Τελευταία Πνοή
Le Dernier Souffle

Ένας φιλόσοφος που αντιμετωπίζει δυνητικά σοβαρό πρόβλημα υγείας γνωρίζεται με έναν ιατρό-διευθυντή μονάδας παρηγορητικής φροντίδας. Η επαφή του με τον κόσμο που βρίσκεται πλησίον της «τελευταίας πνοής» έχει μια ιστορία ζωής να του διηγηθεί. Ο Κώστας Γαβράς αλλάζει ρότα προς ένα θέμα που εγκυμονεί συγκίνηση και, ίσως, σοφία, καταφθάνει όμως εκεί μέσω περιορισμένου κινηματογραφικού ενδιαφέροντος.
Πώς θα το έλεγε ο Γούντι Άλεν -και θα αυτοσχεδιάσω εκ προοιμίου ατυχώς: Η ιδέα του θανάτου δεν είναι κάτι στο οποίο αρέσκεσαι να εμβαθύνεις, τουλάχιστον όχι ενόσω ζωντανός. Φανταστείτε να μας καλεί κάποιος, έστω κι αν λέγεται Κώστας Γαβράς, να το κάνουμε παρακολουθώντας μια ταινία, ένα κατ’ εξοχήν ψυχαγωγικό γεγονός στον χρησιμοθηρικό κόσμο μας.
Ο Γαβράς, όχι για να χρυσώσει το χάπι, αλλά (έχω την εντύπωση) επειδή ο χαρακτήρας του είναι αυτός, δεν θα το επιχειρήσει κατά τρόπο σκυθρωπό ή μελοδραματικό - πλην μιας ιδιαίτερης σκηνής. Θα το κάνει ευθυγραμμισμένα με μια στάση ζωής που του προτείνει το πνεύμα του, ένα πνεύμα ανθρωπιστικό μεν αλλά όχι απογυμνωμένο, όχι ασυνόδευτο από τους ρόλους της Σκέψης. Σε αυτούς, ολοφάνερα, ο Γαβράς διαιρεί στην Επιστήμη και την Φιλοσοφία δύο στάσεις ζωής που τον καθιστούν από εχθρό του λαού (οκ, κάποιου λαού) έως…παλαιοημερολογίτη του Πολιτισμού. Με άλλα λόγια, στα χαρτιά, και για αυτόν τον γράφοντα, η ταινία ξεκινά με τις καλύτερες συστάσεις φιλοσοφίας κατασκευής.
Δεν είναι μεγάλο σινεμά, είναι όμως ένα έργο που με αρμοδιότητα διαυγούς ηλικιωμένου μας καλεί σε μια επίσκεψη σ’ έναν κόσμο που η τελευταία επιθυμία έχει ουσία και συναισθηματικό βάρος
Βέβαια ο καθένας μας, ακούγοντας ότι θα δει μια ταινία παρηγορητικής φροντίδας, έστω με τις παραπάνω προδιαγραφές, δεν έπεται ότι περιμένει μια πλοκή παράταξης επεισοδίων μορφών ευθανασίας. (Δεν αναφέρομαι στο φλέγον ζήτημα, χρησιμοποιώ την λέξη κυριολεκτικά εννοώντας έναν αξιοπρεπή θάνατο – ο Γούντι Άλεν μου ψιθυρίζει πάλι να πω «υγιή θάνατο». Η ταινία πάντως, επειδή οι σκληροπυρηνικοί μπορεί να φρίξουν, έχει και μια ευθανασία κανονική.) Ατυχώς, λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι ελεύθερο από τυπικές αρετές των ένδοξων στιγμών του σκηνοθέτη, όπως η ένταση, μια κάποια πυραμιδοειδής ανάπτυξη, βασικότερα η χρήση του μοντάζ για λόγους δραματικής εντύπωσης.
Ασφαλώς, ένας σκηνοθέτης με 60+ χρόνια στην πλάτη, και κάποιος στον οποίον η σκηνοθεσία του θρίλερ χρωστά περισσότερα απ’ όσα του αναγνωρίζεται (ο Όλιβερ Στόουν φερ’ ειπείν δεν θα υπήρχε δίχως το «Ζ»), δεν ξεχνά πώς γυρίζεται μια ταινία. Μάλιστα, αποκαλύπτει εδώ ειδικές, αφανείς αρετές του, όπως ο χειρισμός του ρυθμού, η οικονομική του σβελτάδα, η πληρότητα ενός blocking που εξυπηρετεί απολύτως την δράση (τον διάλογο εδώ), η άνεσή του στην σκηνοθεσία της στάσης και της κίνησης και κάμποσα ακόμα. Όμως αυτά, όσο κι αν ακούγονται πολλά, είναι αυτονόητα για έναν δημιουργό τέτοιας εμπειρίας.
Το δράμα, εν μέσω του γενικού δράματος της λήξης της ζωής, απουσιάζει. Μπορεί και να μην χρειαζόταν, θα πει κάποιος. Για άλλον, όμως, μοιάζει με ένα καλότροπο ντοκιμαντέρ χρηματοδοτούμενο από την Παρηγορητική
Είπα αυτονόητα. Ένα πράγμα που δύσκολα αποποιήθηκε ποτέ το σινεμά του σκηνοθέτη ήταν η εμβάθυνση στο αυτονόητο. Ανέκαθεν οι ταινίες του, όχι ανεξαιρέτως αλλά στην πλειονότητά τους, και ειδικά οι λεγόμενες πολιτικές του (επίσης ως επί το πλείστον πολιτικής θεματολογίας, όχι πολιτικές, όχι διαλεκτικές) διοικούνταν από μια ασκίαστη σαφήνεια που δεν προέτρεπε στην σκέψη του θεατή, στο εγχείρημα διαλεύκανσης ενός μυστηρίου. Πάντα προτιμούσε να απαντά τα θέματα που γεννά. Στο τέλος των ταινιών του δεν παίρνεις μαζί σου μια συζήτηση αλλά μια ξεκάθαρη, σωστή άποψη. Το ίδιο και εδώ. Παρότι όχι εμφανώς μια από τις πολιτικολογούσες ταινίες του, η συζήτηση είναι ανάμεσα στην πείρα ενός ιατρού και στην σκέψη ενός φιλοσόφου. Και οι δύο λένε τόσο ξεκάθαρα πράγματα που τα θωρείς/ακούς σαν απαγγελίες ορθότητας. (Και, όπως πάντα στο σινεμά του, χωρίς ίχνος χιούμορ.) Το δράμα, εν μέσω του γενικού δράματος της λήξης της ζωής, απουσιάζει. Μπορεί και να μην χρειαζόταν, θα πει κάποιος. Για άλλον, όμως, μοιάζει με ένα καλότροπο ντοκιμαντέρ χρηματοδοτούμενο από την Παρηγορητική.
Από μια άλλη πλευρά επίσης, ομολογώ όχι εντελώς ενοχλητική για εμένα, αλλά ίσως προβληματική, η ταινία συμβαίνει στον μεσαίο και πάνω, καλοζωισμένο, αστικό κόσμο (ίσως) του σκηνοθέτη και των συγγραφέων. Υπάρχει η εξυπνάδα στο σενάριο να το θέσει αυτό σε μια-δυο στιγμές, νομίζω όμως ότι τελικά είναι χειρότερο που το υπενθυμίζει. Η παρηγορητική φροντίδα εδώ είναι προνόμιο λίγων και δεν κουβεντιάζεται ποτέ. Το μόνο ερώτημα είναι αν οι χαρακτήρες είναι έτοιμοι να την δεχθούν. Ούτε εδώ μπόρεσε να κάνει το άλμα στην πολιτική ο σκηνοθέτης.
Έπειτα υπάρχει μια ανισορροπία στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Ο «φιλόσοφος» Ντενί Πονταλιντές, ένας άξιος καρατερίστας, δεν είναι ένας πρωταγωνιστής, δεν έχει βάρος, δεν κρεμόμαστε από τα χείλη του. Και υποδύεται φιλόσοφο! Και δεν θα πάω σε έναν Τρεντινιάν του άλλοτε, έναν Οτέιγ, ή ακόμα και έναν Κλουζέ του σήμερα. Ο ρόλος θα ήταν άλλος με την ισχύ στην κάμερα ενός Ζαν Ρενό ή ενός Φαμπρίς Λουκινί. (Δεν αναφέρομαι καν στον Ζαν-Πιερ Λεό που θα μεταμόρφωνε το έργο – αλλά κατανοητό να μην θες να μπλέξεις στα 91 σου.) Έτσι ένας φύσει μαθητειακός ρόλος (αφού ο φιλόσοφός μας μαθαίνει σε όλο το έργο κάτι που θα του χρησιμεύσει) υποτάσσεται πλήρως στον ευτυχώς πηγαίο και έτοιμο «γιατρό» του Καντ Μεράντ που αποπνέει όλα εκείνα που το σενάριο και η σκηνοθεσία δεν εκμεταλλεύεται.
Και τέλος, δεν θα μπορούσε να λείπει, ο «εντυπωσιασμός Γαβρά», ιδιότητα που πραγματικά του ανήκει. Για μια σεκάνς ετοιμοθάνατης τσιγγάνας θα φέρει κοτζάμ Άνχελα Μολίνα, θα βάλει σύζυγο Γιώργο Χωραφά (σε ρεσιτάλ γενικής σεμνότητας), θα δώσει οσκαρικό βάρος στην σκηνοθεσία «του close up της», θα θυμηθεί Πρεβέρ και Γιόζεφ Κόζμα γυρίζοντάς το σε μελόδραμα κανονικό, θα κάνει την ταινία κυριολεκτικά άνω-κάτω σε σχέση με οτιδήποτε προηγήθηκε και οτιδήποτε θα ακολουθήσει. Είμαι βέβαιος ότι είναι η σκηνή που πολλοί θα κρατήσουν (είναι άλλωστε εμφανής η βιρτουοζιτέ που έχει στο τσεπάκι του ο Γορτύνιος σκηνοθέτης), πρέπει να είσαι σοβάς για να μην συγκινηθείς, αλλά οι ισορροπίες του έργου έχουν πάει περίπατο.
Μετά την μακρολογία, επιγραμματικά: Εκλογίκευση, όχι κρύα, όχι εγκεφαλικά, του πιο σκληρού θέματος. Μια εντιμότατη προσέγγιση ανάλογη ενός ανθρώπου που πάντοτε συνέθετε σκέψεις και ιδέες για να αποδείξει -με κάθε τρόπο- έναν ισχυρισμό. Δεν είναι μεγάλο σινεμά, δεν θα γίνει ποτέ μεγάλο σινεμά. Είναι όμως ένα έργο που με αρμοδιότητα διαυγούς ηλικιωμένου μας καλεί σε μια επίσκεψη σ’ έναν κόσμο που η τελευταία επιθυμία έχει ουσία και συναισθηματικό βάρος. Αργά ή γρήγορα οι πιο πολλοί θα το τηρήσουμε αυτό το ραντεβού.
Σημείωση: Παρότι η ταινία δεν είναι επ’ ουδενί ένα μακάβριο γεγονός και βλέπεται, δίχως καμμία έννοια σαρκασμού το λέω, ευχάριστα, οι έχοντες πείρα «τελευταίων στιγμών» θα πρέπει να είναι έτοιμοι, αναλόγως και του χαρακτήρα τους, για ένα χτύπημα της μνήμης. Ίσως πάντως, αν το τολμήσουν, να βγουν από την αίθουσα με μια αίσθηση ανακούφισης.