Η Άγρια Αχλαδιά
Ahlat Agaci

Αφού κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα προ τετραετίας με τη «Χειμερία Νάρκη» ο πολυβραβευμένος Τούρκος σκηνοθέτης προσαρμόζει το επικό διαλογικό σινεμά του σε ένα τρίωρο και βραδυφλεγές φιλμ το οποίο ανταμείβει την υπομονή που απαιτεί.
Με το «Κάποτε στην Ανατολία» ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν επιχειρούσε το 2011 μια ριψοκίνδυνη στροφή προς ένα σινεμά αδιαπραγμάτευτα μεγάλο σε διάρκεια, αργό σε ρυθμούς και πλημμυρισμένο από εκτενή διαλογικά μέρη, το οποίο ήταν ζήτημα πόσους θεατές θα κατόρθωνε να κερδίσει. Όταν το πείραμα συνάντησε σεβαστή καλλιτεχνική ανταπόκριση, ο Τζεϊλάν παρέδωσε τρία χρόνια μετά τη «Χειμερία Νάρκη», αγγίζοντας τις κάτι παραπάνω από τρεις ώρες σε διάρκεια με ένα φιλμ θεατρικής δομής και απειροελάχιστης δράσης, το κέντρο βάρους του οποίου βρισκόταν στους χαρακτήρες και στις πολύπλοκες συνδιαλλαγές τους.
Ένα Χρυσό Φοίνικα και τέσσερα χρόνια μετά, ο τουρκικής καταγωγής δημιουργός φτάνει τις τρεις ώρες και δέκα λεπτά παρακολουθώντας και πάλι ανθρώπους να μιλούν, με φόντο την επαρχία της χώρας του και βασικό προβληματισμό τον υπαρξιακό μετεωρισμό του σημερινού Τούρκου σε μια κοινωνία όπου το παρελθόν και το μέλλον συνυπάρχουν άβολα.
Ήρωας στην «Άγρια Αχλαδιά» είναι ένας νεαρός ο οποίος επιστρέφει απρόθυμα μετά τις σπουδές του στο χωριό που μεγάλωσε, και στο σπίτι των γονιών του, φιλοδοξώντας να αποφασίσει τι θα κάνει με το μέλλον του και να προσπαθήσει να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Καθώς οι μέρες περνούν, ο Σινάν (όπως είναι το όνομα του ήρωα) περιπλανιέται στον σχεδόν ασφυκτικό μικρόκοσμο του χωριού του, συναντά συγγενείς και φίλους και σιγά-σιγά συνειδητοποιεί την αντιπάθειά του για το μέρος που τον περιβάλλει όσο και για τον πατέρα του- έναν ανεύθυνο καθηγητή και οικογενειάρχη, πνιγμένο στα χρέη και με αδυναμία στον τζόγο.
Οι ερμηνείες έχουν τον πρώτο λόγο, τα πρόσωπα μοιάζουν με ανεξερεύνητα τοπία και κάθε σκηνή μεταμορφώνεται σε ψυχολογική κατάδυση
Αυτή είναι περίπου όλη η ιστορία που γεμίζει το τρίωρο φιλμ και η οποία αναπτύσσεται μέσα από μακροσκελείς συνομιλίες μεταξύ του ήρωα και των ατόμων που απαρτίζουν τον στενότερο περίγυρό του, με θέματα που ξεκινούν από το ασήμαντο και το καθημερινό για να αγγίξουν ευρύτερα φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα. Παρακολουθώντας με ευλαβική προσήλωση και υπομονή τους χαρακτήρες του να μιλούν, καδράροντας τις συναντήσεις τους σε πανέμορφα φωτογραφημένα πλάνα, ο Τζεϊλάν προεκτείνει το σκεπτικό προηγούμενων ταινιών του πάνω στον αρσενικό ψυχισμό, την αθέατη ζωή μακριά από τα αστικά κέντρα της σημερινής Τουρκίας, την πολυπλοκότητα των οικογενειακών δεσμών και την αδυναμία των νεώτερων γενεών να συμβαδίσουν και να επικοινωνήσουν με τις νεώτερες.
Όπως και οι προηγούμενες δημιουργίες του Τζεϊλάν, έτσι και η «Αχλαδιά» επιστρέφει συνεχώς σε ένα χαμηλόφωνο και μινιμαλιστικό σινεμά στον οποίο οι ερμηνείες έχουν τον πρώτο λόγο, τα πρόσωπα μοιάζουν με ανεξερεύνητα τοπία και κάθε σκηνή μεταμορφώνεται σε ψυχολογική κατάδυση. Και παρ' όλο που η μεγάλη διάρκεια γίνεται σε κάποια σημεία αισθητή, το φιλμ πετυχαίνει κάτι από την ηδονή που προσφέρει η ανάγνωση των κλασικών μυθιστορημάτων.