Όλα τα πλήκτρα μαύρα, όλες οι νότες μπλε: Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν μένει πια εδώ (1943-2022) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:25
20/5

Όλα τα πλήκτρα μαύρα, όλες οι νότες μπλε: Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν μένει πια εδώ (1943-2022)

Μια συντριπτική καλλιτεχνική απώλεια, για την Ελλάδα και για τον κόσμο

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αν ο Μίκης Θεοδωράκης είναι για την Ελλάδα το ανθεκτικό κύτταρο και ο Μάνος Χατζιδάκις η λυρική καρδιά της, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου υπήρξε και θα παραμείνει η ροπή του ταξιδιού της. Κι αν όλοι τους φύτρωσαν στον ελληνικό τόπο, και όλοι τους βρέθηκαν και άνθισαν κάποια στιγμή στο εξωτερικό, ειδικά ο Παπαθανασίου, ουσιωδώς ανένταχτος και εξακολουθητικά άγνωστος όσο κι αν παρέμεινε στην κοινή πρόσβαση, κοίταζε πάντα το υπερπέραν. Το ανθρώπινο και το κοσμικό. Και προς αμφότερα ταξίδευε η μουσική του.

Οφείλω να πω, όσο άπρεπος ίσως κι αν είναι ο δημοσιογραφικός λόγος στο πρώτο πρόσωπο, ότι αδυνατώ έναν επαγγελματικό αποχαιρετισμό στον Παπαθανασίου. Διόλου για να μειώσω τις επαγγελματικά ακέραιες νεκρολογίες, ούτε για να εξαφανίσω επιτηδευμένα την απόσταση ανάμεσα στην προσωπική και την συλλογική απώλεια. Ούτε, αλήθεια, και για να επιδείξω ένα χαμένο μέτρο, ειδικά στην εποχή μας που δέρνεται από όλες τις μεριές, ανάμεσα στο τι θα πει να χάνονται χιλιάδες ζωές καθημερινά και μια μοναδική, απλή, έστω εγνωσμένης, καλλιτεχνικής ιστορίας.

Όμως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου - κι ας με συγχωρήσει που δεν θα τον πω δεύτερη φορά στο κείμενο αυτό Vangelis - για κάποιους από εμάς σήμαινε ισόβια συμπόρευση. Και η έξοδός του, όσο κι αν φυσικό φαινόμενο, όσο ασήμαντη τελικά στην επίδραση της στις ζωές μας, που θα εξακολουθήσουν, ισόβια είπαμε, την συμπόρευση, αφήνει μια επίγευση δυσβάστακτη.

Ο Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου, που όπως θα έχετε διαβάσει ήδη ήταν πεισματικά αυτοδίδακτος στη μουσική, βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια ιδιόρρυθμη θέση, που αν κρίνω σωστά τον χαρακτήρα του δεν πρέπει να του στοίχισε καθόλου: Την θέση του «ντεμοντέ πρωτοπόρου». Στην πραγματικότητα βέβαια, όπως την αντιλαμβάνεται ο υπογράφων δηλαδή, δεν υπήρξε ούτε το ένα ούτε ακριβώς το άλλο. Πρόκειται προφανώς για μια από τις ηγεμονικές μορφές της ηλεκτρονικής μουσικής του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα και όντως υπήρξε μια εποχή, από τα τέλη του '70, μέχρι, οριακά, τις αρχές του '90, που κάθε του καλλιτεχνική πράξη βαστούσε το βάρος του τρομερού άνδρα των synthesizer, της «μεγάλης επιστροφής», της «καλλιτεχνικής κατάθεσης», γενικά δηλαδή το χνάρι της πολιτιστικής σημασίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως σήμερα δεν έχει την θέση που του αναλογεί στις ακροάσεις μιας νεότερης γενιάς. Ας το αφήσουμε όμως αυτό για άλλες συζητήσεις. Ας μείνουμε στην ουσία του περάσματός του.

Βασικό μέρος της, όχι τόσο αριθμητικά αλλά ως βάρος, διαδραμάτισαν οι συμβολές στην κινηματογραφική μουσική, στην οποία και οφείλουμε να μείνουμε στις σελίδες μας. Έστω κι αν ο πλούτος της δισκογραφίας του στην ποπ, την new age, την μοντέρνα, την εθνογραφική, αλλά τελικά την ακατάτακτη μουσική «υπογραφής» του, είναι ανεξάντλητος. Πιο διαυγές τεκμήριο από το ότι «στην πρώτη νότα τον αναγνωρίζεις», μάλλον δεν χρειάζεται για την υπογραφή αυτή.

Στην μουσική για τον κινηματογράφο ο Παπαθανασίου ανήκει, παρά το περιορισμένο αριθμητικά έργο του, στους απολύτως κορυφαίους. Εκεί που αλληλοκαλημερίζονται ονόματα όπως ο Μαξ Στάινερ, ο Άλφρεντ Νιούμαν, ο Μίκλος Ρόσα, ο Μπέρναρντ Χέρμαν, o Μορίς Ζαρ, ο Τζον Μπάρι, ο Χένρι Μαντσίνι, ο Νίνο Ρότα, ο Ζορζ Ντελρί, ο Ένιο Μορικόνε, ο Τζέρι Γκόλντσμιθ και ο Τζον Γουίλιαμς, ο τελευταίος ζωντανός πια. H κληρονομιά του θα μπορούσε να ανακαλεί και μόνο δύο τίτλους: Τους εμβληματικούς «Δρόμους της Φωτιάς» και, το καλύτερο κατά τον υπογράφοντα σάουντρακ που γράφτηκε ποτέ, το «Blade Runner».

Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ο Παπαθανασίου περπατούσε, ίσως πιο έκδηλα από κάθε άλλον της λίστας που προηγήθηκε, έναν δρόμο μοναχικό. Κοσμημένο μεν ολούθε από μια ρίζα ελληνική, κτερίσματα της οποίας έβρισκες στις πιο απρόσμενες στιγμές, αλλά συστηματικά γονιμοποιημένο από μιαν αντίληψη μουσική ακυρίευτη από οποιαδήποτε πεπατημένη. Οι δρόμοι του, τόσο αφάνταστα δικοί του, κοίταζαν πάντοτε ψηλά, αλλά ποτέ από ψηλά, ταξίδευαν με έναν τρόπο που καθόλου τυχαία το ένστικτό μας βάφτιζε «συμπαντικούς». Η σήμα κατατεθέν ηχώ της μουσικής του, που έσβηνε και αναγεννιόταν αέναα στην ηχώ της εκπληκτικής διάδοχης συγχορδίας, συνέθεσε μια μανιέρα που άλλοτε ήταν επιβλητικά επική κι άλλοτε συνταρακτικά λυρική. Πάντοτε όμως ταξίδευε. Στο bolero του «1492» θώπευε ένα παρελθόν, σε έξι πειραγμένες νότες συνόδευε έναν ανθρώπινο θρίαμβο στους «Δρόμους της Φωτιάς», σε μια «μηχανική» ηλεκτρονική βάση αναπολούσε ένα μοναχικό μέλλον στο «Blade Runner». Σε όλα τα μνημειώδη αυτά θέματα, πάντοτε, ταξίδευε.

Στην δεκαετία του '60, πριν την αυγή ενός αξέχαστου progressive ροκ που ήρθε με τους Aphrodite's Child, εμφανίστηκε δειλά στο ελληνικό σινεμά, όμως ήταν στο «Sex Power» του 1970, όταν πια ο ίδιος βρισκόταν στην Γαλλία, που ξεκίνησε το σποραδικά εμφανιζόμενο μεγαλείο. Τρία χρόνια μετά, για το «L' Apocalypse des animaux» έγραφε ένα πρώτο θέμα, που αργότερα θα σφράγιζε παιδικότητες και ελληνική τηλεόραση ως θέμα της εκπομπής «Παρασκήνιο». (Ακόμα και οι ειδήσεις της ΕΡΤ χρειάστηκαν το θέμα του). Κι εκεί θα ερχόταν το La Petite Fille De La Mer, μια από τις σπαρακτικότερες συνθέσεις πλήκτρων της ιστορίας του 20ού αιώνα. Στην ίδια ατμόσφαιρα, ξανά για ντοκιμαντέρ, ήρθε το «La fête sauvage» του 1976. Αφήνουμε εκτός, λόγω περιεχομένου, μια σειρά από προσωπικά άλμπουμ εκείνης της δεκαετίας, που με υπομονετικό, ιδιοφυές, μεράκι άνοιγαν δρόμους. Στην ηλεκτρονική μουσική και τις δυνατότητές της. Και όχι μόνο αυτές, αφού η μουσική είναι μουσική, ο τρόπος που δημιουργείται δευτερεύων.

Το 1981, επειδή του άρεσαν οι συνεργάτες και η μικρή, θερμή κι ανθρώπινη ιστορία, στρώνονται «Οι Δρόμοι της Φωτιάς». Την επόμενη χρονιά, και παρότι ο ίδιος ανθίσταται σθεναρά στην βροχή των προτάσεων που φέρνουν οι μυθικές πωλήσεις, τα παγκόσμια Νο.1 και το Όσκαρ, καθώς η εμπορική δόξα ήταν κάτι που του έφερνε δημιουργική αλλεργία και τον απομάκρυνε από αυτό που ήθελε να κάνει (σε συνεντεύξεις, ακόμα και ύστερες, εξέφραζε ένα πειστικό παράπονο για το πόσο του στοίχισε τελικά η επιτυχία εκείνη), έρχεται «Ο Αγνοούμενος» του Κώστα Γαβρά.

Απίστευτα, τέτοια η δημιουργικότητα και η έμπνευση, είναι και πάλι το 1982 που φέρνει στον κόσμο το «Blade Runner». Μάλλον όλοι όσοι έχουν φτάσει σε τούτο σημείο του κειμένου γνωρίζουν ότι ποτέ ταινία δεν εξυπηρετήθηκε σε τέτοιο βαθμό από την μουσική της. Όμως και σπάνια μουσικές υπερέβησαν τόσο τον λόγο που φτιάχτηκαν. Μόνο ο Παπαθανασίου ξέρει τι σκεφτόταν όταν από την ίδια μίτρα έκοψε τέτοιο αριστούργημα σύνδεσης των ως τότε δυνατοτήτων του synthesizer με έναν Κόσμο που πάντοτε θα έρχεται.

To 1983, σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του ιαπωνικού σινεμά, το «Nankyoku Monogatari», παραδίδει το σε μας γνωστότερο ως «Antarctica» και αφήνει εποχή σε όλη την υφήλιο - και τυπικά. To 1984, για μια ατυχώς άγνωστη δημιουργία, συνθέτει ένα ονειρικό σάουντρακ για την «Ανταρσία του Μπάουντι», του Ρότζερ Ντόναλντσον, με τον Μελ Γκίμπσον και τον Άντονι Χόπκινς. Βρίσκεται στην πιο μεγάλη του, την πιο περιζήτητη, ακμή.

Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, μάλλον, αποτραβιέται. Εξακολουθώντας ερμητικές στιγμές προσωπικής δισκογράφησης, εξακολούθησης αναζητήσεων που κρατούν πολύ Ελλάδα («Ραψωδίες» - σε συνέχεια των μυθικών «Ωδών» με την Ειρήνη Παππά και πάλι) αλλά και αταξινόμητων και συχνά πολύ μοντέρνων στιγμών όπως είναι τα «Mask», «Invisible Connections» και «Direct» - τούτο εκπληκτικά συγγενικό με φιλμικές ατμόσφαιρες ταινιών που δεν συνέβησαν ποτέ.

Η μεγάλη, αλλά ποια δεν είναι μεγάλη, επιστροφή έρχεται το 1992. Με τρόπο ηγεμονικό υπενθυμίζει σε έναν κόσμο που ήδη έχει αλλάξει, ποιος γεννήθηκε να σκοράρει ταινίες, όταν αυτές έχουν τον χώρο (δηλαδή αναγνωρίζουν) για την μουσική συμβολή. Το «1492» και «Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα», των Ρίντλεϊ Σκοτ και Ρομάν Πολάνσκι αντίστοιχα, είναι δύο ταινίες που υπολείπονται αισθητά της συνδρομής του Παπαθανασίου, αλλά ίσως έτσι τεκμηριώνεται ακόμα περισσότερο η αυτονομία των δημιουργιών του.

Ο «Καβάφης» του 1996 και ο «Αλέξανδρος» του 2004, των Γιάννη Σμαραγδή και Όλιβερ Στόουν, πιστοποιούν πολυεπίπεδα την σποραδικότητα των εμφανίσεων, ότι η περιβάλλουσα εποχή έχει συγκριτικά φτωχύνει στις μουσικές αντιλήψεις της και ότι η εμπορικότητα έχει παρέλθει. Όχι όμως η έμπνευση, όχι οι σχέσεις με την ρίζα και επ' ουδενί το ταλέντο της στήριξης των εικόνων. Ακόμα κι όταν οι εικόνες αυτές είναι σχετικά ανάξιες της στήριξης αυτής. Στον «El Greco», δίσκο μεγάλης προσωπικής σημασίας για τον συνθέτη, επαληθεύονται και πάλι όλα τα παραπάνω.

Πώς να σας αποχαιρετίσω/αποχαιρετίσουμε λοιπόν κ. Παπαθανασίου; Θα ήταν σα να λησμονούσαμε μια ζωή, σα να εγκαταλειπόμασταν σε μια αμνησία φρικτή, σα να χάναμε τα πόδια αλλά κυρίως τα μάτια που βλέπουν αχόρταγα προς τα μέσα, προς τα πέρα, προς τα πάνω. Δεν θα το κάνω λοιπόν. Κανείς μας δεν νομίζω θα το κάνει. Η ζωή είναι ομορφότερη εξαιτίας σας και τέτοιο όφελος δεν στριμώχνεται σε κουβέντες αποχαιρετισμού. Ναι, θα μας λείψει επώδυνα η προσδοκία της επόμενης ομορφιάς, της θεσπέσιας ενατένισης που μέχρι το τέλος γεννιόταν εντός σας κι έφτανε σε μας από τα άψυχα μηχανήματα που ζωοδότησατε. Αλλά θα επιστρέφουμε πάντα. Ως το τέλος. Κι αυτή είναι πιο εύκολη και η πιο εγκάρδια υπόσχεση.