάνει να αναβιώνω τα παιδικά μου χρόνια και τους γραφικούς χαρακτήρες που τα περιέβαλλαν. Το σίγουρο είναι πως η «Πιλάλα» είναι μια άρτια ταινία μικρού μήκους μυθοπλασίας, με 100% «άρωμα Ελλάδας».

Είναι μια ταινία που αξίζει κάποιος να δει ψυχαγωγικά, αλλά και αν ενδιαφέρεται, να τη μελετήσει κινηματογραφικά. Η χρήση της σταθερής και της κινούμενης κάμερας βρίσκεται σε σωστή θέση και αναλογία σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Η επιλογή της χρωματικής παλέτας της φωτογραφίας, όσο και της ενδυματολογίας, περνάει τα ανάλογα συναισθήματα και εντυπώσεις για καταστάσεις και χαρακτήρες. Μπορεί το σενάριο να μοιάζει λιτό και ανούσιο για ορισμένους, αλλά κάθε άλλο. Όλα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια αυτής της μεγάλης «πιλάλας», είναι μέρος ενός σεναριακού set-up, το οποίο μας αναλύει από τη πρώτη μέχρι τη τελευταία στιγμή, τους στόχους, τον χαρακτήρα και τις δυνατότητες του πρωταγωνιστή. Ο οποίος μπορεί να μη διαθέτει και πολύ μυαλό, αλλά σίγουρα διαθέτει πόδια!

Είναι παράδειγμα μιας καλογραμμένης ιστορίας. Στηριζόμενη στη σεναριακή απλότητα και στην ανάλαφρη απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας, η ταινία μας παίρνει απ’ το χέρι και μας βάζει μέσα σε μια μικρή περιπέτεια καλοκαιρινής ανεμελιάς βουτηγμένη σε νησιώτικη ατμόσφαιρα, παραδοσιακή μουσική και κωμικοτραγικές φιγούρες, με τις οποίες σίγουρα έχουμε συναναστραφεί. Από συγγενείς που μας «τρώνε το χρόνο» στέλνοντάς μας για θελήματα, μέχρι γειτονόπουλα που παίζουν ποδόσφαιρο και κλωτσάνε τη μπάλα στο παράθυρο ενός νευρικού γείτονα.

Όλο το φιλμ στηρίζεται πάνω στο φαινομενικά «άπιαστο» παιδικο όνειρο. Μέσα στα 17 απολαυστικά λεπτά της ταινίας, ο μικρός πρωταγωνιστής ξεπερνάει γοργά και με αυθόρμητα χαριτωμένο τρόπο όλα τα εμπόδια που τον κρατάνε μακριά απ’ το στόχο του, κάνοντάς τον έτσι να αγγίξει μια σπιθαμή από το όνειρο το οποίο πλέον δε μοιάζει και τόσο «άπιαστο». Σε συνδυασμό με την άφοβη και φυσική χρήση του χιούμορ, αυτό κάνει την ταινία να αποπνέει μια αίσθηση αισιοδοξίας και ανάλαφρου χαρακτήρα σε όλη τη διάρκειά της. Πράγμα οποίο επικοινωνείται στον θεατή, ο οποίος ακολουθώντας το παιδί μέσα σε όλο το τρεχαλητό και τις γκάφες του, στο τέλος θα πανηγυρίσει μαζί του για τη μεγάλη του νίκη.

Νεφέλη Καλλίδου

Υποψήφια για Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας με το «Μοσχοκάρυδο». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τετάρτη 9 Ιουνίου, 20:40. 

«Curfew» (2012) του Σον Κρίστενσεν

Θυμάμαι τη συγκεκριμένη ταινία από το πρώτο έτος της φοίτησης μου στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Μάλλον είχε προβληθεί στο μάθημα, με σκοπό το να μάθουμε να διαχωρίζουμε την αφηγηματική υπόσταση μίας μικρού από μίας μεγάλου μήκους ταινίας. Γιατί είναι αλήθεια πως αν και ανήκουν στην ίδια μορφή τέχνης, ο τρόπος προσέγγισης μίας μικρού μήκους ταινίας, είναι πολύ διαφορετικός. Σε αυτήν την περίπτωση η συγκίνηση του θεατή, καλείται να επιτευχθεί σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι κάτι το οποίο ο Shawn Christensen, κατάφερε με μεγάλη ευκολία, αφού μέσα σε μόλις είκοσι λεπτά κατάφερε να μας κάνει να θυμώσουμε, να κλάψουμε και να γελάσουμε.  

Αυτό λοιπόν το rollercoaster των συναισθημάτων είναι που κερδίζει το θεατή. Από την πρώτη στιγμή, νιώθουμε λύπηση για το βασικό μας χαρακτήρα, το Richie, ο οποίος σε μια μπανιέρα κόβει τις φλέβες του, αλλά ταυτόχρονα και μία περιέργεια για το τι του συμβαίνει. Στην πορεία, καταλαβαίνουμε πως το πρόβλημά του, είναι η έλλειψη του αισθήματος πως κάποιος τον χρειάζεται. Για αυτό και το τηλεφώνημα που δέχεται, είναι η λύτρωσή του και σηματοδοτεί την αρχή της ιστορίας μας. Σε μία απεγνωσμένη κατάσταση η αδελφή του του ζητά να προσέξει για ένα απόγευμα την κόρη της. Έτσι ο  Richie νιώθει για πρώτη φορά με τα από καιρό πως κάποιος τον έχει ανάγκη. Αν και η ανιψιά του δυσκολεύεται να τον εμπιστευθεί, στην πορεία αναπτύσσεται μία γλυκιά και τρυφερή σχέση μεταξύ τους.

Όταν όμως η μέρα τελειώνει ο Richie, βρίσκεται και πάλι στην ίδια άσχημη κατάσταση, αφού η αδελφή του του λέει πως κάτι παρόμοιο δε θα επαναληφθεί. Ο Richie βρίσκεται και πάλι στη μπανιέρα του με σκοπό να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε στην αρχή της ταινίας, μέχρι που το τηλέφωνο χτυπά και πάλι με την αδερφή του στην άλλη πλευρά της γραμμής δίνοντάς μία δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους και στη ζωή του. 

Έλια Καλογιάννη

Υποψήφια για Βραβείο Μικρού Μήκους Σπουδαστικής Ταινίας με την «Phélia». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τετάρτη 9 Ιουνίου, 20:40. 

«Szél» (Wind, 1996) του Marcell Iványi

Η μικρού μήκους Szél ή Wind (1996) του Marcell Iványi ήταν το πρώτο μονοπλάνο που είδα ποτέ. Το γεγονός αυτό κάνει το Wind ξεχωριστό και σίγουρα αξέχαστο για μένα. Η σιωπή, η παρατήρηση, τα πλάνα μεγάλης διάρκειας και τα τοπία, είναι κάποια από τα στοιχεία που αγαπώ να βλέπω σε ταινίες. Το Wind τα περιέχει όλα αυτά και με έχει εμπνεύσει στην προσωπική μου αναζήτηση τόσο στην κίνηση της κάμερας όσο και στην ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που δημιουργεί. Περιεκτικά και λιτά, σε διάρκεια μόλις 7 περίπου λεπτών και χωρίς καθόλου διάλογο, ο σκηνοθέτης Marcell Iványi (και τότε φοιτητής!) καταφέρνει να αναδείξει τον ουγγρικό ποιητικό ρεαλισμό.

Η ταινία ξεκινάει και τελειώνει με την αγαπημένη μου στιγμή (εμπνευσμένη από τη φωτογραφία The Three Women του Lucien Hervé). Μια ‘κινούμενη εικόνα’, ένα πλάνο 3 γυναικών που κοιτάζουν κάπου μακριά, εκτός κάδρου. Δεν ξέρουμε ‘πού’ κατευθύνονται τα βλέμματά τους, αλλά ο συγκλονιστικός τρόπος κινηματογράφησης εντείνει αυτό το ερώτημα κατά τη διάρκεια. Η κάμερα ξεκινάει να κινείται αργά, αντίθετα από την πορεία των ματιών τους, δείχνοντας το πανέμορφο ουγγρικό εξοχικό τοπίο και τι συμβαίνει (ή τι θα μπορούσε να συμβεί) γύρω από εκείνες. Περιστρέφεται γύρω τους σε 360 μοίρες και παίρνει τον ρόλο του αφηγητή. Βρίσκεται εκεί για να καταγράψει, να παρατηρήσει το τοπίο αλλά και τις σχέσεις των χαρακτήρων μέσα σε αυτό. Κινείται αργά, μας δίνει χρόνο να παρατηρήσουμε τα πουλιά που πετούν, τους ανθρώπους, ένα τραγικό γεγονός. Δεν ενδιαφέρεται να μας τοποθετήσει χρονικά ή ιστορικά, μας δείχνει μια κατάσταση και αυτό πιστεύω πως είναι ένα από τα πιο δυνατά της στοιχεία. 

Θυμάμαι πολύ έντονα τον ήχο της ταινίας και το συναίσθημα που μου προκάλεσε όταν την πρωτοείδα. Το διακριτικό, ρεαλιστικό sound design βοηθά την ατμόσφαιρα με έναν φοβερά ποιητικό τρόπο και συμπληρώνει ιδανικά την απουσία διαλόγου. Οι ήχοι είναι απλοί και φυσικοί, ακολουθούν σιωπηλά τη δράση μαζί με την κάμερα, σαν τον Άνεμο όπως αναφέρει και ο ίδιος ο τίτλος. Το τέλος είναι η μοναδική στιγμή που ακούγεται σιγανά ένα τραγούδι και συγκεκριμένα ο στίχος ‘’open your eyes my growing son’’ ο οποίος με κάνει να σκέφτομαι πιο έντονα την ιστορία αυτών των γυναικών... 

Αυτή η ανατριχιαστική για εμένα ταινία, επιλέγει να μας δείξει τον κόσμο σε όλη την πολυπλοκότητά του χωρίς να αφαιρέσει ή να παραλλάξει κάποιο στοιχείο με τη βοήθεια του μοντάζ ή κάποιου άλλου τεχνάσματος. Πρόκειται για μια ταινία που μου υπενθυμίζει πως η απλότητα είναι πολύτιμη και δύσκολη να επιτευχθεί. Σας προτείνω να τη δείτε ανεπιφύλακτα. 

Αναστασία Κρατίδη

Υποψήφια για Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με το «Στα Βήματα της». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τρίτη 8 Ιουνίου, 20:40.

«La Lampe au Beurre de Yak (Butter Lamp, 2013) του Hu Wei

Την πρώτη μέρα του νέου Θιβετιανού έτους, ένας φωτογράφος με τον βοηθό του φωτογραφίζουν τους κατοίκους ενός μικρού θιβετιανού χωριού και τους πουλούν την πρόχειρα τυπωμένη οικογενειακή φωτογραφία. 

Το πρώτο πλάνο της ταινίας ξεκινά με μια εικόνα της Πλατείας Τιενανμέν και καλύπτει όλο το καρέ. Μοιάζει να κρέμεται από κάπου, σαν ένα φόντο σκηνικού από πανί. Στο πλάνο μπαίνει ένας άντρας με παραδοσιακή στολή, στήνεται απέναντι από τον φακό και περιμένει. Συνεχίζουν να μπαίνουν στο κάδρο μέλη της οικογένειας των Θιβετιανών νομάδων, κάποιοι κοιτούν στο φακό, άλλοι ψάχνουν να βρουν τη θέση τους και το πλάνο γεμίζει αφήνοντας μία θέση κενή στο κέντρο, έτσι ωστε να φαίνεται μόνο το πορτραίτο του Μάο Τσετούνγκ στην εικόνα του φόντου. Εκεί ακριβώς έρχεται και κάθεται η γηραιότερη της οικογένειας, η γιαγιά κρατώντας στα χέρια της το φωτογραφικό πορτραίτο ενός παιδιού και καλύπτοντας με το σώμα της το πρόσωπο του Μάο. 

Μεταξύ πραγματικού και μυθοπλασίας, η ταινία αναπαράγει ή καταγράφει, στην περίπτωση των εραστιτεχνών ηθοποιών, την ανθρώπινη συμπεριφορά κατά τη διαδικασία της φωτογραφικής πράξης σαν δοκιμασία. ‘Ετσι  καταφέρνει να θυμίσει στο θεατή όλα τα στοιχεία αυτής της πρωτόγνωρης εμπειρίας. Μπορεί να διακρίνει κανείς την άβολη αναμονή μπροστά στην κάμερα, την αμηχανία, την ντροπή, την αποφυγή του βλέμματος από το φακό, αλλά και τη χαρά, την ικανοποίηση, την ανυπομονησία, την ανάγκη της ιδανικής εικόνας. 

Η κινηματογραφική κάμερα ταυτίζεται με την κάμερα του φωτογράφου και μοιραία η διαδικασία της φωτογράφισης με την διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μείνει σταθερά στο ίδιο κάδρο καθ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλάζοντας μόνο το φόντο της φωτογράφισης και βάζοντας τους χαρακτήρες να αλληλεπιδράσουν με αυτό. Δημιουργεί έτσι έναν άλλο χώρο από τον οποίο δεν βγαίνουμε παρά μόνο στο τέλος της ταινίας. Μέσα από την αλλαγή των φόντων (Σινικό Τείχος, Ποτάλα της Λάσα,Γήπεδο Ολυμπιακών αγώνων, δρόμος στο Χονγκ Κονγκ, Disneyland) την αντίθεσή τους με την παρουσία των νομάδων, το φωτογράφο που προσπαθεί συνεχώς να “καλυτερεύσει” ή να διορθώσει κάτι, σκηνοθετεί τη βίαιη συνάντηση μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης.  

Μία ταινία που έχει προβληθεί σε φεστιβαλ μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και πειραματικού κινηματογράφου. Ένα ειλικρινές έργο που δεν μπαίνει σε κατηγορίες, με αφήγηση που δεν φοβάται τα κλισέ γιατί λειτουργούν, με λιτή κινηματογράφηση που φέρει όμως τη σοφία της ιστορίας του κινηματογράφου. 

Ζακλίν Λέντζου

Υποψήφια για Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με το «Το Τέλος του Πόνου (Μια Πρόταση)». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τρίτη 8 Ιουνίου, 20:40.

Ο λαιμός της Έλενας Τοπαλίδου.   

Ο λαιμός της να κατεβάζει καπνό, να κατεβάζει δίψα, να κατεβάζει σάλιο, να κατεβάζει λέξεις, να κατεβάζει πίκρες. Από πίσω, να μοιάζει ο πιο δυνατός. Λαιμός. (Και άνθρωπος.) Αν τινάξει το κεφάλι της, και τύχει να είσαι εκεί γύρω, θα χτυπήσεις άσχημα, δεν είναι λίγη γυμναστική το κουβάλημα ξέρετε. 

Κουβαλώντας την απουσία του άλλου (εκείνου που πάντα θα βλέπεις φευγαλέα, εκείνου του άλλου, του πολυ συγκεκριμένου  άλλου, εκείνου που δε θυμάσαι πια, αλλά ξέρεις) εκείνου που ξεχνά να ανταποδώσει γράμμα, ξεχνά ποιους αγαπά, η Άνθη δεν ξεχνά πως είναι πρωτοχρονιά και πρέπει το σπίτι να ευθυμίσει.  

Να ευθυμίσει με γυαλιστερά ρούχα και κουρτίνες συνθετικές.  Τηλεόραση πιο ζωντανή από τους θεατές της. Βασιλόπιτα που τη σταυρώνει ο άντρας ( ένας άλλος, όχι αυτός που λείπει), φλουρί για το μικρό παιδί που τρώει το κομμάτι του σε πλαστικό πιατάκι.  

Ευχές σαν χιόνι. 

Ναι, ο Κώστας μεγαλώνει και ομορφαίνει. Η Ειρήνη μπαλέτο, πάει για χορεύτρια. Η Άνθη περιμένει και ανασαινει.  

Μετά από λίγο: 

Η Θέλγια κερδίζει, και μαθαίνει.   

Θέλγια Πετράκη

Υποψήφια για Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με το «Το Τέλος του Πόνου (Μια Πρόταση)». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τρίτη 8 Ιουνίου, 20:40.

Η «Αλεπού» της Ζακλίν Λέντζου και το σινεμά ως βιωματική εμπειρία

Είναι καλοκαίρι, οι ακτίνες του ήλιου μπαίνουν χρυσές από τα παράθυρα στο σπίτι στην Κηφισιά, οπού κάθε μεσημέρι παίζουμε μπουγέλο με το λάστιχο στον κήπο. Είμαι 5 ετών, λίγο μετά τα γενέθλια μου. Όμως μέχρι πολύ πρόσφατα, είμαι σίγουρη ότι ήμουν μεγαλύτερη, διότι θυμάμαι τα πάντα τόσο καθαρά. Θυμάμαι να βρίσκομαι στο καθιστικό ανέμελη και απροβλημάτιστη. Το τηλέφωνο που κρέμεται στον τοίχο κτυπά. Η μαμά μου απαντά. Δυο κουβέντες φευγαλέες και μετά καταρρέει, μπροστά μου. Εγώ απορώ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν έχω ιδέα ότι οι μεγάλοι μπορούν να  κλαίνε και μάλιστα με λυγμούς. Έχει συμβεί ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό. Τι, ποιος και γιατί, θα παραμείνουν άγνωστα σε εμένα, μέχρι το περασμένο φθινόπωρο, που όλα θα έρθουν στο φως. Από εκείνο το καλοκαίρι και για το υπόλοιπο της ζωής μου, με ακολουθεί σταθερά ένας φόβος. Ο φόβος του ότι όταν μαλώνω με κάποιον δικό μου πριν φύγει, νομίζω πάντα ότι θα του συμβεί στη διαδρομή κάτι κακό.  

Έτσι λοιπόν και η υπεροχή Αλεπού, της Ζακλιν Λέντζου, είναι σαν να είναι φτιαγμένη από τα ίδια υλικά, τόσο της παιδικής μου ανάμνησης όσο και φοβίας:  Ένας οικογενειακός καβγάς, ένα ζεστό μεσημέρι, σε ένα σπίτι που θα μπορούσε να είναι στη Κηφισιά, με κήπο, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και τέλος ένα τηλεφώνημα που θα διακόψει απότομα την παιδική αθωότητα. 

Όταν πρωτοείδα την Αλεπού, ένιωσα ότι είναι μια ταινία που σε καταδιώκει απαλά, σχεδόν στοργικά. Μου έκανε εντύπωση ο χρόνος της που διαστέλλεται βασανιστικά καθώς οι ανάλαφρες στιγμές της σε παρασύρουν σε ένα ανέμελο παιχνίδι αντιθέσεων. Το φως αγγίζει τις επιφάνειες και τα πρόσωπα τρυφερά, ενώ οι σκιές είναι εκεί σκοτεινές για να κρύψουν κάτι το ανείπωτο, το τραγικό. Οι μελωδίες είναι χαρούμενες αλλά οι στίχοι δυσοίωνοι. Και καθώς το τέλος της παιδικότητας είναι αναπόφευκτο, η Ζακλίν κοιτά τον πορφυρό ουρανό σαν να ψάχνει να βρει μια απάντηση, κάπου μακριά από δω.  

Τη Ζακλίν, τη γνώρισα πριν μερικούς μήνες και την πρώτη ημέρα που συναντηθήκαμε - που αλλού στην Κηφισιά - μου είπε ότι την ταινία την εμπνεύστηκε από ένα  αληθινό γεγονός, ένα ατύχημα. Το ίδιο ατύχημα που συνέβη τότε που ήμουν πέντε χρόνων. Και κάπως έτσι το σινεμά (της) πολύ απλά και αβίαστα, αποκάλυψε όλα αυτά που μας ενώνουν.  

Οπότε, για μένα η Αλεπού είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια υπέροχη ταινία, όπως και η Ζακλίν, είναι για μένα κάτι πολύ παραπάνω από μια σπουδαία δημιουργός, με εκτυφλωτικά λαμπρό μέλλον.  

Αν δεν είναι αυτό σινεμά, τότε τι είναι; 

Χάρης Ραφτογιάννης

Υποψήφιος για Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με το «Πρώτος Έρωτας». Προβολή στο Cine Άνεσις: Τρίτη 8 Ιουνίου, 20:40.

Μια μνήμη ευχάριστης ταραχής, ήταν η θέαση μιας αγγλόφωνης ταινίας, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Λερού, ενός αγαπημένου Έλληνα κινηματογραφιστή. Η ταινία λέγεται ''The car is fine'' (1999, 18') και είναι γυρισμένη στο Σέφιλντ με Βρετανούς ηθοποιούς.

Πρόκειται για ένα ένα γλυκόπικρο λοβ στόρι με ένα ζευγάρι που όλο σχεδιάζει να πάει διακοπές με ένα μικροσκοπικό σαραβαλάκι, το οποίο όμως όλο χαλάει αφήνοντας τους νεαρούς πρωταγωνιστές στην μέση του δρόμου. Και ο επίμονος άνδρας όλο λέει ότι απλά είναι ένα καλώδιο και θα το φτιάξει. Και η απηυδισμένη γυναίκα είναι διαρκώς έτοιμη να φύγει μακριά από την στενάχωρη(?) ζωή τους αλλά όλο μένει εκεί τελικά.

Το ''The car is fine'' είναι μια ιστορία οικουμενική, μια ταινία με αντιθέσεις. Στατική μεν, αλλά ρόουντ μούβι από την άλλη. Κλασσικής γραφής αλλά με δροσερή ματιά. Πλούσια και ταυτόχρονα λιτή. Με κουβανέζικες μελωδίες μέσα στην γκρίζα ρουτίνα μιας βιομηχανικής πόλης. Με δύο άφραγκους να ταξιδεύουν φαντασιακά στα πιο απομακρυσμένα μέρη.

Και με ένα μίνι κούπερ που αντί να τους πηγαίνει, το πηγαίνουν, σπρώχνοντας.