Αγάπη και Μίσος
Brother and Sister
Ένα φορτηγό με σπασμένα φρένα... Ο Αρνό Ντεπλεσάν απογοητεύει με ένα φορμαλιστικά και διαλεκτικά κοινότυπο μπουρζουά μελόδραμα. Το κείμενο με ελάχιστες αλλαγές πρωτοεμφανίστηκε σαν μέρος της ανταπόκρισής μας απ' το περσινό φεστιβάλ Καννών.
Με αφορμή ένα ατύχημα που θα στείλει τους γονείς τους στο νοσοκομείο, δύο αδέρφια, ένας άντρας (Μελβίλ Πουπό) και μια γυναίκα (Μαριόν Κοτιγιάρ), αναγκάζονται να συνυπάρξουν καταμετρώντας το παραλυτικό μίσος που τρέφουν μεταξύ τους. Μίσος που εκφράζεται απερίφραστα μέσα από ευπώλητα μυθιστορήματα, εκκεντρικές συμπεριφορές και την εξιστόρηση μιας προβληματικής μα παθιασμένης σχέσης.
Ο Ντεπλεσάν διασύρεται σε ένα τετριμμένο αστικό μελό, έχοντας στο επίκεντρο μιας εντελώς προσχηματικής ιστορίας την αναμέτρηση δύο ανυποχώρητων χαρακτήρων. Ένας συγγραφέας και μια ηθοποιός που έχουν μάθει να απολαμβάνουν τις επιτυχίες τους ο ένας σε βάρος του άλλου, βλέπουν το εγώ τους να κινδυνεύει να αποκαθηλωθεί στο πρόσωπο μιας τραγωδίας. Ο Πουπό και η Κοτιγιάρ ρίχνονται αφηνιασμενοι σε μια ερμηνευτική αναμέτρηση, που εξελίσσεται σε ένα νοερό πεδίο μάχης όπου υφίστανται μόνο οι ίδιοι. Σαν δύο μαύρες τρύπες, σαν αντίθετα ρεύματα που δημιουργούν μια δίνη συναισθημάτων ικανή να βουλιάξει στην υπερβολή ολόκληρο το φιλμ. Σε απόλυτη συνάφεια, ο Ντεπλεσάν δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τους δύο ηθοποιούς του, εννοείται ούτε για το θεατή που μένει μετέωρος μαζί με δεκάδες δορυφορικούς χαρακτήρες στο έλεος ενός cringe-fest ολκής.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν επί Γης, οι Γάλλοι κριτικοί στην πλειοψηφία τους αποθέωσαν το «Αγάπη και Μίσος»
To «Αγάπη και Μίσος» είναι το νιοστό γαλλικό δράμα που υφίσταται αποκλειστικά εξ επαγωγής με μία μεγάλη σχολή, που (δεν αντιλέγω) κάποτε δημιούργησε ένα είδος ιδιότυπου κινηματογραφικού ιμπεριαλισμού στα φεστιβάλ και τους διανομείς του μάταιου τούτου κόσμου. Κι εκεί που νομίζεις πως πρόκειται για ένα στυλ κορεσμένο, γιατί πόσα στιχάκια πια να κατεβάσεις απ' τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι σου, ο Ντεπλεσάν αποδεικνύει πως το βαρέλι με τους πλούσιους Γάλλους και τα «δυσβάσταχτα» προβλήματά τους δεν έχει πάτο. Ακόμη κι αν εξαιρέσουμε την ταινία από αυτό το πλαίσιο (της κορνίζας στο τραπεζάκι του Σαμπρόλ) πρόκειται για ένα ενοχλητικά ανοικονόμητο φιλμ που προσπαθεί διακαώς να γαργαλήσει το συναίσθημα και τη νοημοσύνη του θεατή, αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει με το φορτηγό στο τρακάρισμα της εισαγωγής. Τρέχει ανεξέλεγκτο, κάνει φασαρία, γίνεται το ατύχημα που αποτελειώνει μια ούτως ή άλλως ατυχή συγκυρία.