Το δημοφιλές, γεμάτο μυστήριο δράμα εποχής του Netflix σε σκηνοθεσία Σεμπαστιάν Λέλιο («Μία Φανταστική Γυναίκα»), αναθέτει στη Φλόρενς Πιου («Midsommar», «Μικρές Κυρίες») να διαλευκάνει ενώπιον ενός δυνατού καστ (Κιάραν Χιντς, Τόμπι Τζοουνς, Κίλα Λορντ Κάσιντι, Νιβ Άλγκαρ, Τομ Μπερκ) το αίνιγμα της επιβίωσης ενός κοριτσιού το οποίο έχει σταματήσει εδώ και μήνες να τρώει.
Όπως άλλα φιλμ στο παρελθόν, σαν το «Dogville» και η «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», υποδαύλισαν εσκεμμένα την αληθοφάνεια της κινηματογραφικής συνθήκης, έτσι και «Το Θαύμα» του Σεμπαστιάν Λέλιο ξεκινά μέσα από το πλατό ενός κινηματογραφικού στούντιο πριν μας μεταφέρει στον κόσμο της ταινίας. Η παραδοξότητα του να κάνεις σινεμά ακυρώνοντας προκαταβολικά το θαύμα της πρόσκαιρης ψευδαίσθησης πως αυτό που θα δεις είναι αληθινό, εξηγείται εν προκειμένω από το ίδιο το θέμα της ιστορίας.
Βρισκόμαστε στο 1862, και μια Αγγλίδα νοσοκόμα (η Φλόρενς Πιου στο ρόλο της Λιμπ) ταξιδεύει σε χωριό της Ιρλανδίας με σκοπό να βοηθήσει στη διαλεύκανση μιας πολύ περίεργης υπόθεσης. Ένα κορίτσι, η Άννα (Κίλα Λορντ Κάσιντι), παραμένει ζωντανό και υγιές παρότι έχει σταματήσει να τρώει εδώ και μήνες. Η Λιμπ φτάνει εκεί, ανταποκρινόμενη σε κάλεσμα τοπικής επιτροπής αποτελούμενη μεταξύ άλλων από τον ντόπιο γιατρό (Τόμπι Τζόουνς) κι έναν παπά (Κιάραν Χιντς), ώστε να παρακολουθεί εκ περιτροπής μαζί με μια καλόγρια τη μικρή. Πρόκειται για θαύμα, για κλασική περίπτωση απάτης ή μήπως για κάτι άλλο;
Ο Λέλιο μοιάζει να ενδιαφέρεται πρωτίστως για μία παραβολή πάνω στην ίδια την έννοια του αφηγήματος. Κατ’ επέκταση και της πίστης μας, της δέσμευσής μας σε αυτό
Μαζί με τις σχετικές απαντήσεις που εκμαιεύονται μέσα από στόματα σφαλισμένα, ο διακεκριμένος Χιλιανός σκηνοθέτης, γνωστός στο εγχώριο κοινό κυρίως μέσα από τα «Γκλόρια» (Νύχτες Πρεμιέρας 2013) και «Μία Φανταστική Γυναίκα» (Νύχτες Πρεμιέρας 2017), μοιάζει να ενδιαφέρεται πρωτίστως για μία παραβολή πάνω στην ίδια την έννοια του αφηγήματος. Κατ’ επέκταση και της πίστης μας, της δέσμευσής μας σε αυτό. Ζήτημα το οποίο απασχολεί άλλωστε και το ομώνυμο μυθιστόρημα της Έμα Ντόνοχιου, το οποίο μεταφέρει ο Λέλιο για λογαριασμό του Netflix στις οθόνες μας.
Εν προκειμένω, το πάγια ένθερμο θρησκευτικό συναίσθημα των Ιρλανδών σε συνδυασμό με τις ευθύνες που χρεώνουν στην Αγγλία για τον μεγάλο λιμό που βίωσαν λίγα χρόνια πριν (οι Καθολικοί πληθυσμοί πολύ πιο έντονα), ενισχύει στους κόλπους της αγροτικής οικογένειας της Άννας αλλά και σύσσωμης της θεοφοβούμενης τοπικής κοινότητας την πεποίθηση πως η επιβίωση του κοριτσιού ανήκει στη σφαίρα του θαύματος. Ο ερχομός μιας ξένης, και δη Αγγλίδας, μάλλον αδιάφορης προς τα Θεία που έχει φάει το θάνατο με το κουτάλι σε νοσοκομεία και πεδία μαχών, αποτελεί μια ανεπιθύμητη εισβολή του ορθού λόγου στα του οίκου τους, αφ’ ης στιγμής δε δείχνει διατεθειμένη να εξυπηρετήσει τις διαφαινόμενες επιδιώξεις της επιτροπής να βρει έναν «αντικειμενικό» εξωτερικό παρατηρητή που να πιστοποιήσει το ανεξήγητο του φαινομένου. Κοινώς, ένα θαύμα που το χωριό έχει ανάγκη, περίπου σαν «μάννα εξ ουρανού». Σαν την άυλη τροφή που διατείνεται πως παίρνει από τον Θεό η Άννα.
Όσο η νοσοκόμα θέτει όρια προσπαθώντας να επιτελέσει μια αποστολή ύποπτα διακοσμητική, τόσο η υγεία του κοριτσιού αρχίζει ξαφνικά να επιδεινώνεται. Με το διακύβευμα της επιβίωσης της Άννας να μπαίνει όλο και πιο έντονα στο προσκήνιο, η πλοκή αρχίζει να μπερδεύεται με μία σειρά από καταστάσεις που ενώ φαινομενικά ενισχύουν το ατμοσφαιρικό σασπένς, δεν βγάζουν ακριβώς νόημα. Αφενός η στάση του γιατρού που κυνηγά χίμαιρες, αφετέρου εκείνη της μητέρας του κοριτσιού, αποτελούν αγκάθια αληθοφάνειας, όχι εξίσου καλοδεχούμενα με την εισαγωγική συνθήκη της αφήγησης που περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου. Εξίσου αχρείαστο, αν όχι προβληματικό, είναι το κλισέ του παρελθόντος που στοιχειώνει την Λιμπ με ένα παιδί που έχασε, τη στιγμή που ο χαρακτήρας της είναι φύσει και θέσει αφιερωμένος στην υπηρεσία του συνανθρώπου, με το στοιχείο της πληγωμένης μητρότητας να μην έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο στους λόγους που ήδη τη δένουν εναγωνίως με την τύχη του κοριτσιού του οποίου τη ζωή παλεύει να του σώσει, λύνοντας παράλληλα το μυστήριο της άρνησής του να τραφεί.
Η Φλόρενς Πιου αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ικανή να γεμίσει την οθόνη με μια ηρωίδα η οποία αφουγκράζεται τη βαθύτερη αλήθεια ενός κόσμου ξένου προς αυτή
Σε επίπεδο διαλεκτικής, το μηχανισμό του «Θαύματος» θέτουν σε κίνηση αρχικά η προϊστορία των σχέσεων μεταξύ Ιρλανδών και Άγγλων, έπειτα οι παραδοσιακές πατριαρχικές αντιστάσεις απέναντι στην ισχυροποίηση της θέσης της γυναίκας και τελικά η ενοχοποίησή της τελευταίας, ακόμη και όταν αποδεικνύεται πως είναι θύμα κακοποίησης. Παρά τις ανορθογραφίες του χαρακτήρα της που επωμίζεται, μεταξύ άλλων και ένα συζητήσιμης δραματουργικής αναγκαιότητας ρομάντζο με τον Τομ Μπερκ του «Souvenir» (υποδύεται τον Ιρλανδό δημοσιογράφο που δεν πιστεύει σε θαύματα), η Φλόρενς Πιου αποδεικνύεται για άλλη μια φορά μετά το «Midsommar» ικανή να γεμίσει την οθόνη με μια ηρωίδα η οποία αφουγκράζεται τη βαθύτερη αλήθεια ενός κόσμου ξένου προς αυτή. Όσο για τον Λέλιο, δείχνει ξανά την ευχέρειά του σε ιστορίες όπου οι δυναμικές ηρωίδες έχουν την τιμητική τους.
Παρότι απέχει από τον χαρακτηρισμό «θαυμάσιο», παρότι δεν είναι απαλλαγμένο από ψεγάδια που θα χτυπήσουν καμπανάκια τόσο κατά τη διάρκεια όσο και κατόπιν ολοκλήρωσης της θέασης, «Το Θαύμα» συνιστά μία από τις - λίγες είναι η αλήθεια - καλοδεχούμενες φιλμικές απόπειρες του Netflix που δε μοιάζουν βγαλμένες από γραμμή παραγωγής. Κι ας ξεκινά όπως ξεκινά, υπενθυμίζοντάς μας ότι το όποιο θαύμα της κινηματογραφικής αφήγησης επαφίεται στη δική μας εμπλοκή με αυτό.
Βαθμολογία: ★★★
Η ταινία «Το Θαύμα» του Σεμπαστιάν Λέλιο προβάλλεται ήδη στο Netflix.