Πράσινα Σύνορα
The Green Border
Βασισμένο στην προσφυγική κρίση όπως αυτή ξέσπασε το 2021 στα σύνορα μεταξύ Πολωνίας-Λευκορωσίας, το φιλμ «Πράσινα Σύνορα» της Ανιέσκα Χόλαντ είναι ένα φεστιβαλικά δομημένο κατασκεύασμα αγνών προθέσεων, αλλά μη επαρκώς οριοθετημένου σεναρίου που φαντάζει ακόμα πιο κουραστικό λόγω της εξαντλητικής διάρκειάς του.
Οι δυομισάωρες ταινίες δεν αποτελούν ανακάλυψη του σήμερα, υπάρχουν εδώ και δεκαετίες στο σινεμά και σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογούν απόλυτα την έκτασή τους ανάλογα πάντα με το είδος και το περιεχόμενο που (εξ)υπηρετούν. Στην περίπτωση της νέας ταινίας της Πολωνής δημιουργού Ανιέσκα Χόλαντ για παράδειγμα, τα πράγματα θα μπορούσαν (και μάλλον θα έπρεπε) να ήταν αρκετά πιο συμμαζεμένα, ίσως τότε αυτό το προσφυγικό δράμα να έβρισκε το στόχο του, την ειλικρινή ευαισθητοποίηση δηλαδή των καρδιών του κινηματογραφικού κοινού.
Η δράση τοποθετείται στα σύνορα Πολωνίας και Λευκορωσίας και ακολουθεί αρχικά τις κινήσεις μιας οικογένειας Σύριων προσφύγων, καθώς και μιας γυναίκας από το Αφγανιστάν, ενώ αργότερα στην εξίσωση προστίθενται ένας Πολωνός συνοριοφύλακας, μια ομάδα νεαρών ακτιβιστών και μια ψυχίατρος, όλοι καλούμενοι να επιτελέσουν το δικό τους προσωπικό έργο. Μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένου αναβρασμού και κλιμακούμενης κοινωνικοπολιτικής έντασης, ομάδες και μονάδες ανθρώπων προσπαθούν άλλοτε να επιβιώσουν, να βοηθήσουν και να κάνουν τη διαφορά και άλλοτε απλά να υπακούσουν τυφλά στις εντολές της κυβέρνησής τους, σαν πιόνια σε μια παρτίδα το αποτέλεσμα της οποίας έχει προαποφασιστεί χωρίς αυτούς, για αυτούς.
Στο πρώτο μισό (η ταινία μοιράζεται σε τέσσερα κεφάλαια), η Χόλαντ πιάνει τον παλμό των γεγονότων και των εξελίξεων, καταγράφοντας με το πλέον γλαφυρό χρώμα – με το άσπρο και το μαύρο του φωτογράφου της Τόμας Νάουμιουκ – τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής διακυβέρνησης του Προέδρου της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο, που με την πρόφαση της εύκολης εισόδου των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα στην Πολωνία, επέτρεπε τη μαζική εισροή τους μέσω της χώρας του, επιχειρώντας πρακτικά να προκαλέσει τριγμούς στην ευρύτερη περιοχή της ΕΕ. Τα αποτελέσματα ήταν δραματικά με χιλιάδες ανθρώπους να αφήνονται έρμαια των σκοπιμοτήτων και να γίνονται πρακτικά «μπαλάκια» στα χέρια των συνοριοφυλάκων και των δυο πλευρών, οι οποίοι τους στερούσαν καθημερινά ακόμα και τα πιο στοιχειώδη των δικαιωμάτων τους.
Όσο περίφημα τα καταφέρνει η Χόλαντ στο αρχικό κομμάτι του φιλμ, τόσο το πράγμα πλατειάζει στη συνέχεια, αφού το σενάριο «ανοίγει» με την προσθήκη καινούργιων χαρακτήρων, που ούτε το ενδιαφέρον, ούτε τη δυναμική των πρώτων διαθέτουν. Η κατά τα άλλα ικανότατη γνώστρια της κινηματογραφικής εικόνας και γνωστή για την αιχμηρή πολιτική της γλώσσα Χόλαντ, μεταθέτει το ανθρωπιστικό βάρος από τους κατατρεγμένους στους σωτήρες τους, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα φιλμ όπου η πλάστιγγα της ενσυναίσθησης γέρνει κάπως άτσαλα προς το μέρος των λυτρωτών, που ανά στιγμές φαντάζουν ολότελα «λευκοί», όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στις – άβολες - σκηνές με το ευκατάστατο ζευγάρι.
Τα «Πράσινα Σύνορα» έχουν περάσει ήδη δια πυρός και σιδήρου στην γενέτειρα της σκηνοθέτιδας, όπου σύσσωμη η κυβέρνηση, αλλά και λοιπά συντηρητικά μορφώματα, την έχουν κατηγορήσει ανοιχτά για προπαγάνδα επιπέδου… Β’ Παγκοσμίου Πολέμου(!), συνεπώς υπό μια έννοια η ταινία κάνει τη δουλειά της, ενοχλεί δηλαδή και βάζει στο στόχαστρο τις φονικές, σε πολλές περιπτώσεις, πολιτικές τόσο της Πολωνίας, όσο και της Λευκορωσίας, δίνοντας μια μικρή γεύση της τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης που βίωνε και εξακολουθεί να βιώνει στα σύνορά της (και όχι μόνο) η Ευρωπαϊκή Ένωση. Απλά ανά στιγμές η Χόλαντ μοιάζει κάπως συγκρατημένη σε αυτά που θέλει να πει και κυρίως να δείξει, παρατηρήστε για παράδειγμα πως όλα τα πραγματικά εφιαλτικά διαδραματίζονται την νύχτα, σε μια φιλμική νύχτα μάλιστα που οριακά διακρίνεις τι συμβαίνει. Καλή η τάση προς την ποιητικότητα και την ασπρόμαυρη μελαγχολία ενός πρώιμου ευρωπαϊκού σινεμά, όμως κάποιες φορές καλό είναι να αφήνεις τα πράγματα να μιλάνε από μόνα τους.