Νίτραμ - ταινιες || cinemagazine.gr

Νίτραμ

Nitram

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Αυστραλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζάστιν Κερζέλ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σον Γκραντ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Τζούντι Ντέιβις, Άντονι ΛαΠάλια, Έσι Ντέιβις
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ζερμέν ΜακΜίκιν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζεντ Κερζέλ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Films
    Νίτραμ

Η ιστορία του Μάρτιν Μπράιαντ, του διαβόητου δολοφόνου 35 ανθρώπων στην Σφαγή του Πορτ Άρθουρ στην Αυστραλία το 1996. «Αναπόφευκτο» βραβείο Ερμηνείας στις περσινές Κάννες, αλλά πολύ περισσότερο μια ταινία που χρειάζεται να συζητηθεί, έστω και αν, δικαιολογημένα, κάποιοι ενίστανται ακόμα και για το κατά πόσον θα έπρεπε να έχει γυριστεί.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η τέχνη, η στοχαστικά και αισθητικά τεκμηριωμένη έκφραση ανθρώπων δηλαδή, δεν έχει μόνο το δικαίωμα αλλά και το χρέος να καταπιάνεται με τα πάντα. Μαζί με το χρέος αυτό, όμως, έρχεται και η βαρυσήμαντη ευθύνη του στοχασμού που εσωκλείεται σε (ή, καλύτερα, περικλείει) ένα καλλιτεχνικό έργο. Η ευθύνη αυτή είναι ηθικού χαρακτήρα -αλλιώς σιγά τα αυγά κιόλας- και λογαριάζει τις συνέπειες της καλλιτεχνικής πράξης στον Άνθρωπο και την κοινότητα. Αν ένα έργο δεν ενδιαφέρεται για τις συνέπειες αυτές, ο λογαριασμός, αργά ή γρήγορα, έρχεται - στον βαθμό πάντα που αναλογεί στην καλλιτεχνική πράξη και τα ανθρώπινα. Μια ωφέλεια της κριτικής σκέψης, όχι μόνο της «επαγγελματικής», είναι η συμβολή στην συζήτηση που φωτίζει όσο γίνεται περισσότερο, και καθόλου αδιέξοδα, τα ακανθώδη που προκύπτουν από τις συνέπειες αυτές.

Ο πρόλογος ως μια μερική απόκριση στο ότι η ταινία του Τζάστιν Κερζέλ, για πολλούς, δεν έπρεπε καν να έχει γυριστεί. Το σκεπτικό, στην πιο υγιή του εκδοχή υπέρμαχο της αυτολογοκρισίας και όχι της λογοκρισίας, εύλογο: Είναι δυνατόν γύρω από μια πράξη τέτοιου αποτροπιασμού και τόσο εκτεταμένου συλλογικού τραύματος στην Αυστραλία (αλλά και όχι μόνο), να γυρίζεται μια ταινία της οποίας επίκεντρο είναι ο θύτης; Δεν συναισθάνεται άραγε ο δημιουργός τον ανθρώπινο πόνο που δημιούργησε το αντικείμενο μιας δραματουργίας που είθισται τόσο συχνά να ηρωοποιεί ή, έστω, να δημιουργεί την συμπάθεια της κατανόησης σε ένα «τέρας»; Οι λέξεις, το ίδιο και οι εικόνες, η μία μετά την άλλη, καίνε σαν αναμμένα κάρβουνα. Ταινία για τον Μπράιαντ; Και μετά τι; Ταινία για έναν κατά συρροή βιαστή; Για έναν παιδόφιλο; Για τον Χίτλερ, ή όποια τέλος πάντων προσωπικότητα αναλαμβάνει ιστορικά της διαστάσεις του μιάσματος, του συμβόλου της απανθρωπιάς, του τερατώδους; Είναι, άραγε, τελικά δείγμα του αδιεξόδου μας το ότι φτιάχνουμε, βλέπουμε, συζητούμε και βραβεύουμε ταινίες (εν προκειμένω) που βάζουν στο κέντρο του δράματος όντα και καταστάσεις που από τις πράξεις τους εχθρεύονται την ανθρώπινη ζωή;

...η υπόκωφη, ιμπρεσιονιστική προσέγγιση του Κερζέλ τραντάζει σαν κομπρεσέρ στα θεμέλια της Οικογένειας

Ο κινηματογράφος αιμοδοτείται συστηματικά, από το «Μ» του Φριτς Λανγκ και έπειτα, από «τέρατα». Υπάρχουν κάμποσες ταινίες για αληθινά πρόσωπα, περί των οποίων η Ιστορία αποφαίνεται καταδικαστικά, και υπάρχουν κυριολεκτικά άπειρες ταινίες για μυθοπλαστικές φιγούρες που ισορροπούν στο αμφιλεγόμενο σκοτάδι ανάμεσα στην προμελέτη ενός τέρατος και την αδυναμία του θύματος της ψυχικής νόσου. Σχεδόν συλλήβδην, ειδικά στην παντοκρατορία του Χόλιγουντ, χαρακτήρες όπως ο Χάνιμπαλ ή ο Τράβις Μπικλ («Ο Ταξιτζής»), ο Μάικλ Κορλεόνε ή ο Ράμπο, ο Τζόκερ ή ο Μπάτμαν (κι όμως), όλες τους περίπου αναντίρρητα μορφές ψυχικά διαταραγμένες, απολαμβάνουν τα παράσημα της σκηνοθετημένης δόξας και χορεύουν στις μεταξύ μας κουβέντες (αν όχι και στο φαντασιακό) ως κάποια μορφής «ήρωες». Εκείνο που τους περισώζει, αν τους περισώζει, είναι η διαλεκτική δημιουργική πρόθεση και η μεταξύ μας συζήτηση για το κατά πόσον η συνέπεια της πρόθεσης αυτής αντέχει το ηθικό βάρος της κοινωνικής μας συνοχής - ακόμα πιο πολύ, της καλυτέρευσης του κόσμου που όλοι μοιραζόμαστε. Φυσικά, τα ερωτήματα είναι ογκώδη. Οι απαντήσεις όμως, στην κλίμακα που αφορά την κουβέντα περί θεάματος, είτε τις αρθρώνουμε είτε όχι, αποτυπώνονται στην καθημερινότητά μας. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε πίσω από τα φαινόμενα και τον αχό - για να τις ακούσουμε.

Κατά τον υπογράφοντα το «Nitram» έπρεπε να γυριστεί, είναι ευτύχημα, εδώ που είμαστε, ότι γυρίστηκε με συναίσθηση των ευθυνών του, αλλά έπρεπε να είναι μια καλύτερη ταινία. Για τούτο αρκεί το επιχείρημα των μεσότιτλων του τέλους. Αν όλη αυτή η υπόθεση, που βοά ψυχική νόσο (έστω και αν ο Μπράιαντ στην πραγματικότητα δεν έχει θεωρηθεί ψυχασθενής) και οικογενειακή ευθύνη, κι εν συνεχεία επιστημονική και κρατική ευθύνη, συγκροτείται για να καταδικαστεί το γεγονός της οπλοκατοχής στην Αυστραλία, τότε έχουμε να κάνουμε με στρουθοκαμηλισμό διαμετρήματος και, ακόμα χειρότερα στην περίπτωση των δημιουργών, με ανυπολόγιστης ευθύνης υπεραπλουστευτική (και κάπως δημαγωγική) οκνηρία. Αν οι δημιουργοί θεωρούν ότι η ρίζα του προβλήματος είναι αποκλειστικά η ελεύθερη διακίνηση των όπλων (που είναι σημαντική παράμετρος, μην παρεξηγηθούμε), τότε η πληθώρα των εγκλημάτων κατά των ανθρώπων θα ανθεί ολοένα.

Μέχρι να φτάσουμε όμως στην απλούστευση του τέλους, η ταινία βαδίζει προσεκτικά στο ναρκοπέδιο που αποφάσισε να διασχίσει. Δεν αποφεύγει και δεν βάζει σουρντίνα σε τίποτα - είναι σαφές, θέλεις να πιστεύεις, ότι ο («ποτέ» κατονομασμένος, συμβολικά εύστοχο) Μπράιαντ είναι ένα δυστύχημα που αναμένεται να εκδηλωθεί. Η θέση του, αρχικά τουλάχιστον, δεν είναι ανάμεσα στο κοινωνικό σύνολο, είναι στην αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. Εύστοχα και πάλι η ταινία δίνει την κρίσιμη λεπτομέρεια προς επίρρωση του παραπάνω στα πρώτα πλάνα της ταινίας. Αλλά και μετά οι υπογραμμίσεις (η σκηνογραφία του σπιτιού της Έλεν, πρωτίστως) παρατίθενται επιμελημένα.

Δουλειά της τέχνης είναι να μαθαίνεις και να σκέφτεσαι (και να μαθαίνεις να σκέφτεσαι) πάνω στον άνθρωπο και όσα αυτός επάγει στην φύση, στον κόσμο και, αναπόφευκτα, στον εαυτό του

«Εξανθρωπίζει;», είναι το άλλο ερώτημα. Ένας ψυχικά άρρωστος άνθρωπος δεν χρειάζεται εξανθρωπισμό, σε τούτον τον θεατή είναι σαφές. «Μα δεν είναι κτήνος;», εξανίσταται κάποιος άλλος, δικαιολογημένα κι αυτός. Και πάλι η απόκριση είναι αρνητική, για τον υπογράφοντα πάντα. Η πράξη είναι αποτρόπαιη. Όμως ο χαρακτηρισμός του κτήνους απαλλάσσει τους υπευθύνους (που γενικευμένα είμαστε όλοι, αλλά ειδικά ο συγκεκριμένος στενός κύκλος βαρύνεται αφού είχε ήδη επαρκή δείγματα) από τις υποχρεώσεις για την πρόληψη, ει δυνατόν, ενός ανάλογου φαινομένου. Συνεπώς, η ιμπρεσιονιστική προσέγγιση του Κερζέλ, που βυθίζει το έργο σε μια ασφυκτική απουσία φυσιολογικότητας (ας μην παρεξηγηθεί η λέξη), κρούει διαρκώς μια καμπάνα που κάποιος όφειλε να είχε ακούσει. Και η καμπάνα τραντάζει σαν κομπρεσέρ στα θεμέλια της Οικογένειας.

«Συμπονούμε;». Τι δύσκολο ερώτημα, από μια πλευρά. Αν κάποιος υποφέρει, είναι μέτρο ανθρωπιάς να συμπονάς. Συμπονούμε ναι. Αλλά ο Κερζέλ και ο σεναριογράφος του, Σον Γκραντ, φροντίζουν αυστηρά η συμπόνια να συνοδεύεται από έναν διαρκή συναγερμό, μια εξακολουθητική αίσθηση κριτικής μας σε ένα περιβάλλον εν γένει προβληματικό, που δεν αντιλαμβάνεται το οφθαλμοφανές. Τελικά, το αν ένα έργο λειτουργεί παραδειγματικά, πράγμα που βέβαια θα ήταν ολέθριο για την ταινία, κρίνεται από το κατά πόσον αναβλύζει μέσα σου μια αντίδραση «να θέλεις να γίνεις σαν αυτόν» - όπως ακριβώς χαρακτηρίζουμε μια ταινία φιλοπόλεμη όταν ανδρώνει εντός μας μια διάθεση μιμητική.

«Είναι όμως καταδικαστική;». Ίσως αφελώς, για μια κοινωνία που παράγει ασταμάτητα πλέον όντα που χτυπούν, βασανίζουν, σκοτώνουν συνανθρώπους, η ταινία πιστεύει ότι η καταδίκη είναι αυτονόητη. Δεν θεαματικοποιεί ποτέ την βία, εκτός αν θέλει να υποδείξει κάτι για τις ελλείψεις των γύρω στην κατανόηση του Μπράιαντ (η σκηνή με τον πατέρα στον καναπέ, για παράδειγμα), και αφήνει την τραγωδία του τέλους να ποτίσει μέσα σου εκτός κάδρου. Ίσως είναι αφέλεια, επαναλαμβάνουμε, αλλά η επίδειξη, η επανάληψη του προφανούς και η διδακτικότητα, δεν είναι δουλειά της τέχνης. Δουλειά της είναι να μαθαίνεις και να σκέφτεσαι (και να μαθαίνεις να σκέφτεσαι) πάνω στον άνθρωπο και όσα αυτός επάγει στην φύση, στον κόσμο και, αναπόφευκτα, στον εαυτό του.

Υπό αυτή την έννοια, η βασανιστική δημιουργία του Τζάστιν Κερζέλ είναι ευπρόσδεκτη.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Νίτραμ
  • Νίτραμ