Belfast - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Belfast

Belfast

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ην.Βασίλειο
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κένεθ Μπράνα
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Κένεθ Μπράνα
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κατρίνα Μπαλφ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Ντόρμαν, Κίραν Χάιντς, Τζουντ Χιλ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Χάρης Ζαμπαρλούκος
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Βαν Μόρισον
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tulip Entertainment
    Belfast

Ο Κένεθ Μπράνα βάζει ξανά πλώρη για τα Όσκαρ καθώς επιστρέφει στο εκρηκτικό Μπέλφαστ των παιδικών του χρόνων, σε ένα φιλμ όπου η καλογυαλισμένη νοσταλγία και ο ζόφος του εμφύλιου διχασμού ισορροπούν σε ένα παράδοξα ευφορικό σημείο. Κίραν Χάιντς, Τζούντι Ντεντς και ο πρωτοεμφανιζόμενος πιτσιρικάς Τζουντ Χιλ ξεχωρίζουν από ένα ιρλανδοκρατούμενο καστ.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Ο Κένεθ Μπράνα επιστρέφει στο Μπέλφαστ των παιδικών του χρόνων μέσα από την ιστορία ενός αγοριού, η αθωότητα του οποίου εκτίθεται στη δίνη των διαβόητων Ταραχών μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών που συγκλόνισαν την πρωτεύουσα της Β. Ιρλανδίας από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Στο πιο προσωπικό φιλμ μιας καριέρας που εκτείνεται από σαιξπηρικές μεταφορές μέχρι το «Thor», ο πεντάκις υποψήφιος για Όσκαρ Βορειοϊρλανδός δημιουργός στήνει πάνω σε ένα ιρλανδοκρατούμενο καστ ένα σφόδρα νοσταλγικό και υπερστυλιζαρισμένο γράμμα αγάπης προς τη γενέτειρά του, σχεδόν σε πείσμα των αλγεινών μνημών από τον βαθύ διχασμό και τις αιματηρές συγκρούσεις που έχουν σημαδέψει τον τόπο του. Σαν να δηλώνει πως η αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τους οικείους ανεξαρτήτως καταβολών, τον τόπο και όσα έχουν σημασία, κερδίζει και τις πιο επίμονες σκιές.

Υπό τους ήχους του διάσημου συμπατριώτη του Βαν Μόρισον - τα τραγούδια του οποίου κυριαρχούν στην ταινία - ο Μπράνα μας περνά σβέλτα από το έγχρωμο Μπέλφαστ του σήμερα σε εκείνο του ‘69, αποτυπωμένο στην απαστράπτουσα ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χάρη Ζαμπαρλούκου. Αναλόγως σβέλτη ή ορθότερα απρόοπτη είναι η μεταμόρφωση της ανέμελης, γεμάτης φωνές και παιχνίδι γειτονιάς του μικρού Μπάντι σε πεδίο μάχης, με τον εμβρόντητο πιτσιρικά να βλέπει σοκαρισμένος εξαγριωμένους Προτεστάντες να εξαπολύουν πογκρόμ εναντίον Καθολικών συμπολιτών τους. Η οικογένεια του αγοριού μπορεί να ανήκει στους πρώτους, όμως η φιλική της στάση απέναντι στους Καθολικούς γείτονες, τη θέτει στο στόχαστρο εξτρεμιστών ομόθρησκων. Και αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα της οικογένειας.

Χρέη και ανεργία έχουν οδηγήσει τον μπαμπά (Τζέιμι Ντόρναν) να πηγαινοέρχεται στην Αγγλία για δουλειά, η μαμά (Κατρίνα Μπαλφ) έχει επιφορτιστεί με το μεγάλωμα του Μπάντι και του μεγαλύτερου αδερφού του, την ώρα που μια πόλη σε αναβρασμό, γεμάτη οδοφράγματα και βρετανικό στρατό, τους δημιουργεί εύλογα ανασφάλεια. Οι δελεαστικές ευκαιρίες για μετανάστευση που ο μπαμπάς φέρνει πίσω ισοδυναμούν για τη μαμά με ξεριζωμό, απομόνωση και παραδοχή επικράτησης του διχασμού. Το βασικό ζήτημα που θέτει ο Μπράνα εδώ αφορά στο τι συμβαίνει όταν το οικείο γίνεται αβίωτο, όταν νιώθεις εξίσου έκθετος και ξένος, είτε μείνεις είτε φύγεις.

Το «Belfast» νιώθει άνετα που η καλοπροαίρετη αφέλειά του συναντά το crowd pleaser, με το δεύτερο να κερδίζει στα σημεία

Στον αντίποδα, η οικογένεια αποτελεί παγίως μια στοργική αγκαλιά και ο παππούς με τη γιαγιά (Κίραν Χάιντς και Τζούντι Ντεντς σε εξαιρετικό ερμηνευτικό ταίριασμα) ένα πολύτιμο αποκούμπι για τον Μπάντι. Το καρδιοχτύπι του αγοριού για μια Καθολική συμμαθήτρια σηματοδοτεί μια αγωνία φωτεινή κι ένα μήνυμα αποδοχής του άλλου. Οι καθαρτήριες οικογενειακές (δι)έξοδοι στο σινεμά όπου φωτοβολούν έγχρωμα τα «One Million Years B.C.» και «Chitty Chitty Bang Bang» (μόνο η τέχνη έχει χρώμα στην ταινία), κλείνουν το μάτι στο σινεφίλ μικρόβιο του ανήλικου Μπράνα, εξίσου συνωμοτικά με τη σκηνή όπου ο μικρός του ήρωας διαβάζει ένα τεύχος «Thor».

Η συνύπαρξη ανεμελιάς και χάους με το αγοράκι στο επίκεντρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - μόνο τυχαία δεν είναι, με τον Μπράνα να μασκάρει το πιο ζοφερό υπόβαθρο της ιστορίας από την παράδοξα ευφορική ματιά προς το δικό του Μπέλφαστ. Παρακολουθώντας προσεκτικότερα τις σκηνές των ταραχών, θα δούμε πως η βία διοχετεύεται κυρίως ενάντια σε αντικείμενα και κτήρια, σπανίως - αν όχι ποτέ - άμεσα σε ανθρώπους. Αλλά και η ίδια η ορατότητα της ταινίας διαθέτει κόφτη, όσο π.χ. ο διχασμός υπεραπλουστεύεται σε επίπεδο θρησκευτικής πόλωσης, ενώ στην πράξη είχε βαθύτερες αιτίες. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η συμφιλίωση είναι αυτή που προτεραιοποιείται εδώ, με το «Belfast» να αφιερώνεται «σε εκείνους που έμειναν, σε αυτούς που έφυγαν και σε όλους όσοι χάθηκαν». Και σε τελική ανάλυση, τα πάντα - ως και το ύψος που στέκει συνήθως η κάμερα - ορίζονται από τη ματιά του πιτσιρικά, τον οποίο υποδύεται με μία α λα Τζέιμι Μπελ στο «Μπίλι Έλιοτ» αύρα ο πρωτοεμφανιζόμενος και γλυκύτατος Τζουντ Χιλ. Και σε ό,τι αφορά τον Μπάντι, όσα αγαπάει έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνα που τον φοβίζουν.

Το οξύμωρο της αισθητικής επιλογής να παρουσιάζονται όλα καλογυαλισμένα, όμορφα, ως και οριακά ευχάριστα ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές του «Belfast», βρίσκει καταφύγιο στην αυτοπροστατευτική φύση της παιδικότητας και τον εξιδανικευμένο χαρακτήρα της νοσταλγίας. Οι φορές που Μπάντι κοιτά εκστασιασμένος τη μεγάλη οθόνη καθώς τον λούζει το φως του προβολέα αποτελούν έναν επίμονο, παρότι μάλλον γλυκερό φόρο τιμής στο «Σινεμά ο Παράδεισος». Ο σε στυλ γουέστερν αφοπλισμός που ο μπαμπάς του καταφέρνει απέναντι στον Προτεστάντη αρχιτραμπούκο της περιοχής είναι μια σκηνή που αντέχει μονάχα υπό το πρίσμα μιας φαρσικής επικράτησης του Καλού. Αλλά ακόμα κι όταν μια κηδεία εξελίσσεται βεβιασμένα σε ένα λυτρωτικό αποχαιρετιστήριο πάρτι, το «Belfast» εξακολουθεί να νιώθει άνετα που η καλοπροαίρετη αφέλειά του συναντά το crowd pleaser, με το δεύτερο να κερδίζει στα σημεία, δείχνοντας το δρόμο για τα επερχόμενα Όσκαρ.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Belfast
  • Belfast