Κρις Κριστόφερσον (1936-2024): Αποχαιρετισμός σε μια σημαδιακή φυσιογνωμία του αμερικανικού 20ού αιώνα - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:50
30/9

Κρις Κριστόφερσον (1936-2024): Αποχαιρετισμός σε μια σημαδιακή φυσιογνωμία του αμερικανικού 20ού αιώνα

Σκληρό, φθινοπωρινό αντίο, έστω σε πλήρεις ημέρες, για έναν καλλιτέχνη που κυρίως στη μουσική, αλλά και για ένα φεγγάρι και στην πρώτη χολιγουντιανή λίστα, έφερε μια στοχαστική γραφή, μια μετωπική ερμηνεία και μια τραχιά γοητεία που χαράζεται βαθιά στην ψυχή αυτών που τον αγάπησαν.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Μερικές αναχωρήσεις χτυπούν νεύρο. Του Κριστόφερσον η παρουσία ήταν τέτοια, ώστε η απουσία να το διασφαλίζει. Είχε εκείνο για το οποίο ορισμένοι βέροι Αμερικάνοι μπορεί να αφορούν κάποιους εξ ημών: Ήταν ευθύς και άφτιαχτος, ακατέργαστος σαν την σπουδαία τροβαδούρικη φωνή του, υπερβολικά «φάτσα» (και υπέρμετρα όμορφος στην ακμή του), με ένα ταλέντο σχεδόν ενοχλητικό στην ποιότητα και την άνεση της γραφής και της σύνθεσης. Κάποιοι άνθρωποι είναι όντως τυχεροί – αν και δουλεύουν όσο χρειάζεται για να έχει νόημα η εύνοια. Ας πούμε ο Κριστόφερσον παράτησε την έτοιμη καριέρα στρατιωτικού – αν και διέπρεψε και σε αυτή (και ήταν περήφανος για την στάση του) – όντας γόνος Στρατηγού. Για κάποια χρόνια αφού είχε κάνει την επιλογή του να γράφει τραγούδια, πιλόταρε ακόμα ελικόπτερο για βιοποριστικούς λόγους.

Η φύση του Μέσου υποχρεώνει να αφήσουμε έξω από την αναφορά την καριέρα του στο Τραγούδι. Θα την γεφυρώσουμε όμως με την «δευτερεύουσα» ερμηνευτική του καριέρα με εκείνο που τον γνώρισε στον υπογράφοντα. Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η λατρεία στον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε έφερε αναπόφευκτη και σφραγιστική σύνδεση με τον κόσμο του Κριστόφερσον. Από εκεί και έπειτα λίγη περιέργεια χρειάζεται.

Το 1976 της ταινίας του Σκορσέζε, όλως τυχαίως, είναι κι η χρονιά του μεσουρανήματος της πορείας του Κριστόφερσον στο Χόλιγουντ. Με το «Ένα Αστέρι Γεννιέται», την τρίτη μεταφορά της ιστορίας που γεννήθηκε στα χολιγουντιανά ‘30ς, δίπλα στην Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Κριστόφερσον είναι στο απόγειο γοητείας, κοψιάς, δημιουργίας ρόλου (ρωτήστε και τον Μπράντλεϊ Κούπερ) και (παρακμιακά προφητικού) αποτυπώματος τής κατά ‘70ς φυσιογνωμίας του ροκ σταρ. Στο ευρύτερο κοινό θα είναι πάντα ο ρόλος-έμβλημα και, μαζί με τον Ρέντφορντ του «The Way We Were», ο καλύτερος παρτενέρ της μεγάλης Μπάρμπρα.

Βέβαια, μέχρι τότε, ο παντοτινός Κρις είχε κάνει τους ρόλους που στην καρδιά μας τον κάνουν τέτοιο. Το «Cisko Pike» του ’72 δεν είναι μια μεγάλη ταινία, είναι όμως μια πειστική του ταλέντου του και αν και φαινομενικά πρόωρη φωτογραφίζει με πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά τρόπο τον συσχετισμό ναρκωτικών και sex drugs rock n roll τρόπου στην εποχή που τιτλοφορεί και τα δύο. Το «Blume in Love» του Μαζέρσκι είναι τυπική ‘70ς γλυκόπικρη κομεντί στην επιδερμική προσέγγιση, ευφυέστατη γραφή όταν πράγματι την παρακολουθήσεις (2ο βιολί ερωτικού τριγώνου ο Κριστόφερσον εδώ – μουσικό υποδύεται και πάλι). Έκρηξη πραγματική είναι βέβαια ο Μπίλι του, στο «Pat Garrett and Billy the Kid» του Πέκινπα, όπου σκίζεσαι στα δυο ανάμεσα στον κουρασμένο Γκάρετ του Κόμπερν και τον δαιμονιώδη, νευρωτικό Μπίλι του Κριστόφερσον. Άλλου τύπου έκρηξη αποτελεί το «Η Αλίκη δεν Μένει Πια Εδώ», ένας παραγνωρισμένος Σκορσέζε πια, παρότι πολύ πιο ενδιαφέρον ίσως από πολλά ύστερα υπερ-φημισμένα του – ο Κριστόφερσον γίνεται εδώ lead περιωπής και αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ μια σπουδαία Μπέρστιν. Την ίδια χρονιά (1974) βρίσκεται και στον έξοχα νοσηρό «Φέρτε μου το Κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία», και πάλι του Πέκινπα. Από τις συνεργασίες πολλές φορές φωτίζεται το ποιον του καλλιτέχνη – και σιγουρεύεσαι ότι περπατάς σε ασφαλές έδαφος όντας στον αστερισμό του.

Το ’78 ξαναβρήκε τον Πέκινπα στο «Κονβόι» που δεν γίνεται να μην λατρεύεται, βρήκε την Τζέιν Φόντα στο «Rollover» του Πάκουλα, που έχει τον λόγο του να μην καταγράφεται παρά τα ονόματα που διαβάζετε, και το ’80 ήταν μέρος της καταστροφικής (και απαράμιλλης) «Πύλης της Δύσεως» του Τσιμίνο που τον πήρε κι αυτόν στη δίνη της. Η καριέρα του στην πρώτη λίστα είχε τελειώσει, η μεταμόρφωσή του σε καρατερίστα ξεκινούσε. Όχι ότι δεν υπάρχουν κάποια πρωταγωνιστικά έκτοτε (λάτρεις του «Trouble in Mind», συγκεντρωθείτε). Υπάρχει φυσικά στα ‘90ς το τιτάνιο «Lone Star» του Τζον Σέιλς, χαρακτηρισμός επαναλαμβανόμενος για τον δημιουργό, εδώ πιο ακριβής (σχεδόν – στο «Limbo» παίζει επίσης έναν ρόλο ο Κρις) από ποτέ. Και ο ρόλος του είναι συμβολικός για την folk ηρωική του ιδιότητα, για την γουέστερν φυσιογνωμία του, για την παραδοσιακή/αναθεωρητική του διάπλαση ως ποιητή της americana.

‘Εκτοτε τον έχουμε δει σε πολλά ακόμα – ας μην αποκαλύψουμε πόσος χρόνος έχει φύγει σε ταινίες, ας τις πούμε ευγενικά, «κάτω από το ραντάρ». Ας κρατήσουμε δύο «συγκρούσεις» του με μεγάλους σταρ. Απέναντι στον Σιλβέστερ Σταλόνε στο ξεχασμένο, υβριδικό (κι αξιαγάπητο) «D-Tox» και το ίδιο απέναντι στον Μελ Γκίμπσον στην χιλιοστή μεταγραφή της πρώτης ύλης του Ρίτσαρντ Σταρκ (The Hunter) στο cult αξιολάτρευτο «Payback».

Ήταν μεγάλος ο Κριστόφερσον. Μπαίνω στον πειρασμό να δικαιολογήσω τον παρατατικό χρόνο γιατί οι καιροί τρέχουν και συμπαρασύρουν με ρυθμούς άγνωστους για τις εποχές που πρέσβευσε. Ρεαλιστικά μιλώντας ο Κριστόφερσον είναι άγνωστη ποσότητα σήμερα (όχι βέβαια στους συγκαιρινούς και την ακόλουθη γενιά), και θα παραμείνει τέτοια καθώς η εικόνα και η γραφή του, ορθά κοφτά, δεν ασκούν γοητεία σε πληθυσμούς που δεν έχουν τον χρόνο και το είδος της εμπειρίας- στάσης ζωής και πραγμάτων.

Οπότε, ήρεμα, στωικά περισσότερο, βάζουμε ένα Full Moon (αντάμα με την αγαπημένη του, Ρίτα Κούλιτζ) ή ένα This Old Road -για πιο πρόσφατα- να παίζει στο πικάπ, περιμένουμε το βράδυ για έναν Πέκινπα (ή και έναν Άλαν Ρούντολφ), ανάβουμε τσιγάρο και βλέπουμε νοερά κάποιο (κινηματογραφικά φτιαγμένο) σκοτεινό μπαράκι «στη μέση του πουθενά και του αντίο», χειροκροτούμε χλιαρά έναν τροβαδούρο στη μέση της σκηνή με τον θαμπό προβολέα πάνω του (παίζει το For the Good Times) και είμαστε πλήρεις που ζήσαμε στην τροχιά του Κρις Κριστόφερσον.