56 χρόνια από την πρεμιέρα της 49ης ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ που σφραγίζει αριστουργηματικά την ύστερη περίοδο του έργου και της ζωής του.
Υπάρχουν κάποιες ταινίες, δεν είναι λίγες, δεν είναι και αναρίθμητες, που υπερβαίνουν την ψυχαγωγική λογική του κινηματογράφου, επιβαλλόμενες δια της αινιγματικότητας και του δημιουργικού τους κύρους. Τα «Πουλιά», ολότελα απομακρυσμένα από την κοινή πεποίθηση ενός μοντέρνου horror (που είναι και αυτό φυσικά), αποτελούν ασφαλώς μία από αυτές.
Η ταινία έρχεται σε μια εποχή δύστοκη για τα μέτρα του σκηνοθέτη της, μετά από το ασυναγώνιστο ρεσιτάλ της δεκαετίας του '50, τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του «Ψυχώ», τα περασμένα 60 χρόνια του Χίτσκοκ και την σταδιακή καταβύθιση στην θεοσκότεινη ψυχολογικά τελευταία περίοδο της ζωής του. Από το «Ψυχώ» και μετά, ο πάντα παρατηρητής Χίτσκοκ, παρά την φτασμένη θέση, την άνετη θέση του player μέσα στην χώρα των μεγάλων στούντιο και το τεράστιο κορμό έργου πίσω του, αρχίζει να συναισθάνεται το βάρος μιας εποχής που αλλάζει, βιώνει την δύση των μεγάλων σταρ, μένει χωρίς «ξανθιά μούσα» στο έργο του και τα σενάρια που έρχονται στα χέρια του τον απογοητεύουν συνεχώς. Απόδειξη; Τα τρία χρόνια που μεσολαβούν από το «Ψυχώ» ως τα «Πουλιά» είναι το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ δύο ταινιών για τον 64χρονο Χιτς που ως τότε γυρνούσε επί 30 χρόνια μία τουλάχιστον ταινία τον χρόνο.
Το σενάριο τον «Πουλιών» είναι βασισμένο σ' ένα διήγημα της Δάφνης ντι Μωριέ, που πέρασε χίλια μύρια κύματα μέχρι να προσαρμοστεί μέχρι ικανοποίησης του Χίτσκοκ από τον Έβαν Χάντερ, έναν συγγραφέα περιορισμένης σεναριογραφικής πείρας που ίσως κάποιοι γνωρίζουν από την «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» και τον «Δολοφόνο του Τόκιο» που βασιζονται σε έργα του.
Αυτό όμως που έθεσε σε κίνηση τον Χίτσκοκ ήταν ο εντοπισμός της πρωταγωνίστριας. Μοντέλο διαφημίσεων, μηδενικής κινηματογραφικής εμπειρίας, η Τίπι Χέντρεν (μαμά της Μέλανι Γκρίφιθ), ενθουσίασε τον σκηνοθέτη που, κατά την συνήθειά του, την εγκλώβισε αμέσως σε «κλειστό» συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας αρχίζοντας να παίζει τον Πυγμαλίωνα απέναντί της – όχι χωρίς μελανές υποσημειώσεις κατά τα λεγόμενα (υποκίτρινων) βιογράφων του. Εντούτοις ο Χίτσκοκ είχε πρωταγωνίστρια, οπότε habemus ταινία. Και τι ταινία...
Τα «Πουλιά» είναι η άτυπη εσωτερική συνέχεια του «Ψυχώ», η ολοκλήρωση της μοντερνιστικής βουτιάς του Χίτσκοκ στην ιδιοσυγκρασία ενός κόσμου εκτός ελέγχου. Είναι επίσης ένα έργο βαθιά μελαγχολικό και απ-αίσιο στροβιλιζόμενο μόλις ελεγχόμενα (και ίσως σε κάποιο βαθμό υποσυνείδητα εκ μέρους του σκηνοθέτη – μεγάλη συζήτηση αυτή) προς την ειρωνική αντιμετώπιση του τέλους του κόσμου. Για τον Χίτσκοκ, η ψυχαναλυτική πλευρά της ιστορίας αντάμα με την οικολογική αντιστροφή και την χαοτική, δηλαδή απρόβλεπτη, εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων, σήμαναν μια εσχατολογική διάθεση που ξέφευγε από το (λέμε τώρα) μεμονωμένο του «Ψυχώ» και ανοιγόταν σ' ολόκληρη την Πλάση. Μ' άλλα λόγια αν οι ανθρώπινες σχέσεις είναι υποκείμενες στα χουνέρια της Φύσης (συμβολικά εδώ τα πουλιά), τότε δεν υπάρχει τύχη καμμιά.
Το εντυπωσιακό κατόρθωμα του έργου αυτού, του τελευταίου μείζονος και τέλειου έργου μιας φιλμογραφίας εθισμένης στην τελειότητα, είναι η ισορροπία που διατηρεί ανάμεσα στην επιφάνεια της (πάντα) ψυχαγωγικής πλοκής και στα υπορρέοντα μοτίβα που εσχατολογούν απροκάλυπτα. Η εκπληκτικότητα ξεκινά σχεδόν αμέσως όταν, ακριβώς όπως στο «Ψυχώ», μια πλοκή διακόπτεται από μια άλλη (στην σκηνή της πρώτης επίθεσης του γλάρου) αντικαθιστώντας την πλήρως και φέρνοντας τούμπα το έργο. Καλύτερη απόδειξη ενσωμάτωσης του μοτίβου του Χάους από αυτήν την σεναριακή πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει. Από εκεί και μετά το έργο πολλαπλασιάζεται, όπως και οι αναγνώσεις του, προς διαδρομές που ο καθένας μπορεί να διαλέξει ανάλογα με τα αναγνωστικά εργαλεία που θα διαλέξει. Φεμινισμός, ψυχανάλυση, μοντερνισμός και φυσικά μετά-μοντερνισμός έχουν υλικό να γιορτάσουν την λειτουργία τους, δουλειά και απόλαυση του καθενός βλέποντας και ξαναβλέποντας το έργο.
Στο φινάλε, ο Χίτσκοκ αλλάζει το τέλος της νουβέλας, χαρίζοντας με τον δικό του τρόπο μια στίξη τελεσίδικης ειρωνείας και πεσιμιστικού διφορούμενου εκείνου που η ντι Μωριέ αποτύπωσε ακέραια μηδενιστικά. Κι εμείς βαθιά ανήσυχοι πια από την μετωπική επίθεση του έργου στην επανάπαυση ενός κόσμου, τω πάλαι (;), λειτουργούντος αιτιοκρατικά, χαζεμένοι από την δημιουργική ικανότητα τόσο άψογης μεταμφίεσης ενός εσχατολογικού παραμυθιού σε χολιγουντιανή extravaganza, γοητευμένοι από το ένδοξο Τεχνικολόρ και συναρπασμένοι από ένα blockbuster με ρομποτικούς, ηλεκτρονικά συντεθειμένους ήχους, υποκλινόμαστε σ' ένα πρωτοπόρο φιλμ που μας πλάνεψε σαγηνευτικά – και το φχαριστηθήκαμε – πως οι δυνάμεις μας είναι πεπερασμένες και ο κόσμος αυτός δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.