Αφήνοντας το Λας Βέγκας - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Αφήνοντας το Λας Βέγκας

Leaving Las Vegas

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

1995
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Φίγκις
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μάικ Φίγκις
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Νίκολας Κέιτζ, Ελίζαμπεθ Σου, Τζούλιαν Σαντς
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ντέκλαν Κουίν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάικ Φίγκις
    ΜΟΝΤΑΖ: Τζον Σμιθ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Bibliotheque
    Αφήνοντας το Λας Βέγκας

Κορυφαία στιγμή ενός ασυνήθιστου κινηματογραφιστή, το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» βρίσκει τους κατάλληλους ανθρώπους στην κατάλληλη στιγμή τους: ο σκηνοθέτης/ σεναριογράφος / μουσικός Μάικ Φίγκις, με την ενθουσιώδη βοήθεια του Νίκολας Κέιτζ και της Ελίζαμπεθ Σου, συνθέτει τα πιο ακραία και αντιφατικά συναισθήματα στο διάστημα μιας ταινίας…

Από τον Γιάννη Δεληολάνη

Το «Λας Βέγκας» μοιάζει, τελικά, με ένα χαμογελαστό, σχεδόν ανέμελο (επιφανειακά) σημείωμα αυτοκτονίας, φορτισμένο ταυτόχρονα με μια καταστροφική συναισθηματική δύναμη. Με όπλο τη στιλάτη κινηματογράφηση κι ένα σενάριο που αποφεύγει τόσο τις παιχνιδιάρικες παγίδες της σάτιρας όσο και τις δακρύβρεχτες του μελό, το φιλμ βρίσκει μια σχεδόν ιδανική ισορροπία και μέσα απ’ αυτήν καταφέρνει να περάσει το σκοτεινό του παραμύθι σ’ ένα ευρύτερο κοινό (απόδειξη και οι υποψηφιότητες για τα Όσκαρ…). 

Είπα παραμύθι; Ίσως όχι ακριβώς: το έργο βασίστηκε σε μια νουβέλα του Τζιμ Ο’ Μπράιεν (χαρακτηριζόμενη ως «ημιαυτοβιογραφική»), ο οποίος εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο λίγο καιρό μετά την πώληση των κινηματογραφικών δικαιωμάτων του βιβλίου του. Ολόκληρος ο γενικός «τόνος» της ιστορίας είναι ταγμένος σε έναν ιδιόρρυθμο πεσιμισμό.  

Ας δούμε τι ακριβώς  συμβαίνει…  

Ο Κέιτζ ορμάει κυριολεκτικά στο ρόλο με ένα πάθος μοναδικό, μοιράζοντας τις σκηνές της παραφοράς με τις στιγμές της οδυνηρής νηφαλιότητας

Ο Μπεν (Νίκολας Κέιτζ) είναι αλκοολικός. Είναι επίσης ταλαντούχος, νέος, συμπαθής – όλα αυτά πριν απ’ το μπουκάλι. Χωρισμένος από τη γυναίκα του και αποξενωμένος από το παιδί του, δέχεται τη «χαριστική βολή» όταν απολύεται από τη δουλειά του (ατζέντης στο Χόλιγουντ!). Τίποτε απ’ όλα αυτά δε μοιάζει να τον πειράζει: αφήνει πίσω τα πάντα και κατευθύνεται στο Λας Βέγκας, με αποκλειστικό σκοπό να πίνει ώσπου να πεθάνει. Σφήνα στην αλκοολική του φαντασίωση μπαίνει η Σέρα (Ελίζαμπεθ Σου), μια «ταλαιπωρημένη» πόρνη που έχει καταφέρει να μη χάσει τον ιδεαλισμό της. Ο έρωτάς της για τον Μπεν θα αλλάξει τη ζωή της, όχι όμως και τα δικά του σχέδια… Η παράξενη αυτοκαταστροφή που διαλέγει για τον εαυτό του ο Μπεν βρίσκεται στο κέντρο της πλοκής, είναι η καρδιά της ταινίας. Η ψυχή της, από την άλλη μεριά, είναι η Σέρα –αυτή που παραμένει αισιόδοξη και ξυπνάει μέσα του το δυναμικό της αγάπης. Η ικανότητά της να ανέχεται τα πάντα φτιάχνει ένα απροσδόκητο ζευγάρι με τη δική του άρνηση προς τα πάντα. Η ολοκληρωτική απροθυμία του Μπεν να ζήσει προσφέρει στην ιστορία τη σκληρότατη αιχμή της και μια πικρή ανεξίτηλη δύναμη. Ο Φίγκις κινηματογραφεί την εξέλιξη των γεγονότων με μια αποσπασματικότητα πολύ ταιριαστή με τις εκλάμψεις της νηφαλιότητας και τα «βυθίσματα» του Μπεν στο αλκοόλ. Η συχνά «βρόμικη» φωτογραφία συμμαχεί με τα στιλάτα πλάνα και τις νέον λάμψεις του Βέγκας για να αποτυπώσουν την αίσθηση μιας άχρονης, ημι – παραισθητικής ροής.  

Η παρουσία της Σέρα φέρνει νηφαλιότητα στους διαλόγους και στις σκηνές, όπως κι ένα είδος ειρήνης στη ζωή του Μπεν, η δική του «νηφαλιότητα», όμως (οι σκηνές όπου ο Μπεν σε σύνδρομο στέρησης ή στα τελικά στάδια του αλκοολισμού), προσφέρει δραματικές υπενθυμίσεις για την πραγματική φύση της εξάρτησης – αυτήν που πιθανότατα έζησε ο  Ο’ Μπράιεν και ζουν καθημερινά εκατομμύρια ανώνυμοι που «ακολουθούν την καρδιά τους» στα σκοτεινά περιθώρια των καθιερωμένων κοινωνικών ονείρων. Κι αν η ταινία προσφέρει μια φωτεινή διέξοδο, μέσα από την απόφαση αυτών των δύο απόκληρων ν’ αγαπήσουν ο ένας τον άλλο, δεν αποδυναμώνει στο ελάχιστο το σοκ από τον προθανάτιο εορταστικό ενθουσιασμό του ήρωα (θυμηθείτε τον στην αρχή του φιλμ, όπου γεμίζει κεφάτος με μπουκάλια το καρότσι του σούπερ μάρκετ). Τι τον κάνει να γυρίσει με τόσο αποφασιστικό τρόπο την πλάτη στη ζωή;

Το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» δραπετεύει από το φιλμ και γίνεται ένα αίσθημα

Το γεγονός ότι δε μαθαίνουμε τα γιατί, σώζει την ταινία από την ηθικολογία αλλά την κάνει και πιο τοξική, σαν ο Μπεν να προτείνει έναν παραμορφωτικό καθρέφτη σε κάθε θεατή ξεχωριστά. Ο καθένας, βέβαια, ανταποκρίνεται σύμφωνα με την κλίση του…  Ο Κέιτζ ορμάει κυριολεκτικά στο ρόλο με ένα πάθος μοναδικό, μοιράζοντας τις σκηνές της παραφοράς με τις στιγμές της οδυνηρής νηφαλιότητας, όπου η ερμηνεία του πλημμυρίζει με λεπτότερες αποχρώσεις. Δίπλα του η Σου δείχνει μια σταθερή , ειλικρινή παρουσία που διαθέτει τη δική της ειδική βαρύτητα, έστω και αν χάνει την αναπόφευκτη μάχη των εντυπώσεων από τον πληθωρικό Κέιτζ.  

Μικρό ερωτηματικό, τέλος, η επιμονή του Φίγκις (ως μουσικού) να επαναλαμβάνει κάποια κομμάτια σε σκηνές - κλειδιά□ έτσι αυξάνει την εσωτερική τους δύναμη, αλλά εξαντλεί τις αρχικές εντυπώσεις.  

Είπα εσωτερική δύναμη; Ορίστε λοιπόν οι δυο λέξεις που κάνουν και αυτό το παραμύθι, με τα μικρά ή τα μεγαλύτερα ελαττώματά του, να μεταμορφώνεται σε μια κινηματογραφική ανάμνηση με διάρκεια. Τι άλλο χρειάζεται πραγματικά μια ταινία; Μετά απ’ όλα τα πώς και τα γιατί, το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» δραπετεύει από το φιλμ και γίνεται ένα αίσθημα.  

Η κριτική της ταινίας «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 67 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Απρίλιος 1996).

 

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Αφήνοντας το Λας Βέγκας
  • Αφήνοντας το Λας Βέγκας