Ταινία της Εβδομάδας: Ο «Ευτυχισμένος Λάζαρος» είναι η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της χρονιάς - cinemagazine.gr
8:59
28/3

Ταινία της Εβδομάδας: Ο «Ευτυχισμένος Λάζαρος» είναι η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της χρονιάς

Βραβείο Σεναρίου στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών για μία βραδυφλεγή πολιτική αλληγορία η οποία αναπτύσσεται εντυπωσιακά μέχρι και την τρίτη πράξη, όταν και προσγειώνεται απότομα εξαιτίας ενός άγαρμπου και εντελώς ασύμβατου φινάλε

Από τον Κωστή Θεοδοσόπουλο

Αποτελεί πραγματική πρόκληση να μιλήσεις επαρκώς για την καινούρια ταινία της Αλίτσε Ρορβάκερ («Θαύματα», «Corpo Celeste») χωρίς να αποκαλύψεις το plot twist που κυριολεκτικά κόβει την ταινία στην μέση, δίνοντας στο φιλμ μια αναπάντεχη τροπή και προσθέτοντας μια μεταφυσική πινελιά στον ήδη ελκυστικό καμβά του. Γυρισμένο σε φιλμ 16mm, το «Ευτυχισμένος Λάζαρος» μας μεταφέρει στην Ινβιολάτα, ένα απομονωμένο αγρόκτημα της ιταλικής επαρχίας εκεί που γυναίκες, άντρες και παιδιά εργάζονται σκληρά στις καλλιέργειες καπνού βιώνοντας την μουντή επανάληψη της αγροτικής καθημερινότητας. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Λάζαρος,   ένα αγόρι του οποίου η ευγενική φυσιογνωμία και οι αλτρουιστικές προθέσεις γίνονται πεδίο εκμετάλλευσης από τον περίγυρο. Ιδιοκτήτρια της τεράστιας έκτασης και αφεντικό των εργατών είναι η Μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, μια αδίστακτη, μακιαβελική περσόνα, η οποία επιβάλλει απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στους αγρότες της, με τη βοήθεια ενός επιστάτη που φροντίζει όχι μόνο να κρατά τους εργαζόμενους απλήρωτους αλλά και να τους πείθει ότι χρωστούν στη επιχείρηση χρήματα. 

Σε αυτό το φεουδαρχικό σκηνικό φόβου και εκμετάλλευσης που εύλογα παραπέμπει χρονικά σε περασμένες δεκαετίες, ο ερχομός του Τακρέντι, του νεαρού γιου της Μαρκησίας, προδίδει το πρώτο καλά κρυμμένο μυστικό της ταινίας. Ένα κινητό τηλέφωνο καθώς και το walkman του αγοριού δίνουν την αφορμή να γίνει αντιληπτό ότι η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στις αρχές των 90s και συμπερασματικά ότι η Ινβιολάτα συνιστά όχι απλώς ένα αγρόκτημα αλλά βασικά ένα σοκαριστικό παράδειγμα σύγχρονης δουλείας. Σύντομα, ο κακομαθημένος Τακρέντι γνωρίζει τον Λάζαρο και καθώς δεν αργεί να αντιληφθεί την καλοπροαίρετη φύση του, εγκλωβίζει τελικά τον αφελή νεαρό σε μια σχέση λυκοφιλίας. Όταν ο Τακρέντι αποφασίζει να καταφύγει στο βουνό για να σκηνοθετήσει την απαγωγή του και να καρπωθεί τα λύτρα, βρίσκει στο πρόσωπο του Λάζαρου τον πιστό ακόλουθο που θα τον ανεφοδιάζει με προμήθειες και θα εκτελεί ρητά τις εντολές του. 

Η Ροβάρκερ πιστή στις ντοκιμενταρίστικες ρίζες της αλλά και στην παράδοση του σινεμά της πατρίδας της, επενδύει χρόνο στην οπτική αφήγηση και την λεπτομερή παρατήρηση του τοπίου και των ανθρώπων της Ινβιολάτα, μιας κοινότητας ξεχασμένης απ’ το σύνολο και εντελώς αποκομμένης από την πραγματικότητα. Παρακολουθώντας το πρώτο μισό του «Ευτυχισμένου Λάζαρου» νιώθεις ότι να ρίχνεις κλεφτές ματιές στο σινεμά μιας άλλης εποχής, κάπως σαν να βλέπεις μια χαμένη ταινία του Παζολίνι, μια αίσθηση που εντείνεται όσο το ταξικό σχόλιο της δημιουργού πλασάρεται αρμονικά κατά την διάρκεια της ιστορίας. 

Όσα συμβαίνουν στο δεύτερο μισό, ξεφεύγουν από την σφαίρα του ρεαλιστικού ή για την ακρίβεια δανείζονται από το φανταστικό για να επιστρέψουν στο παρόν και να επιτρέψουν στην ταλαντούχα σκηνοθέτρια να ολοκληρώσει ένα αφηγηματικό ταξίδι στον χρόνο. Αυτό το άγγιγμα μαγικού ρεαλισμού πριμοδοτεί τον «Ευτυχισμένο Λάζαρο» με κάποιες φανταστικές σκηνές, αποκορύφωμα των οποίων η χαρακτηριστική σεκάνς με την μουσική από το εκκλησιαστικό όργανο, που θα αποτελούσε και το ιδανικό κλείσιμο της ταινίας. Αντ’ αυτής, η Ροβάρκερ επιλέγει να υπεραναλύσει με προφανείς και ρηχούς συνειρμούς ένα θέμα που είχε ήδη καλύψει επαρκώς, υποκύπτοντας τελικά σε ένα συναισθηματικά εκβιαστικό φινάλε το οποίο ζημιώνει το τελικό αποτέλεσμα και μας αφήνει -δυστυχώς- να μιλάμε για μια πραγματικά σπουδαία ευκαιρία που πήγε χαμένη.