Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας

Wheel of Fortune and Fantasy

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ιαπωνία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ριουσούκε Χαμαγκούτσι
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ριουσούκε Χαμαγκούτσι
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Κότονε Φουρουκάουα, Κιοχίκο Σιμπουκάουα, Κατσούκι Μόρι, Αόμπα Καουάι, Χιούνρι
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιουκίκο Ιιόκα
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Strada Films
    Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας

Τρεις ξεχωριστές ιστορίες στην σύγχρονη Ιαπωνία ενώνονται θεματικά για να συστήσουν μια ταινία λεπτομερούς ευαισθησίας και «άλλης» κινηματογράφησης. Εν Ελλάδι πρώτη προβολή στις 27ες Νύχτες Πρεμιέρας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ο 43χρονος Ριουσούκε Χαμαγκούτσι έχει δεν έχει κλείσει μια δεκαετία στο διεθνές φεστιβαλικό κουρμπέτι και ήδη τον ακολουθεί μια προσωπική, λίαν τιμητική φήμη. Αυτή του συνεχιστή μιας παράδοσης που ενώνει την επίγνωση του δυτικού σινεμά, με μια στη ρίζα της ιαπωνική, λιτά επίμονη, κινηματογράφηση των ανθρώπων, των ηθών και των μεταξύ μας αόρατων νημάτων – που στην περίπτωσή μας εδώ είναι και το κεντρικό μοτίβο.

Από το «Happy Hour» του 2015, που τον έβαλε επίσημα στα φεστιβαλικά κιτάπια (Ειδική Μνεία και Βραβείο Γυναικείας  Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο), μια ταινία περίπου πεντέμισι ωρών (η μακρύτερη ιαπωνική ταινία όλων των εποχών γράφει το imdb – «δικαιούται» άραγε ένας δημιουργός να κάνει μια ταινία πεντέμισι ωρών;) που δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, μέχρι την «Ζωή της Ασάκο» και φέτος τούτο, αλλά και το (τρίωρο) «Drive My Car», βασισμένο σε (σύντομο) διήγημα του Μουρακάμι, που προβάλλεται φέτος σε απειρία διεθνών φεστιβάλ καθώς και στο τρέχον φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Χαμαγκούτσι στεριώνει την παρουσία του.

Το έργο του Χαμαγκούτσι θα ξεκουράσει το «άλλο κοινό» και θα ορίσει με γνήσια ιαπωνικό (και αίσιο) τρόπο το bad timing που αναπόφευκτα χαράσσει τις ζωές μας

Γιατί; Ο κύριος λόγος, όσο και αν ενίοτε ερυθριούμε να το παραδεχτούμε, είναι γιατί αυτές οι ταινίες «αρέσουν στους κριτικούς». Σκεφτείτε μας λίγο: Στην θύελλα των αμερικανικών και αμερικανότροπων παραγωγών, σ’ έναν χαλασμό που ψάχνεις να βρεις ανθρώπους, ανθρώπινο ενδιαφέρον, σκέψεις, συναισθήματα, ένα σινεμά σαν και τούτο σε επαναφέρει, έστω για λίγο (ή…πολύ συνήθως στην περίπτωσή του) στο αληθινό, απτό μέγεθος των πραγμάτων. Δεν είναι δυνατόν, για κάποιες ψυχοσυνθέσεις τουλάχιστον, σε κάθε ταινία να κινδυνεύει και να σώζεται ο κόσμος, να μετράς πτώματα σε κάθε δεύτερο πλάνο, να χάνεις τα αυγά και τα πασχάλια που ανοίγει μια πόρτα και στα ηχητικά εφέ είναι σαν πέφτουν οι πύλες του Κάμελοτ. Το σινεμά βεβαίως είναι και διασκέδαση, ξέρουμε ότι οι περισσότεροι θέλουν κάτι να συνοδέψουν τα ποπ κορν τους, αλλά (δεν) λυπούμαστε, το σινεμά είναι και - αν όχι πρωταρχικά - τέχνη. Οπότε χρειάζονται και ανθρώπινες ιστορίες, ανθρώπινα μελήματα και έγνοιες.

Οι «Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας» δεν είναι καμμιά μεγάλη ταινία, ούτε κάτι που θα μείνει στο βασικό καλεντάρι του σινεμά. Το αρνείται πεισματικά και η ίδια, δεν θέλει να γίνει επιδεικτικά πανανθρώπινη, να εντυπωσιάσει, να μεγαλώσει. (Δεν θέλει και να αποβάλλει τους φεστιβαλικούς της). Δεν πειράζει όμως καθόλου αυτό. Οι πιο πολλές ταινίες που μένουν μαζί μας δεν το κάνουν γιατί είναι κατ΄ανάγκη μεγάλου βεληνεκούς, αλλά γιατί ακουμπούν πάνω μας με τον τρόπο που ξέρει μόνο το σινεμά. Και ο τρόπος αυτός περιέχει το τι πραγματεύεται ένα έργο και με τι εσωτερικό ρυθμό και εποπτεύοντα τόνο το κάνει. Πιο απλά αν σου αρέσει αυτό που κουβεντιάζεται, όπως κουβεντιάζεται, είναι αρκετό.

Ο Χαμαγκούτσι στήνει τρεις ιστορίες: Η πρώτη είναι μιας γυναίκας που μαθαίνει ότι η φίλη της ζει έρωτα τρανό με τον πρώην της – οπότε παθαίνει κλακάζ και πάει να τον συναντήσει χρόνια αφ’ ότου η ίδια τον παράτησε. Η δεύτερη αφηγείται την ιστορία μιας άλλης γυναίκας που επιχειρεί να προκαλέσει σεξουαλικό επεισόδιο με τον διάσημο καθηγητή του πανεπιστημίου της, προκειμένου να τον εκθέσει κι έτσι να τον εκδικηθεί. Η τρίτη ιστορία καταπιάνεται με την επανεύρεση δύο παλιών συμμαθητριών και φιλενάδων που στην πορεία διαπιστώνουν ότι μπορεί και κάτι που δεν υπολόγιζαν διόλου να συμβαίνει και να τις έχει πλανήσει.

Όλες οι ιστορίες έχουν έναν αέρα «μετα-Όζου», έτσι όπως λιτά κινηματογραφούνται, έτσι όπως ήπια μελετούν ηθογραφικά την τρέχουσα Ιαπωνία. Φυσικά, ο Όζου είναι μακριά. («Φυσικά» διότι ο άνθρωπος είχε φτάσει σε μια μεταφυσική της ηθογραφίας, είχε καταφέρει να χωρέσει τόσο οργανικά τα (παρόμοια πάντα) θέματά του στον ρυθμό της ταινίας, που το αποτέλεσμα να είναι ξεχασμένο μεν -δεν ήταν και ποτέ κεντρικό θέμα συζήτησης του μεγάλου κοινού το σινεμά του- αλλά καλλιτεχνικά ανυπέρβλητο). Όλες τους επίσης στηρίζονται σε μια διαπροσωπική κουτσομπολίστικη αύρα που αναζητά (και θα βρει) την γενίκευση που θα την εξευγενίσει. Όλες τέλος έχουν και μια λογική διαλογικού σασπένς που συναντάς, ας πούμε στον Κόρε-Έντα, αλλά και σε σκηνοθέτες τόσο διαφορετικούς όσο ο Ρομέρ ή ο Χάνεκε. Η βασική ωραιότητα εδώ είναι ότι η αναστολή των λέξεων απαντάται με την συρραφή των πλάνων. Στην θέση των οποίων, ή στο καίρια τεθειμένο σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, ο παρατηρητικός θεατής θα βρει τις συνοδευτικές σκέψεις που χρειάζεται.

Ευλογημένα σπαρτιάτικο στη λογική του, διάστικτο με λεπτομέρειες που φωτίζουν την διαλεκτική της ανθρωποκεντρικής πίστης του, ευαίσθητο στις παρατηρήσεις του και ενίοτε διττά ευφυές στις σεναριακές του ενδείξεις, το έργο του Χαμαγκούτσι θα ξεκουράσει το «άλλο κοινό» που απευθύνεται και θα ορίσει με γνήσια ιαπωνικό (και αίσιο) τρόπο το περίφημο bad timing που αναπόφευκτα χαράσσει τις ζωές μας. 

Αργυρή Άρκτος στο περασμένο φεστιβάλ του Βερολίνου.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας
  • Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας