O Aστακός
The Lobster
Σε κάποιο κοντινό μέλλον, όσοι ζουν χωρίς ταίρι μεταφέρονται σε ένα ξενοδοχείο, έχοντας περιθώριο 45 ημερών προκειμένου να προλάβουν να ζευγαρώσουν. Αν αποτύχουν, η τιμωρία τους θα είναι να μεταμορφωθούν σε ζώα. Το νέο φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου (Βραβείο της Επιτροπής στο 68ο Φεστιβάλ Καννών), αναπάντεχα κωμικό και ρομαντικό μέσα στη ζοφερότητά του, καταπιάνεται ευρηματικά με τα όρια και τη φύση τόσο της αγάπης όσο και της προσωπικής ελευθερίας, υπό το επίμονο βλέμμα μιας κοινωνίας που λατρεύει την κανονικότητα και εχθρεύεται τη συνειδητή διαφοροποίηση από οτιδήποτε εκείνη αξιολογεί ως κοινωνικά ωφέλιμο.
Αταλάντευτος στα τολμηρά χνάρια που όρισε με τον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις» συνεχίζει ο Γιώργος Λάνθιμος, με την αναγνώριση να μην περιορίζεται φυσικά στο βραβείο της Επιτροπής που απέσπασε στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών. «Ο Αστακός» άλλωστε, είναι το κορυφαίο ως τώρα στοίχημα μιας καριέρας που βασίζεται σε δοκιμασμένες συνεργασίες (από τον Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο και τον Θύμιο Μπακατάκη στη φωτογραφία ως τον Γιώργο Μαυροψαρίδη στο μοντάζ), ενώ αναμετριέται για πρώτη φορά με τα πλεονεκτήματα, τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις μιας διεθνούς συμπαραγωγής. Γεγονός που του επιτρέπει φυσικά να φιλοξενεί στο καστ ηχηρά ονόματα όπως ο Κόλιν Φάρελ, η Ρέιτσελ Βάις, ο Μπεν Γουίσο, η Λέα Σεϊντού και ο Τζον Σι Ράιλι, πλάι στις «δικές μας» Αγγελική Παπούλια και Αριάν Λαμπέντ.
Ο «Αστακός» τοποθετείται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον όπου απαγορεύεται να είναι κανείς μόνος: όσοι ζουν χωρίς ταίρι μεταφέρονται υποχρεωτικά από το Κράτος σε ένα ξενοδοχείο, με σκοπό να ζευγαρώσουν εντός 45 ημερών. Αν αποτύχουν, η τιμωρία θα είναι να μεταμορφωθούν σε ζώα. Στον τόπο αυτό οδηγείται και ο κεντρικός ήρωας (Φάρελ), υποχρεωμένος να επιληφθεί του προσωπικού του αδιεξόδου, η απάντηση στο οποίο ίσως βρίσκεται στο πρόσωπο της Ρέιτσελ Βάις.
Σαν να ξεκινά από τον βασικό ψυχαναλυτικό διαχωρισμό μεταξύ ζώων και ανθρώπων, ο οποίος θέλει τα πρώτα να είναι το σώμα που φέρουν και τους δεύτερους να έχουν σώμα (δηλαδή πλήρη συνείδηση της ταυτότητάς τους), το φιλμ εξερευνά τα όρια και τη φύση τόσο της αγάπης όσο και της προσωπικής ελευθερίας, υπό το επίμονο βλέμμα μιας κοινωνίας που λατρεύει την κανονικότητα και εχθρεύεται τη συνειδητή διαφοροποίηση από οτιδήποτε εκείνη αξιολογεί ως κοινωνικά ωφέλιμο.
Το πρώτο μέρος διακρίνεται για το ευρηματικό και αδιάκοπο, πικρό χιούμορ του, με το οποίο περιβάλλει τους για άλλη μια φορά κλινικά αποστειρωμένους και συναισθηματικά ακρωτηριασμένους ήρωές του ο Λάνθιμος. Όμως το πραγματικό επίτευγμα για τον Έλληνα δημιουργό είναι πως - αντίθετα με άλλους εξίσου υποσχόμενους συναδέλφους του - δεν αραιώνει την οξύτητα της προσωπικής του σφραγίδας για να χωρέσει στα παπούτσια μιας υψηλών απαιτήσεων αγγλόφωνης παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ήρωες του «Αστακού» ενσωματώνονται εκφραστικά στη γλώσσα και τους κώδικες εκείνων που πρωταγωνίστησαν στις προηγούμενες ταινίες του, με τον Φάρελ να διαπρέπει ως σύμβολο ενός ατόμου που μπαίνει στην πρέσα των κοινωνικών επιταγών, εκείνων που ορίζουν την αυτοπραγμάτωση και το «φυσιολογικό».
...το φιλμ εξερευνά τα όρια και τη φύση τόσο της αγάπης όσο και της προσωπικής ελευθερίας, υπό το επίμονο βλέμμα μιας κοινωνίας που λατρεύει την κανονικότητα και εχθρεύεται τη συνειδητή διαφοροποίηση από οτιδήποτε εκείνη αξιολογεί ως κοινωνικά ωφέλιμο
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο αρχικά υψηλός ρυθμός αποκτά διακυμάνσεις όχι πάντα καλοδεχούμενες. Τότε, το όλο οικοδόμημα αναλαμβάνουν να σηκώσουν καθηλωτικές σκηνές σαν αυτή όπου η (συν τοις άλλοις αφηγήτρια της ταινίας) Βάις, μας εξηγεί τον αυτοσχέδιο κώδικα επικοινωνίας που μοιράζεται με τον Φάρελ. Προοδευτικά, καταγράφεται μία σαφής τάση περιορισμού των αρχικά οξύτατων κωμικών επιθέσεων της ταινίας, με τον ολοένα και πιο δυσοίωνο τόνο του να πλημμυρίζεται από ένα περιοδικό, επίμονο στρίγγλισμα εγχόρδων. Κι όταν πια ο «Αστακός» συμφιλιώνει το κοινό με τον βαθύτερο εαυτό του, ο οπορτουνισμός και ο κοινωνικός δαρβινισμός έχουν πάρει για τα καλά το προβάδισμα στην πλοκή, την ώρα που η διαφυγή στη φύση (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ενέχει τον χαρακτήρα του συστημικού αντισταθμίσματος, ικανού να καταστείλει εγκαίρως τυχόν τάσεις επαναστατικότητας.
Το στα σημεία του υποδειγματικό δραματουργικό ανάπτυγμα ενός ούτως ή άλλως εξαιρετικού premise, υπηρετεί ιδανικά αυτός ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας, ο Θύμιος Μπακατάκης, καταφέρνοντας να αποτυπώσει διαφορετικές πτυχές του ζοφερού χαρακτήρα της ταινίας, τόσο στις εσωτερικές σκηνές του ξενοδοχείου όσο και σε εκείνες στο δάσος. Όσο για το ξυραφένιο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, προσδίδει τον απαραίτητο χρονισμό σε ένα σύμπαν που ισορροπεί ανάμεσα στην ακραία, κωμικοτραγική πραγματικότητα που γλαφυρά σκιαγραφεί και τις δομικές υπαρξιακές αγωνίες που πραγματεύεται το σενάριο των Ευθύμη Φιλίππου και Γιώργου Λάνθιμου.
Η αλήθεια είναι πως πολλά μπορεί να νιώσει (όπως και να γράψει) κανείς απέναντι στον «Αστακό»: να γοητευτεί ή να κλωτσήσει μπροστά στον ασφυκτικό έλεγχο του σκηνοθέτη επί των ηρώων του, να αιχμαλωτιστεί από τον μεγαλεπίβολο χαρακτήρα της θεματολογίας και των φιλοσοφικών της προεκτάσεων ή να τον ξενίσουν ορισμένες στροφές της ιστορίας. Όμως πέρα από όλα αυτά, αλλά και πέρα από τις βραβεύσεις στις Κάννες και τα κόκκινα χαλιά, γεγονός παραμένει πως για δεύτερη φορά μετά τον σπουδαίο «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος καταθέτει μια αληθινά οικουμενική ταινία, ικανή να «μιλήσει» σε ένα παγκόσμιο κοινό. Και αυτό είναι ένα αληθινά ξεχωριστό παράσημο, που κανένα βραβείο δεν ισοφαρίζει.