Η Νέα Χρονιά που δεν ήρθε Ποτέ
The New Year that Never Came

Λίγο πριν το ξέσπασμα της Ρουμανικής Επανάστασης το 1989, οι ζωές έξι ανθρώπων ξεδιπλώνονται και μπλέκονται μεταξύ τους, στο σπονδυλωτό δράμα του Ρουμάνου δημιουργού Μπόγκνταν Μουρεζάνου.
Με σημαντικές νίκες σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Τμήμα Orizzonti του φεστιβάλ της Βενετίας, η πρώτη μεγάλου μήκους του Μουρεζάνου καταφτάνει και στη χώρα μας, προκειμένου να μας καταστήσει σαφές πως η Ιστορία γράφεται μονάχα στους δρόμους.
Όσο παράταιρη και αν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, η κυκλοφορία στην Ελλάδα κάποιας ταινίας για μια ιστορική στιγμή της Ρουμανίας (ορισμένοι ίσως αναρωτηθούν τι έχει να τους πει αυτή η ταινία), τόσο στην πορεία συνειδητοποιεί κανείς πως οι κοινές συνιστώσες σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, είναι περισσότερες από τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να διαφοροποιούν δυο λαούς, εδώ τον ρουμάνικο και τον ελληνικό.
Εν προκειμένω, μπορεί η ταινία του Μουρεζάνου να αποτελεί μυθοπλασία, αντλεί όμως για την υποθεσιακή της βάση από την, όχι και τόσο μακρινή, Ιστορία της Ρουμανίας προκειμένου να χτίσει μια κινηματογραφική αφήγηση που φέρνει την ατομικότητα απέναντι στο κυβερνητικό «θηρίο» του νέου σοσιαλισμού, όπως αυτός εισήχθη μετριοπαθώς στην αρχή και αργότερα με εγκληματική μανία, από τον Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας, Νικολάε Τσαουσέσκου.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το γεγονός πως θα πρέπει να αποχωριστεί το σπίτι όπου έζησε μια ολόκληρη ζωή, αφού αυτό και άλλα θα γκρεμιστούν κατά εντολή της κυβέρνησης, στα πλαίσια του νέου προγράμματος ανάπλασης της πόλης. Ένας γιος που προσπαθεί να στηρίξει ψυχολογικά τη μητέρα του, την ίδια στιγμή που παλεύει με τη καθεστωτική καθημερινότητα. Ένα εργάτης που βρίσκεται ένα βήμα πριν τη φυλακή μετά το αθώο, παιδικό λάθος του γιου του και ένας εργαζόμενος στην κρατική τηλεόραση που αγωνιά για το πανεπιστημιακό μέλλον του δικού του γιου, ο οποίος αντιδρά με νεανική επανάσταση απέναντι στην κυβερνητική καταπίεση. Τέλος, μια ηθοποιός που βρίσκεται μπροστά σε ένα επαγγελματικό και προσωπικό, ηθικό δίλλημα.
Οι χαρακτήρες του Μουρεζάνου είναι όλοι τους άνθρωποι της διπλανής πόρτας, βιοπαλαιστές και κοινοί θνητοί - μια υπενθύμιση πως οι επαναστάσεις γεννιούνται και ανθίζουν στα λαϊκά στρώματα. Αυτή η ιδέα εξάλλου διαπερνά τη δράση όλων των ηρώων, οι οποίοι υποσυνείδητα προετοιμάζονται για την ύστατη επανάσταση, ιδιαίτερα μετά τα μαντάτα για την εξέγερση στην Τιμισοάρα που πνίγηκε στο αίμα από το καθεστώς του Τσαουσέσκου, μετρώντας χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες.
Το μεγαλύτερο μέρος της εκάστοτε δράσης ξεκινάει από μικρές αφορμές που σχετίζονται με την καθημερινότητα των μεμονωμένων ηρώων – μια μετακόμιση, ένα τηλεοπτικό γύρισμα, μια θεατρική πρόβα. Υπάρχει πρόσφορο έδαφος για το χτίσιμο της τελικής πράξης που έρχεται αργά, αλλά σταθερά, δίνοντας έτσι χώρο σε όλους τους συμμετέχοντες να ξεδιπλώσουν τα προσωπικά τους δράματα.
Το ενδιαφέρον είναι πως μέσα στον ημερήσιο ζόφο που ζουν οι πολίτες, αναδύονται στιγμές πικρά κωμικές, σαν μια κωμικοτραγωδία εν εξελίξει, όπως συμβαίνει στην ιστορία με την μητέρα που υποχρεούται να μετακομίσει. Εκεί το βάρος της θλίψης είναι ασήκωτο και ο Μουρεζάνου σκαρφίζεται ένα κατάμαυρο αστείο που λειτουργεί θαυμάσια μέσα στο αποπνικτικό περιβάλλον της ανελευθερίας.
Σκηνοθετικά η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας τους ήρωες, δίχως να παραμένει ποτέ στατική, εντείνοντας έτσι την αίσθηση ενός κοινωνικού καζανιού που κοχλάζει και που ανά πάσα στιγμή θα ξεχυθεί στους δρόμους για τη διεκδίκηση των αυτονόητων.
Ενδεχομένως η κάπως πιο βραδυφλεγής αρχή να ξενίσει μερίδα των θεατών, δώστε παρόλα αυτά λίγο χρόνο στο φιλμ να ξεδιπλωθεί. Το «Η Νέα Χρονιά που δεν Ήρθε Ποτέ» είναι ένα ακόμη παράδειγμα του υψηλού επιπέδου σινεμά που συνεχίζουν να παραδίδουν οι Ρουμάνοι.