Κινηματογράφος και Ιστορία: «Έλα να Δεις» (1985) του Έλεμ Κλίμοφ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:35
25/10

Κινηματογράφος και Ιστορία: «Έλα να Δεις» (1985) του Έλεμ Κλίμοφ

Πάρτε τον τρομακτικό μυστικισμό του «Αποκάλυψη τώρα», τα πρώτα 20 λεπτά του «Στρατιώτη Ράιαν», τη ματωμένη σεκάνς με συνοδεία το «αντάτζιο για έγχορδα» στο «Platoon», το γεμάτο απόγνωση βλέμμα του Τζιμ Καβίζελ στη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» και την εφιαλτική ματαίωση του «Σταυροί στο μέτωπο» και ενσωματώστε τα σε μια εξαιρετική ταινία που σκόπιμα σε οδηγεί από την αποστροφή στην παραφροσύνη. Ίσως έτσι τελικά να μπορέσεις να δεις. Και σίγουρα δεν θα μπορέσεις να ξεχάσεις.

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Έλα να Δεις (1985) Έλεμ Κλίμοφ 

Δίχως επαγγελματίες ηθοποιούς, κινηματογραφημένο πολύ κοντά στα πραγματικά μέρη της γερμανικής εισβολής στη Λευκορωσία και με μια ιστορία τρομακτικά όμοια με αυτήν που έζησε τότε ο σεναριογράφος του Άλες Αντάμοβιτς, το εμβληματικό φιλμ του Έλεμ Κλίμοφ αποτελεί ένα διαχρονικό κειμήλιο τέχνης, ένα ντοκουμέντο ιστορίας και εφαλτήριο ανθρώπινου αναστοχασμού. Η ευθύτητά του υπερβαίνει τις συμβάσεις του πολεμικού (ή αντιπολεμικού, όπως προτιμά κανείς) δράματος, αποτυπώνοντας ως πειστήριο ενοχής την χωρίς διέξοδο πραγματικότητά του και διεισδύοντας βαθιά μέσα σου, χαράζει πολλές φορές χωρίς λόγια την ανελέητη βιωματική εμπειρία ενός πολέμου.

Με ρεαλιστική, ωμή βαρβαρότητα, περιπλεγμένη πάνω σε ένα εφιαλτικό συνειδησιακό υπόστρωμα (που ίσως τελικά αποδεικνύεται πιο τρομακτικό από τα διαμελισμένα πτώματα και την καμένη σάρκα) η ταινία συνυφαίνει μια σειρά από εικόνες και ήχους που απαθανατίζουν τον αδιάλλακτο τερματισμό της ζωής και τη βίαιη πορεία προς το θάνατο. Όσο περισσότερο ψάχνεις για ελπίδα, για μια χαραμάδα απ’ όπου θα μπορείς να ανασάνεις, τόσο περισσότερο αυτή γελά μαζί σου, καταφέρνοντας το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Οι σκηνές μοιάζουν να αποφεύγουν εσκεμμένα τα όποια τεχνικά τρικ, σχεδόν εξαναγκάζοντας τον θεατή να μην αντικρίσει τίποτε βολικό, τίποτε εύκολο. Μόνο την αλήθεια. 

Ο δεκατετράχρονος Φλιόρα, κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας (αν και στην πραγματικότητα ο απεχθής πρωταγωνιστής είναι άλλος) ζει σε ένα απομονωμένο χωριό της Λευκορωσίας, ένα από τα 628 που κυριολεκτικά τα κατάπιε η γη μαζί με τους κατοίκους τους, όπως μακάβρια μας ενημερώνει το ίδιο το φιλμ. Παίζοντας παιχνίδια πολέμου στο ισοπεδωμένο από βόμβες τοπίο, ψάχνει να ξεθάψει ένα όπλο από τους λάκκους με τους σκοτωμένους, που αυτομάτως θα τον κατατάξει στην πολυπόθητη μάχη ενάντια στους Ναζί που προελαύνουν. Αφού το βρει θα τοποθετηθεί ως φύλακας σε ένα κοντινό δάσος, με σαφή εντολή να πυροβολήσει οτιδήποτε εμφανιστεί μπροστά του. Ξάφνου, μια κοπέλα σχεδόν στην ηλικία του θα περάσει αμέριμνα από δίπλα, και αυτός δεν θα τη σκοτώσει. Στην πραγματικότητα δεν θα σκοτώσει τίποτε από εδώ και μπρος.

Η κάμερα θα τον ακολουθεί συνεχώς, παγώνοντας σε στιγμές την εξέλιξη της θραυσματικής πλοκής, για να παρατηρήσει οδυνηρά τη φρίκη που διαδραματίζεται γύρω της. Πολλά από αυτά που θα καταγράψει δεν θα γίνουν ούτε καν αντιληπτά στον Φλιόρα, καθώς οι αισθήσεις του βαθμιαία θα παγιδευτούν σε ένα ολοκληρωτικό παραλήρημα, οπού αυτό που είναι τελικά πραγματικό καθίσταται τόσο αποτρόπαιο ώστε ξεγλιστρά μέσα από τα δάχτυλα και βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στα σκοτεινά και υγρά τούνελ της τρέλας. Στο τέλος, οι επιζώντες θα φτάσουν να ζηλεύουν τους νεκρούς καθώς ο τρόμος, το ίδιο το κακό, αποκτά φυσική μορφή, δαιμονοποιείται και κινηματογραφείται τόσο κυνικά -παράλληλα με ένα από τα πιο τολμηρά ηχητικά μοντάζ που φτάνουν το σοκ σε άλλα επίπεδα- ώστε μόνο η λέξη Ολοκαύτωμα θα μπορούσε να περιγράψει έστω και με αδρές γραμμές την κτηνωδία, τη φρίκη του πολέμου.

Λέγεται ότι δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να κατασκευάσει ένα αποδοτικό αντιπολεμικό φιλμ, γιατί τον ενθουσιασμό της μάχης και τον ηρωισμό των πρωταγωνιστών της θα διαδεχτεί η ανακούφιση για αυτούς που επέζησαν. Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει σε ένα βάρβαρο παιχνίδι με χαμένους από όλες τις πλευρές, όπως αναπτύσσεται στην ταινία του Κλίμοφ. Ο συνδυασμός βαθιά φιλοσοφημένων, ονειρικών αλληλουχιών και ωμής, σχεδόν αποκρουστικής απεικόνισης της πραγματικότητας, δεν αφήνει τίποτε όρθιο στο σώμα και την ψυχή, όχι μόνο των πρωταγωνιστών του φιλμ άλλα και του ίδιου του κοινού.

Πλαισιωμένο από επαναλαμβανόμενα οπτικά μοτίβα (όπως αυτό του στρατιωτικού αεροπλάνου που πετά άλλοτε αποστασιοποιημένο στον ουρανό και άλλοτε σπέρνοντας το θάνατο) και οδηγούμενο σε ένα απεγνωσμένα αλληγορικό φινάλε στο οποίο πολλά λόγια δε χωρούν, το «Έλα να Δεις» μπορεί να ορίζεται ως μία από τις σπουδαιότερες και ακριβέστερες αντιπολεμικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Μια αβάσταχτη ωδή στην παράνοια, τον τρόμο και τα τέρατα που είναι ικανός να γεννήσει ο πόλεμος· που η ιστορία απλά δεν θα μπορέσει ποτέ της να ξεγράψει.