Η Επιστροφή
The Revenant
Υποψήφια για 12 Οσκαρ, εκθαμβωτικά φωτογραφημένη από τον πολυβραβευμένο Εμάνουελ Λουμπέσκι και σκηνοθετημένη με ζηλευτή δεξιοτεχνία, αυτή η ζοφερή ιστορία επιβίωσης θα χαρίσει σίγουρα στον Ντι Κάπριο το χρυσό αγαλματάκι που έχει στερηθεί στο παρελθόν για καλύτερες ερμηνείες, ταυτόχρονα όμως συνοψίζει όλες τις αρετές και τους περιορισμούς του σινεμά που υπερασπίζεται ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Ο Διευθυντής του περιοδικού Σινεμά και του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας, Ορέστης Ανδρεαδάκης, έχει διαφορετική άποψη, διαβάστε εδώ.
Έναν ακριβώς χρόνο αφότου κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας χάρη στο «Birdman», και έπειτα από εξαιρετικά επώδυνα γυρίσματα τα οποία έγιναν αντικείμενο εκτενούς δημοσιότητας πολύ καιρό προτού η νέα ταινία του κυκλοφορήσει στις αμερικανικές αίθουσες, ο μεξικανικής καταγωγής δημιουργός επιστρέφει κινηματογραφικά, διασκευάζοντας εν μέρει για την οθόνη το ομότιτλο βιβλίο του Μάικλ Πανκ (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Key Books), το οποίο στηριζόταν με τη σειρά του σε αληθινά περιστατικά.
Γυρισμένη σε φυσικές τοποθεσίες και κάτω από συγκυρίες άκρατης αντιξοότητας για τους ηθοποιούς και το συνεργείο που δούλεψε γι΄αυτήν, η «Επιστροφή» είναι η ιστορία ενός έμπειρου ιχνηλάτη και ακρίτα των αρχών του 19ου αιώνα ο οποίος, στις αδάμαστες και αχαρτογράφητες ακόμη εκτάσεις της αμερικανικής ενδοχώρας, επιδίδεται σε έναν απεγνωσμένο αγώνα επιβίωσης, κατά τη διάρκεια μιας μισθωμένης αποστολής για λογαριασμό μιας γουνεμπορικής εταιρείας.
Έπειτα από μια βάναυση επίθεση ιθαγενών εις βάρος της ομάδας του και έχοντας ο ίδιος σχεδόν κατεκρεουργηθεί στα νύχια μιας αρκούδας, ο ήρωας εγκαταλείπεται από τους εναπομείναντες συντρόφους του (ένας εκ των οποίων τον προδίδει και του αφαιρεί το πολυτιμότερο πράγμα που απομένει στη ζωή του) για να αργοπεθάνει μόνος και αβοήθητος στη μέση του πουθενά, στην καρδιά ενός βαρύτατου χειμώνα.
Ο σκηνοθέτης επιστρέφει ήρωες και θεατές σε μια πρωτόγονη κατάσταση διαβίωσης και γύρω τους ενορχηστρώνει μια βάρβαρη συμφωνία του δέους και του τρόμου που αναδύει η φύση στην πιο ανόθευτη και άγρια μορφή της
Με αξιόπιστο σύμμαχό του τον θαυματουργό διευθυντή φωτογραφίας Εμάνουελ Λουμπέσκι (στον οποίο ανήκουν δικαιωματικά οι εικονογραφικές ταχυδακτυλουργίες του «Gravity» και του «Δέντρου της Ζωής») και σημαία του την επίτευξη της μέγιστης αληθοφάνειας, ο Ινιάριτου απλώνει σε επιβλητικά δάση, χιονισμένες εκτάσεις γης, κακοτράχαλα βραχώδη περάσματα και παγωμένα ποτάμια μια αρχετυπική διήγηση, η ρεαλιστική απεικόνιση της οποίας εντυπωσιάζει και υποβάλλει το κοινό σε μια δοκιμασία αντοχής που να απηχεί την αντίστοιχη του ήρωα.
Μέσα από λήψεις μεγάλης διάρκειας και αδιαφιλονίκητης βιρτουοζιτέ, ενδελεχώς χορογραφημένες σκηνές δράσης και μια ηχητική μπάντα που συγκεντρώνει περιβαλλοντικούς θορύβους σε ένα προοδευτικά όλο και πιο απειλητικό σύνολο, ο Ινιάριτου επιστρέφει ήρωες και θεατές σε μια πρωτόγονη κατάσταση διαβίωσης και γύρω τους ενορχηστρώνει μια βάρβαρη συμφωνία του δέους και του τρόμου που αναδύει η φύση στην πιο ανόθευτη και άγρια μορφή της.
Δεδομένης της αφοσίωσης και της μαεστρίας με την οποία έχει πραγματοποιηθεί, η «Επιστροφή» αποτελεί ένα πραγματικό οπτικοακουστικό μάθημα από μέρους του σκηνοθέτη και των συντελεστών του. Έπειτα από το πρώτο ημίωρο της ταινίας, στο οποίο ξεκαθαρίζει την πορεία που θα ακολουθήσει η επική ιστορία του, ο Ινιάριτου επιστρέφει, παρ' όλα αυτά, στον παλιό, προβληματικό του εαυτό.
Το χιουμοριστικό και παιχνιδιάρικο διάλειμμα του περσινού «Birdman» ίσως ήταν τελικά πρόσκαιρο, αφού ο εμπνευστής του συναισθηματικά εκβιαστικού «Βαβέλ» και του αφόρητα λυγμόλαλου «Biutiful» αναδεικνύεται και πάλι εδώ σε έναν δημιουργό που αρέσκεται να επιστρέφει στον ανθρώπινο πόνο όπως μια μύγα προσκολλάται επάνω σε ακαθαρσίες και χρησιμοποιεί τα αδιαφιλονίκητο ταλέντο του ως άλλοθι για να μεταμφιέζει τους πιο απλοϊκούς στοχασμούς, όπως είναι η αναμέτρηση του ατόμου με τη φύση, η ζωογόνος δύναμη των ενστίκτων, μια κοινότοπη ιστορία εκδίκησης και μαζί ένα επιδερμικό σχόλιο πάνω στην αποικιοκρατική επέλαση της Αμερικής εις βάρος της γης και των ιθαγενών πληθυσμών της χώρας.
Και παρ' όλο που είναι προικισμένος με δεδομένη μαστοριά και διάθεση να παίρνει καλλιτεχνικά ρίσκα, ο Ινιάριτου προδίδεται σταθερά από μια μίζερη στενομυαλιά, μια αυταρέσκεια που ποτέ δεν υπερβαίνει την τεχνική αρτιότητα προκειμένου να μετουσιωθεί σε κάτι ουσιωδέστερο και μια επιθυμία να χειραγωγεί το κοινό του σε φαταλιστικές και απέλπιδες αφηγήσεις που σχετίζονται μονίμως με τις πιο δυσοίωνες και θλιβερές εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ένας αληθινά σπουδαίος σκηνοθέτης θα γνώριζε πώς να τιθασεύσει τα χαρίσματά του στην υπηρεσία ενός ανώτερου αισθητικού ιδεώδους (όπως συνέβη πιο πρόσφατα με τον Χου Χσιάο Χσιέν και τη «Σιωπηλή Δολοφόνο» του), μιας γνήσιας πνευματικότητας (όπως δίδασκαν με ταπεινότητα οι δοκιμασίες των ηρώων στο σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν), μιας κάθαρσης που να επιτυγχάνεται όχι αποκλειστικά μέσω της έκθεσης, αλλά και της στοχαστικότητας (όπως στα αντίστοιχα εξωτικά δράματα του Βέρνερ Χέρτζογκ).
Ο Ινιάριτου αναδεικνύεται και πάλι εδώ σε έναν δημιουργό που αρέσκεται να επιστρέφει στον ανθρώπινο πόνο όπως μια μύγα προσκολλάται επάνω σε ακαθαρσίες
Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου δεν είναι ένας τέτοιος σκηνοθέτης. Είναι ένας αλάνθαστος τεχνίτης στον οποίο απουσιάζει η μετριοφροσύνη και η διανόηση. Και οι ταινίες του είναι σχολαστικά κατασκευασμένες ώστε να μην ξεπερνούν την επιβλητικότητα, αλλά και την ψυχρή αρχιτεκτονική ενός τέλειου οικοδήματος.
Όσο για την πολυσυζητημένη ερμηνεία του Ντι Κάπριο, η οποία μεταφράζεται σε ελάχιστους διαλόγους, άφθονα συνοφρυώματα, πλείστα μουγκρητά και αλλεπάλληλα βλέμματα οδύνης, η αποτελεσματικότητά της μοιάζει μάλλον αναπόφευκτη. Ένας ηθοποιός ο οποίος υποχρεώνεται να αποδώσει τον ρόλο του κάτω από τιμωρητικές θερμοκρασίες και σκληρές συνθήκες, το λιγότερο που μπορεί να κάνει είναι να μεταφέρει στην ερμηνεία του όλη την κακουχία που υφίσταται.
Ως σημαντικός ηθοποιός που είναι, ο Ντι Κάπριο αντεπεξέρχεται πλήρως στις σωματικές και ψυχολογικές προκλήσεις του φιλμ, ενσαρκώνοντας όλη την απελπισία και τη θηριώδη επιθυμία για ζωή που εκδηλώνει ο πολυβασανισμένος ήρωάς του. Το τελικό αποτέλεσμα απέχει, ωστόσο, πολύ από τις θαρραλέες ερμηνευτικές ακροβασίες που πέτυχε νωρίτερα στον «Λύκο της Γουόλ Στριτ» και μοιάζει μάλλον μηχανικό- μια μαζοχιστική επίδειξη Μεθόδου σε απόλυτη συνεννόηση με το παρακμιακό και αγέλαστο όραμα του σκηνοθέτη.