Ρέι Λιότα (1954-2022): Ο Χένρι Χιλ κοιμήθηκε νωρίς - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:34
27/5

Ρέι Λιότα (1954-2022): Ο Χένρι Χιλ κοιμήθηκε νωρίς

Ο Ρέι Λιότα μπορεί να ξεκίνησε αργά την πορεία του στο σινεμά, μπορεί να μην έφτασε ποτέ στα μεγάλα βραβευτικά σαλόνια ή να μην έγινε πρώτο όνομα, αλλά η παρουσία του στα «Καλά Παιδιά», καθώς και μια σειρά από εμφανίσεις σε πληθώρα «δικών μας» ταινιών, του εξασφαλίζουν την αθανασία. Λέξη που για την ώρα πάντως δεν ανακουφίζει την ξαφνική απώλεια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Πολλές οι αναχωρήσεις στο 2022, ας ελπίσουμε η ζωή και η τύχη να μας αφήσει όλους λίγο ηρεμότερους στη συνέχεια. 67 χρόνια είναι λίγα και ο Ρέι Λιότα ήταν αρκετά πολυάσχολος και σε ενδιαφέροντα σχέδια τα τελευταία χρόνια. Το νήμα κόπηκε όμως, «έτσι απλά», στον ύπνο του χθες στην Δομινικανή Δημοκρατία ενόσω βρισκόταν σε γυρίσματα νέας ταινίας.

Ο Λιότα, αφού η μοίρα το ήθελε να αναδυθεί και να αναδειχθεί στην clean cut δεκαετία του ’80, δεν είχε πρωταγωνιστική τύχη. Τα όμορφα μα κρύα έγχρωμα μάτια, το χωρίς χείλη στόμα που σχημάτιζε ένα σχεδόν creepy γέλιο, το σκαμμένο πρόσωπο, θα μπορούσαν να είναι ένας θρίαμβος για το σινεμά του ’30, του ’40 ή του ’50, αλλά στην εποχή του γιαπισμού ήταν περίπου καταδικασμένο σε ρόλου αν όχι villains, σκοτεινών χαρακτήρων. Σε αυτούς, πάντως, κέρδισε τα στοιχήματα. Στις καλύτερες στιγμές του, άφηνε ένα silver lining να διαφανεί, μια καμουφλαρισμένη καλοσύνη. Οι δικοί του (και ο ίδιος) μιλούν για χαώδη απόσταση ανάμεσα στο ποιόν του και τους ρόλους που έβρισκε και – κάπως – τον τυποποίησαν. Ήταν δηλαδή ένας καλός ηθοποιός.

Η είσοδος στο σινεμά γίνεται με ένα ανεκδιήγητο όχημα για την Πία Ζαντόρα, το «LonelyLady», δεν είναι εφικτό να προσέξεις ηθοποιό σε τέτοια έργα και χρειάστηκαν να περάσουν πέντε χρόνια για να έρθει ο Τζόναθαν Ντέμι και να του δώσει τον ρόλο του Ρέι στο «Άγριο Θηλυκό» με την Μέλανι Γκρίφιθ και τον Τζεφ Ντάνιελς. Είχε παρέμβει ο Στίβεν Μπάουερ (ο Μάνι Ρέι από τον «Σημαδεμένο»), τότε σύζυγος της Μέλανι Γκρίφιθ. Ο Ρέι ερχόταν από την κόλαση – και ο Λιότα το έβγαζε με άνεση αυτό, την ίδια χρονιά έως και που θα μπορούσε ο Λιντς να τον χρησιμοποιήσει στο «Μπλε Βελούδο» του. Κέρδιζε ο Χόπερ γιατί είχε τα χρόνια, είχε το όνομα, είχε το μυθικό βάρος. Όμως ο Λιότα θα μπορούσε άψογα να βάλει τον αναπνευστήρα και «να εκδηλώσει επιθυμίες» στο λιντσικό σύμπαν.

Μετά από έναν ρόλο στον «Ξυπόλητο Τζο», απέναντι στον Κέβιν Κόστνερ, έρχονται τα «Καλά Παιδιά» του Σκορσέζε, ο ρόλος της αιώνια φήμης, ο ρόλος που εξασφάλισε ότι ποτέ δεν θα έμενε άνεργος, αλλά και αυτός που σιγούρεψε ότι η ποικιλία των προτάσεων δεν θα ήταν πλουραλιστική. Όμως εκεί, στην ιστορική ταινία, είχε το στιλ, είχε την επικινδυνότητα, είχε ανέπαφες τις ικμάδες της καλοσύνης, έβρισκε μια αφέλεια στον κόσμο που δεν χαρακτηρίζεται από αυτήν, η οποία γινόταν το χαρακτηρολογικό κέντρο της ταινίας. Δεν αναγνωρίστηκε ακαδημαϊκά πουθενά, ούτε καν σε…Χρυσές Σφαίρες, όμως ήταν τέτοιο το γκελ στον κόσμο που ποτέ κανείς δεν φαντάστηκε άλλον Χένρι Χιλ. Αυτή ήταν η στιγμή της απόλυτης δόξας. Πολύ πρώιμα, ίσως ατυχώς για την συνέχεια, αλλά τουλάχιστον υπήρξε.

Για την επόμενη δεκαετία τα «Παιδιά» και η αναγνωρισιμότητα που διασφάλισαν έφεραν πολλές ταινίες (κάτι που ποτέ δεν έπαψε), πρωταγωνιστικούς ρόλους και σταδιακή βύθιση στην λήθη. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιοσημείωτα. Η «Απαγορευμένη Έλξη» ήταν θρίλερ οικιακής εισβολής, είδος που έκανε θραύση τότε, και ήταν καλύτερο απ΄ τον σωρό – κι ο Λιότα είχε πάντοτε χημεία με γυναίκες που δείχνουν φυσιογνωμικά εντελώς κόντρα με αυτόν (εδώ ήταν η Μάντλιν Στόου). Το «Unforgettable» έγραφε Τζον Νταλ στην ούγια, οι πιστοί γνωρίζουν, οι αγνοούντες να κοπιάσουν, έστω κι αν τούτο είναι το πιο αδύναμο των έξοχων ‘90ς του σκηνοθέτη. Το ’97 είναι πολύτιμο μέρος της πλειάδας του «Copland», δένει εξαιρετικά με τον Σταλόνε και παρότι και πάλι σκοτεινών καταβολών αποτελεί ένα θετικό κέντρο βάρους της ταινίας. Κανείς επίσης δεν θυμάται το «Phoenix» (1998) του Ντάνι Κάνον, τίποτα μεγαλειώδες, όμως το διαλέγεις ανά πάσα στιγμή από σημερινούς πληκτικούς πακτωλούς είδους. Και πάλι διεφθαρμένος αστυνομικός εκεί, η στερεοτυπικότητα πήγαινε σύννεφο. Ακόμα και Πολ Σρέιντερ υπήρξε στα ‘90ς, το «Forever Mine», ανάλογος ο ρόλος, ισχνή η ταινία.

Με την αλλαγή της χιλιετίας παίζει εξαιρετικά τον γλοιώδη του FBI στο «Hannibal», για να καταλήξει συνδαιτυμόνας και ομοτράπεζος του Χάνιμπαλ (όχι πάντα καλό αυτό) και είναι εξαιρετικός στο επίσης εξαιρετικό «Narc» του Τζο Κάρναχαν, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του ηθοποιού. Από εκεί κι έπειτα όμως το «απ’ ευθείας στο βίντεο», το ακόμα χαμηλότερο billing και το «η ηθοποιία είναι ένας τέλειος τρόπος να βγάζεις λεφτά σε μια γαμημένη δουλειά» που είπε κάποτε, πανηγυρίζουν. Η «Ταυτότητα» στον θίασο του Μάνγκολντ, το κρίμα–τόσο-άθλιο «Στο Χείλος του Τζόγου», ξανά ως μέρος ενός τρομερού ensemble, και το αδύναμο «Άσσος στο Μανίκι», και πάλι του Κάρναχαν, είναι δυο-τρία βραχάκια να πιαστείς στην παλίρροια. Χαραμίζεται σε πολλές ταινίες τον χρόνο, από την δεκαετία του 2010 όλο και περισσότερο, ακόμα και 7-8-10 δουλειές ετησίως, έπρεπε όμως να φτάσει η τελευταία τριετία για να τον ξαναδούμε στη θέση του, σε μια αρμόζουσα παραγωγή, έστω και πάλι σε αντιπαθή ρόλο.

Από την «Ιστορία Γάμου» του Μπάουμπακ, δικηγόρος του Ντράιβερ, καταδίκη, μέχρι τους «Άγιους της Μαφία» και το θαυμάσιο «No Sudden Move» του Σόντερμπεργκ, και τα δύο μόλις πέρυσι, ο Λιότα δεν ξέρει κανείς αν ήταν σε επιστροφή ή στη δίνη μιας ευτυχούς συγκυρίας, όμως έβρισκε θέση σε σχέδια της πρώτης γραμμής. Κι αυτό κάνει την καρδιά του που σταμάτησε μια ακόμα πιο λυπηρή υπενθύμιση.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα, υπήρξε καρατερίστας πρωταγωνιστικής στόφας. Και θα μας λείπει.