«Κάθε χώρα έχει μία Σμύρνη»: Βρεθήκαμε στα γυρίσματα της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:38
22/12

«Κάθε χώρα έχει μία Σμύρνη»: Βρεθήκαμε στα γυρίσματα της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη»

Το ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr βρέθηκε στα γυρίσματα της πιο ακριβής παραγωγής στα χρονικά του ελληνικού σινεμά και συνομίλησε με την πρωταγωνίστρια/σεναριογράφο Μιμή Ντενίση, τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Καραντινάκη και τον παραγωγό Διονύση Σαμιώτη για το μεγάλο κινηματογραφικό στοίχημα της χρονιάς.

Από τον Πάνο Γκένα

Τέλη Ιουλίου κι ενδεχομένως η θερμότερη ημέρα της χρονιάς. Παρόλα αυτά όταν φτάσαμε στο Φάληρο, εκεί όπου είχε στηθεί ένα απίστευτης ακρίβειας, πολυδάπανο σκηνικό που προσομοίαζε στην προκυμαία της Σμύρνης, όλα ήταν ήρεμα. Μία ηρεμία που θα έλεγε κανείς πως ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το βάρος που δικαιωματικά θα έπρεπε να αισθάνονται όλοι όσοι εμπλέκονταν στην πιο ακριβή παραγωγή του ελληνικού σινεμά. Κι όμως, παρά τις αντίξοες συνθήκες της υψηλής θερμοκρασίας και της ανυποχώρητης πανδημίας, οι συντελεστές του «Σμύρνη μου αγαπημένη» ήταν εκεί, ενθουσιασμένοι που ζωντανεύουν ένα κομμάτι ελληνικής ιστορίας, που ολοκληρώνουν σύντομα τα γυρίσματα της πολύπλοκης παραγωγής, που εργάζονται σε μία αναγκαία και τίμια mainstream ταινία.

«Είναι κρίμα που βλέπετε πια το σκηνικό να καταστρέφετε. Είχαμε προτείνει στην αρχή να κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει διάρκεια και να το επισκέπτεται ο κόσμος, αλλά δεν εισακούστηκε από την πολιτεία. Έπρεπε να το είχατε δει τις προάλλες που γυρίζαμε την σκηνή της Όπερας. Φωταγωγημένο το βράδυ ήταν ανατριχιαστικό», σχολιάζει η Μιμή Ντενίση, ιθύνων νους της ταινίας, η γυναίκα που έγραψε και πρωταγωνίστησε στην ομώνυμη επιτυχημένη θεατρική παράσταση.

«Υπάρχει κάτι που το είχατε φανταστεί στο θεατρικό κι εδώ γίνεται πραγματικότητα;» την ρωτάω για να πάρω την απάντηση «Όλα». Και συνεχίζει «Σκεφτείτε πως το έργο αυτό το έγραψα το 2013, το ανεβάσαμε στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού το ‘14, παίχτηκε μέχρι το τέλος του 2017 και έπειτα ακολούθησε η συνέχεια. Γυρνάω, λοιπόν, ξανά πίσω στο έργο του ‘14 υποδυόμενη τον ίδιο χαρακτήρα σχεδόν 10 χρόνια. Πολλές φορές λέω μία ατάκα της Φιλιώς και συμπληρώνω κάτι άλλο, λες και είμαι η Φιλιώ. Δεν είναι πια ένας ρόλος για ‘μένα».

Η ταινία δεν θέλει να θυμίσει μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας, αλλά να υπενθυμίσει πως αυτό που συνέβη στην Σμύρνη, συνέβη στην Συρία και δεν μπορείτε να είστε αμέτοχοι

Αυτό που οφείλεις να αναγνωρίσεις στην Μιμή Ντενίση είναι το επαγγελματικό ήθος και μία ασίγαστη ενέργεια που διοχετεύεται  σε πολλά δημιουργικά πόστα. Διόλου τυχαία η εμπορική επιτυχία και αναγνώριση από το κοινό έχει έρθει με θεατρικά έργα που έχει γράψει και πρωταγωνιστήσει η ίδια. Στο «Σμύρνη μου αγαπημένη» κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι υπεύθυνη για το σενάριο (μαζί με τον θεατρικό συγγραφέα Μάρτιν Σέρμαν) και έχει επίσης credit ως Executive Producer. Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπισε στην διασκευή του θεατρικού;

«Δεν είχα στόχο να γίνει ταινία η θεατρική παράσταση. Ήταν ιδέα του παραγωγού Διονύση Σαμιώτη και του Τζόζεφ Σαμάν της Tanweer, οι οποίοι ήρθαν στην παράσταση και αντιλήφθηκαν την κινηματογραφική δομή της. Δεν ήξερα πόσο δύσκολο ήταν να μετατρέψεις ένα θεατρικό σε κινηματογραφικό σενάριο. Το υλικό του θεάτρου είναι μεγάλο και στο σινεμά πρέπει να λειτουργήσεις αφαιρετικά. Το δούλεψα δυο χρόνια με τον Σέρμαν, στη συνέχεια με τον Διονύση Σαμιώτη και μετά μπήκαν οι εικόνες του Γρηγόρη Καραντινάκη».

Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Καραντινάκης

Η ταινία ξεκινά με έναν πρόλογο στην Μυτιλήνη του 2015, υπογραμμίζοντας επίκαιρα πως κάθε λαός έχει μία χαμένη πατρίδα. «Το θεατρικό συνέπεσε με το προσφυγικό ζήτημα και ήθελα στην ταινία να αποκτήσει ένα άλλο κέντρο βάρους. Στην παράσταση επικεντρώθηκα στην ιστορία της Σμύρνης, που τώρα έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ήθελα να τονίσω πως μία καταστροφή ισοπεδώνει την τάξη ή τα χρήματα και πως σημασία έχει η γνώση. Όπως έλεγαν οι μικρασιάτες “τα δαχτυλίδια πέφτουν, αλλά τα δάχτυλα μένουν”. Το 2015 οι κάτοικοι των νησιών δέχτηκαν τους πρόσφυγες την ώρα που η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορα, γιατί είναι οι ίδιοι απόγονοι προσφύγων. Η ταινία δεν θέλει να θυμίσει μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας, αλλά να υπενθυμίσει πως αυτό που συνέβη στην Σμύρνη, συνέβη στην Συρία και δεν μπορείτε να είστε αμέτοχοι. Κάθε χώρα μπορεί να έχει μία Σμύρνη».

«Υπάρχει μία καταπληκτική, όσο και ανατριχιαστική αγγλική ή γαλλική γελοιογραφία της εποχής του 1923, που απεικονίζει την Ελλάδα ρακένδυτη ως πρόσφυγα και από δίπλα υπεροπτικά στέκεται η Συρία λέγοντας πως δεν πρόκειται να μου συμβεί ποτέ αυτό. Είναι συγκλονιστικό», μοιράζεται ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γρηγόρης Καραντινάκης. «Τότε γύρω στους 14.000 έφυγαν από την Σμύρνη στο Χαλέπι της Συρίας, και τώρα συμβαίνει το αντίστροφο», συμπληρώνει η Ντενίση.

Η γελοιογραφία εποχής, στην οποία αναφέρεται ο Γρηγόρης Καραντινάκης (αναδημοσίευση από το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη «Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις HISTORICAL QUEST 2019)

Μόνο οι τοπικές παραγωγές αφήνουν υποδομές, χρησιμοποιούν περισσότερο ταλέντο, εκπαιδεύουν τους εμπλεκόμενους

Το μπάτζετ της ταινίας είναι το υψηλότερο που είχε ποτέ ελληνική παραγωγή. «Δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα κάτι τέτοιο. Είναι προς τιμήν της Tanweer όλη αυτή η προσπάθεια. Τα χρήματα που έχουν δοθεί φαίνονται πενταπλάσια στην ταινία εξαιτίας της αγάπης και του φιλότιμου όλων. Οι άνθρωποι του συνεργείου έχουν ξεπεράσει τον εαυτό τους», δηλώνει η Μιμή Ντενίση που βλέπει ένα θεατρικό όνειρο ζωής να γίνεται κινηματογραφική ταινία με «μπλοκμπάστερ» προϋπολογισμό 5 εκατομμυρίων ευρώ. 

Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία της «Ευτυχίας», της πρώτης ταινίας που έφερε την υπογραφή της Tanweer Productions πριν δυο χρόνια; «Σημαντικό ρόλο έπαιξε το ΕΚΟΜΕ, αν δεν υπήρχε δεν θα γυρίζονταν “Ευτυχία” και “Σμύρνη”. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό πως τα κίνητρα για την τοπική βιομηχανία ελληνικού σινεμά είναι πιο σημαντικά, από το να φέρουμε ξένες παραγωγές. Μόνο οι τοπικές παραγωγές αφήνουν υποδομές, χρησιμοποιούν περισσότερο ταλέντο, εκπαιδεύουν τους εμπλεκόμενους. Κάθε μέρα στο γύρισμα της “Ευτυχίας” και της “Σμύρνης” ήταν σχολείο. Θα δούμε λοιπόν αν καταφέραμε να πάρουμε πτυχίο», απαντά ο πολύπειρος παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης, ο άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομά του με περισσότερες από 30 ελληνικές ταινίες, μεταξύ των οποίων τα «Βαλκανιζατέρ», «Από την Άκρη της Πόλης», «Πολίτικη Κουζίνα», «Ένας κι Ένας».

...για ‘μένα, η Σμύρνη ήταν ένας συγκερασμός γεύσεων, γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Και αυτό ισοπεδώθηκε

Η ταινία επιστρέφει τον Γρηγόρη Καραντινάκη στη μεγάλη οθόνη 16 χρόνια μετά την «Χορωδία του Χαρίτωνα» και αφού έχουν μεσολαβήσει αρκετές τηλεοπτικές σειρές («Γιούγκερμαν», «Οι Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα») και μία πενταετής θητεία στην Διεύθυνση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (2011 - 2015, 2015 - 2016). «Εμένα δεν μου αρέσει ο ρεαλισμός, αλλά ο ποιητικός ρεαλισμός. Δηλαδή μία πιο στιλιζαρισμένη έκφραση της πραγματικότητας κινηματογραφικά», απαντά στην ερώτηση για το αν δυσκολεύτηκε με τον όγκο της παραγωγής και του μεγάλου μπάτζετ. «Η τεχνογνωσία αποκτάται με την ζύμωση, δεν είναι θέμα εξυπνάδας ή ταλέντου. Έχουμε έμψυχο δυναμικό, καλλιτεχνικούς συντελεστές αλλά χρειάζονται χρήματα. Τα τελευταία χρόνια με την υποστήριξη και του ΕΚΟΜΕ, καθώς και με την προσέλκυση ξένων παραγωγών, δημιουργείται μία νέα ενέργεια και μία εισαγόμενη τεχνογνωσία. Πέρα από την προκυμαία που βλέπετε, υπάρχει άλλος τόσος χώρος όπου δουλεύουν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τους ηθοποιούς και την παραγωγή».

Όσο για το μέγεθος της παραγωγής: «Δεν με τρόμαξε. Κανείς δεν έχει απεριόριστο μπάτζετ. Οφείλεις να παίρνεις κάποιες αποφάσεις ποιοτικού βάρους και να συμπιεστείς σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Όταν έγινε η πρόταση από την Φένια Κοσοβίτσα και τον Διονύση Σαμιώτη τους είπα πως θέλω να διαβάσω το σενάριο κι αν βρω κάτι από τον εαυτό μου εκεί, θα το κάνω. Το διάβασα και με συγκίνησε.

Τώρα βρισκόμαστε εδώ, σε ένα σκηνικό που φτιάχτηκε από την αρχή, με πλακόστρωτο, αληθινό τραμ, για να έχουμε τη λιγότερο δυνατή ψηφιακή προσθήκη. Υπάρχει πολύ καλή ομάδα και δυνατή παραγωγή σε υψηλό επίπεδο. Εννοείται πως κάθε ταινία έχει ανάγκη κι άλλων χρημάτων, αλλά πρέπει να βρεις λύση, να είσαι πιο δημιουργικός. Υπάρχει το παράδειγμα του “Πόλεμος και Ειρήνη” του Μπονταρτσούκ και του “Αντρέι Ρουμπλιόφ” του Ταρκόφσκι. Διαφορετικα πρότζεκτ, την ίδια εποχή. Τότε όλη η υποδομή είχε πάει στον Μπονταρτσούκ και ο Ταρκόφσκι έπρεπε να βρει τρόπους για να απεικονίσει την επιδρομή των Ταρτάρων. Προς Θεού, για να μην παρεξηγηθώ, δεν συγκρίνω, αλλά το αναφέρω για να σχολιάσω πως η αδυναμία έγινε ένα εργαλείο για να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά».

Να αντιμετωπίσουμε την ελληνική ταινία ως ένα εθνικό προϊόν με συνέργεια και πρόγραμμα

Ο Διονύσης Σαμιώτης με τη σειρά του τονίζει την «τιμή και τον ιδρώτα» των ανθρώπων που ξεπερνούν τον εαυτό τους και το μπάτζετ που έχουν. «Δεν γίνεται όμως συνέχεια να στοχεύεις στην ευρηματικότητα των εμπλεκομένων. Σε μία χώρα 10 εκατομμυρίων, όπου οι αίθουσες υποφέρουν, είναι μεγάλο θέμα. Χρειάζεται αντικατάσταση του εσόδου που έφεραν οι κινηματογράφοι και να μην εξαρτάσαι από πλατφόρμες και κανάλια. Η ανάπτυξη θέλει χρήματα και ανθρώπους με γνώση. Σίγουρα υπάρχουν ταλέντα, αλλά για να έχεις βιομηχανία, πρέπει να έχεις ένα κανάλι που διοχετεύονται. Να αξιοποιείς το ταλέντο, να το ιντριγκάρεις με κόντρα πράγματα. Δεν είχαμε ποτέ εθνική στρατηγική για τον κινηματογράφο επειδή είναι ήσσονος σημασίας για κάποιους. Γι’ αυτό και αρκετοί φεύγουν για εξωτερικό. Χρειάζεται βοήθεια, να υποστηριχτούν όλοι, και οι παραγωγοί επίσης. Το περίφημο 1,5% είχε ψηφιστεί, πέρασαν χρόνια και δεν εφαρμόστηκε ποτέ», καταλήγει φέρνοντας στην κουβέντα ένα δικαιολογημένο χρόνιο παράπονο, την μη καταβολή του ποσοστού επί των διαφημιστικών εσόδων ιδιωτικών και δημόσιων καναλιών που υποχρεούνται κανονικά να επενδύουν στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.

Στην κουβέντα ο Γρηγόρης Καραντινάκης επισημαίνει την ενθαρρυντική προτίμηση των θεατών σε ελληνικές ταινίες που έκαναν πρεμιέρα το περασμένο καλοκαίρι («Digger», «Πρόστιμο» κ.α.). Πόσο τον απασχολεί η προσέλευση του κοινού; «Έχω πονέσει για την προσέλκυσή του. Κατά την ταπεινή μου άποψη, απαιτείται μία συνέργεια από όλους, κριτικούς, παράγοντες και διανομή. Αν δεν αντιμετωπίσουμε την ελληνική ταινία ως ένα εθνικό προϊόν με συνέργεια και πρόγραμμα, δεν θα λυθεί ποτέ. Εδώ προσπαθούμε όλοι μαζί να κάνουμε μια αφηγηματικά δυνατή ταινία, που θα συγκινήσει το κοινό, χωρίς να μείνει εκεί. Θα παιδεύσει, θα είναι σκληρή, θα προβληματίσει. Ο θεατής θα μάθει ιστορικά πράγματα, λεπτομέρειες για το πως μεθοδεύτηκε, και πως κατέληξε, μία από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες καταστροφές ενός πολυπολιτισμικού σύμπαντος. Γιατί για ‘μένα, η Σμύρνη ήταν ένας συγκερασμός γεύσεων, γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Και αυτό ισοπεδώθηκε. Δεν καταστράφηκε μόνο σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά συθέμελα».

Να υπάρχει και των ολίγων, αλλά για τους πολλούς δεν γίνεται να υπάρχει μόνο η κιτς φαρσοκωμωδία

Έχοντας ξεκάθαρη εμπορική στόχευση, διατηρώντας υψηλά και φιλόδοξα πρότυπα παραγωγής, οι συντελεστές του «Σμύρνη μου αγαπημένη» έχουν μία πολύ διαυγή τοποθέτηση σχετικά με την ταινία και τον ρόλο της. Η Μιμή Ντενίση, το συνοψίζει πολύ καλά στην ερώτηση για το αν βλέπει ελληνικό σινεμά. «Παρακολουθώ ελληνικό σινεμά και λατρεύω Αγγελόπουλο, Βούλγαρη, αλλά θεωρώ πως πάσχει στο εξής. Στο παρελθόν υπήρχαν ταινίες για συγκεκριμένο κοινό ή ταινίες-κιτς που γυρίζονταν στο πόδι. Δεν υπήρχε το mainstream με καλή παραγωγή, προσεγμένο σενάριο, κάτι που υπάρχει σε κάθε χώρα. Το ίδιο πιστεύω και για το θέατρο. Πρέπει να υπάρχει χώρος για το πειραματικό, αλλά και για το mainstream. Δεν γίνεται να είναι όλα πειραματικά, είτε πρόκειται για μεγάλες σκηνές χιλιάδων θέσεων, είτε για μικρούς χώρους. Είναι κάτι που λείπει από το ελληνικό σινεμά, πιστεύω όμως πως έρχεται. Κινηματογράφος και θέατρο οφείλουν να απευθύνονται σε όλο τον κόσμο και να τον εκπαιδεύουν ώστε να επιστρέφει. Ναι, να υπάρχει και των ολίγων, αλλά για τους πολλούς δεν γίνεται να υπάρχει μόνο η κιτς φαρσοκωμωδία».

Αρκετούς μήνες μετά την ζεστή εκείνη μέρα του Ιουλίου, η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες με την προσδοκία να φέρει αντίστοιχη καλοκαιρία στα ταμεία και να γίνει η αγαπημένη του κοινού σ’ αυτή την δύσκολη σεζόν. Το στοίχημα, ελέω πανδημίας, θεωρείται ριψοκίνδυνο γιατί σε προ-covid καιρούς θα ήταν ήδη κερδισμένο. Τα μεγάλα βήματα, όμως, θέλουν τόλμη και στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα δικαιώνει πλήρως συντελεστές. Και κοινό.

Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη:

H Filio Williams, μία ηλικιωμένη Ελληνοαμερικανίδα, σπεύδει στη Μυτιλήνη με την εγγονή της Helen, για να συμπαρασταθεί στους Σύριους πρόσφυγες. Κανείς δεν ξέρει την καταγωγή της, κανείς δεν ξέρει ότι η Σμυρνιά γιαγιά της Φιλιώ Μπαλτατζή βρέθηκε κάποτε στο ίδιο νησί κατατρεγμένη και προσφυγοπούλα. Το τεφτεράκι με τις συνταγές της συνονόματης γιαγιάς ξετυλίγει την πολυτάραχη ιστορία της κοσμοπολίτικης οικογένειας Μπαλτατζή, όπως διαμορφώνεται από τις τραγικές διεθνείς εξελίξεις που καθόρισαν τη μοίρα ολόκληρων λαών. Διαφορετικές γενιές γυναικών της ίδιας οικογένειας ενώνονται στον χώρο και τον χρόνο, μέσα από τα νήματα της ιστορίας. Παρόν και παρελθόν γίνονται ένα.

INFO
Η ταινία κυκλοφορεί σε διανομή Tanweer με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την Μικρασιατική καταστροφή.